«Ο κορονοϊός μετατρέπει την παρακαταθήκη της Μέρκελ στην Ε.Ε. σε στάχτες», έγραφε το περιοδικό Foreign Policy. «Μπορεί η Ε.Ε. να επιβιώσει από τον κορονοϊό;», αναρωτιόταν το Bloomberg. «Θα διαλυθεί η Ε.Ε.;», συμπλήρωνε και το CNBC.
Όσοι σπεύσουν να αποδώσουν αυτά τα ερωτήματα στην αναμενόμενη απέχθεια των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης προς την Ευρώπη, θα πρέπει να θυμούνται, ότι οι πρώτοι που αμφισβήτησαν την Ένωση κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν οι πολίτες της Ιταλίας: Σχεδόν εννέα στους 10 ερωτηθέντες, σε πρόσφατη έρευνα, ανέφεραν ότι οι Βρυξέλλες τούς εγκατέλειψαν αβοήθητους στη μοίρα τους.
Στην πραγματικότητα, το ερώτημα δεν είναι εάν η Ε.Ε. είναι το θύμα του κορονοϊού, αλλά αν είναι ο θύτης της ταχείας εξάπλωσης στην Ευρώπη.
Η πιο προφανής ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, φυσικά, τα προγράμματα λιτότητας, με τα οποία καταρράκωσε τα άλλοτε κραταιά συστήματα δημόσιας υγείας των χωρών-μελών της. Απαντώντας σε αυτή την κατηγορία, οι Βρυξέλλες υποστηρίζουν ότι δεν πρότειναν συγκεκριμένες περικοπές στον κλάδο της Υγείας, αλλά άφηναν τα κράτη-μέλη να αποφασίζουν ποιες δαπάνες του δημοσίου τομέα θα περιόριζαν.
Πρόκειται για ψέμα τεραστίων διαστάσεων. Όπως αποκάλυψε με έρευνά του ο Γερμανός ευρωβουλευτής του Die Linke, Μάρτιν Σίρντεβαν, από το 2011 έως το 2018, η Κομισιόν ζήτησε 63 φορές από κράτη-μέλη της να μειώσουν τις δαπάνες για την Υγεία ή και να προχωρήσουν σε ιδιωτικοποιήσεις στον συγκεκριμένο κλάδο. Με τις κινήσεις αυτές, εξυπηρέτησε τα συμφέροντα συγκεκριμένων λόμπι του ιδιωτικού τομέα Υγείας, τα μέλη των οποίων κέρδισαν δισεκατομμύρια ευρώ από την αποσάθρωση των δημοσίων δομών Υγείας, αλλά και την άμεση μεταφορά κεφαλαίων των φορολογούμενων προς ιδιωτικές κλινικές και νοσοκομεία.
Όσο για την ευρωπαϊκή «αλληλεγγύη», δυστυχώς, άφησε την τελευταία της πνοή σε μια ΜΕΘ της Ιταλίας, όταν η Γερμανία απαγόρευσε τις εξαγωγές πολύτιμων προϊόντων που θα μπορούσαν να σώσουν χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Η Ρώμη έβλεπε τους Ευρωπαίους εταίρους να της κλείνουν την πόρτα, ενώ δεχόταν άμεσα βοήθεια σε υλικοτεχνική υποδομή, γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό από χώρες, όπως η Κίνα και η Κούβα.
Η στάση της Γερμανίας, η οποία καταστρατηγεί τις βασικότερες αρχές λειτουργίας της Ε.Ε., θα έπρεπε να έχει προκαλέσει την οργισμένη αντίδραση των Βρυξελλών. Αν η Κομισιόν είχε επιδείξει, έστω και το ένα δέκατο της σκληρότητας που είχε επιδείξει παλαιότερα εναντίον της Ελλάδας, θα έπρεπε να τιμωρήσει παραδειγματικά το Βερολίνο, απειλώντας το ακόμη και με διακοπή των σχέσεων. Το να ζητάμε, βέβαια, να τιμωρήσει η Ε.Ε. τη Γερμανία, είναι σαν να περιμένουμε να τιμωρήσει το ΝΑΤΟ τις ΗΠΑ. Σε αυτές τις υπερεθνικές ενώσεις όλοι είμαστε ίσοι, αλλά κάποια μέλη είναι πιο ίσα.
Το τέλος της συνθήκης του Σένγκεν
Ανάλογα συμπεράσματα προκύπτουν και από τις μονομερείς πρωτοβουλίες που έλαβαν αρκετές χώρες να κλείσουν τα σύνορά τους, παραβιάζοντας την πεμπτουσία των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Είτε έπραξαν σωστά, είτε όχι, είναι βέβαιο, ότι αναγκάστηκαν να κινηθούν λόγω της ηχηρής απουσίας κεντρικού σχεδιασμού. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να κλείσει, τελικά, τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, θύμιζε πλέον μια επικοινωνιακή κίνηση με την οποία οι κομισάριοι φώναζαν «είμαστε και εμείς εδώ».
Αρκετά μέσα ενημέρωσης, όπως το δίκτυο Bloomberg, απέδωσαν την παταγώδη αποτυχία της Ε.Ε., στον «εθνικισμό» που αναπτύσσουν τα κράτη-μέλη, προκειμένου να σώσουν τους πολίτες τους (ή να προσποιηθούν ότι σώζουν τους πολίτες τους). Δεν θα έπρεπε, όμως, να είναι έτσι. Θεωρητικά, η Ε.Ε. θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί το μέγεθος και την ισχύ όλων των μελών της, για να χτυπά τις εστίες εξάπλωσης της πανδημίας σαν μια δύναμη ταχείας επέμβασης. Εάν όλες οι χώρες είχαν στείλει άμεσα ενισχύσεις στην Ιταλία, θα είχαν περιορίσει τα κρούσματα που τώρα απειλούν να εξαπλωθούν και σε γειτονικές χώρες. Η ρεαλιστική αντιμετώπιση της κρίσης, δηλαδή, δεν είναι ο εθνικός αποκλεισμός, αλλά η διεθνής αλληλεγγύη, την οποία η Ε.Ε. δεν θέλησε να εφαρμόσει στην πράξη.
Ορισμένοι υποστήριξαν, βέβαια, ότι, ακόμη και αν η Ε.Ε. απέτυχε να βοηθήσει στον περιορισμό της πανδημίας, τουλάχιστον, θα λειτουργούσε πυροσβεστικά στις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες μέσω του περίφημου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Η ελληνική κυβέρνηση, μάλιστα, προσπαθεί να παρουσιάσει σαν προσωπική επιτυχία του πρωθυπουργού και της ομάδας του την ένταξη και της Ελλάδας στο QE, παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο μέτρο αφορούσε από τη φύση του όλα τα κράτη-μέλη.
Δυστυχώς, η μέχρι σήμερα εμπειρία της ποσοτικής χαλάρωσης έχει αποδείξει, ότι παράγει «φούσκες» και ενισχύει τη κερδοφορία ιδιωτικών τραπεζών, χωρίς να προστατεύει από την ύφεση, να μειώνει την ανεργία ή να εξασφαλίζει τα εισοδήματα των εργαζομένων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οδηγούνταν, ούτως ή άλλως, σε τροχιά ύφεσης, πολύ πριν από την εμφάνιση του κορονοϊού, ενώ είχε χρησιμοποιήσει το λεγόμενο «μπαζούκα» της QE.
Ο κορονοϊός σαν καθρέφτης της ευρωζώνης
Όπως συνέβη, λοιπόν, και με το μεταναστευτικό, αλλά και με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Ε.Ε. απέδειξε, ότι, όχι μόνο δεν μπορούσε, αλλά και δεν ήθελε να ρίξει όλες τις δυνάμεις της για να βοηθήσει τα μέλη της που χρειάζονταν άμεση βοήθεια. Υπο μία έννοια, αυτή η στάση αντανακλά την ίδια την αρχιτεκτονική της Ε.Ε., ιδιαίτερα όπως διαμορφώθηκε μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ και τη δημιουργία της Ευρωζώνης.
Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση διέθετε πραγματικά χαρακτηριστικά ομοσπονδίας κρατών (όπως π.χ. οι ΗΠΑ), ένα κεντρικό όργανο θα αναλάμβανε να διανέμει πόρους του συστήματος σε περιοχές που αντιμετωπίζουν προβλήματα (είτε αυτό ονομάζεται κορονοϊός ή δημοσιονομικό έλλειμα), ώστε να ενισχύει την συνολική υγεία του οργανισμού. Αντίθετα, η Ε.Ε. κράτησε μόνο εκείνα τα χαρακτηριστικά της ομοσπονδίας που ενίσχυαν τα ισχυρότερα μέλη της (ελεύθερη μεταφορά κεφαλαίων, δημιουργία αγορών για τα γερμανικά προϊόντα κ.ο.κ), αυξάνοντας την ανισότητα μεταξύ των χωρών του κέντρου και της περιφέρειας.
Μέσα σε μερικές εβδομάδες πραγματικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση απέδειξε ότι δεν προχώρησε ούτε ένα βήμα από το 1951, όταν πραγματοποιήθηκαν τα πρώτα βήματα για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Παραμένει ένας τεχνοκρατικός μηχανισμός για την ενίσχυση συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων, χωρίς καμία πρόθεση ή δυνατότητα να βοηθήσει τους πολίτες της.
Η Ε.Ε. κινδυνεύει να αφήσει την τελευταία της πνοή σε αυτή την κρίση. Το πρόβλημα είναι ότι πρόλαβε να μεταδώσει τον ιό της αποτυχίας της, σε ολόκληρη την Ευρώπη.