Η επόμενη μέρα του Ταyyip Erdogan

1632
Κωνσταντινούπολη

Η επίσκεψη Erdogan δεν απέδειξε τον λόγο πραγματοποίησής της: υπήρξε προϊόν πλημμελούς προετοιμασίας και ανεπαρκούς κατανόησης των μηνυμάτων της τουρκικής πλευράς, λειτούργησε ως ευκαιρία προβολής επί ελληνικού εδάφους όλης της γκάμας των μονομερών αξιώσεων της Τουρκίας και αποτέλεσε μια χαμένη ευκαιρία για τις διμερείς σχέσεις. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο αξιολογεί η αντιπολίτευση, αρχής γενομένης από τον πρόεδρο της ΝΔ, την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου.
Το ότι η αντιπολίτευση δεν καταλαβαίνει τη σημασία της επίσκεψης Ερντογάν “δεν κάνει τις θέσεις της ορθότερες. Κάθε άλλο: αδράνεια και νεοαπομονωτισμός δεν γίνονται ορθότεροι επειδή η ΝΔ αγνοεί τους κανόνες της εξωτερικής πολιτικής και δεν έχει θέσεις για αυτήν” απαντά μέσω Twitter o υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς. Για την κυβέρνηση και τους φιλικούς προς αυτήν σχολιαστές ο αναθεωρητισμός του Ταγίπ Ερντογάν εκτέθηκε σε κοινή θέα και απαντήθηκε αποτελεσματικά από την ελληνική ηγεσία (αλλά και τις σχετικές ανακοινώσεις ξένων πρωτευουσών), εξ ού και οι πολύ διαλλακτικοί τόνοι με τους οποίους ο Τούρκος ηγέτης έκλεισε, και μάλιστα στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης, την επίσκεψή του.
Ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος πώς αποτιμά την επίσκεψή του αυτή; Δύσκολο να το γνωρίζουμε, διότι δεν έχουμε κάποια απολογιστική τοποθέτησή του από τουρκικού εδάφους.Άλλωστε η επιστροφή του στην βάση του, σημαδεύτηκε από την συνέχιση της φρενήρους δραστηριότητάς του σχετικά με την κρίση που προκάλεσε η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ από τον Donald Trump ως πρωτεύουσας του Ισραήλ.
O Tayyip Erdogan είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει τηλεφωνικά με τους προέδρους του Καζαχστάν, του Αζερμπαϊτζάν και του Λιβάνου, ενώ ήδη κατά την παραμονή του στην Αθήνα είχε συνδιαλέξεις με τον ίδιο τον Donald Trump, τον Πάπα Φραγκίσκο και τον Vladimir Putin.
Τον τελευταίο ο Τούρκος ηγέτης θα έχει την ευκαιρία να τον υποδεχτεί (προερχόμενο από την Αίγυπτο) μεθαύριο Δευτέρα, όπως ανακοινώθηκε αιφνιδίως χθες, για την έβδομη εντός του 2017 συνάντησή τους, με αντικείμενο την ειρήνευση της Συρίας και την κρίση της Ιερουσαλήμ, ενώ την Τετάρτη η Τουρκία ως προεδρεύουσα χώρα φιλοξενεί έκτακτη συνεδρίαση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας.
Η συγκυρία παρουσιάζει για τον Erdogan ταυτοχρόνως ευκαιρίες και ρίσκα. Η εμφάνισή του στις 13 Νοεμβρίου στο Σότσι πλάι στον Putin και τον Ιρανό πρόεδροHassan Rowhani αποτύπωνε την ανάδυση μιας τριμερούς συνεργασίας, πέρα από παλαιότερες αντιπαλότητες ή σεκταριστικές διαφορές, η οποία φιλοδοξεί, μετά τις επιτυχίες της στη Συρία, να εγγυηθεί το μέλλον της ευρύτερης περιοχής – φέρνοντας σταθερότητα εκεί που οι, απούσες πλέον, ΗΠΑ ξεδίπλωναν μια “στρατηγική του χάους”.
Στον βαθμό μάλιστα που η κρίση της Ιερουσαλήμ απαξιώνει τις ΗΠΑ ως ουδέτερο μεσολαβητή (αλλά και δυσκολεύει τη θέση των κοντινότερων προς αυτές αραβικών χωρών), η τριμερής έχει τη δυνατότητα να παρεμβληθεί και στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση – δηλ. την “καρδιά” των ζητημάτων της περιοχής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι σε ανύποπτο χρόνο την άνοιξη, η ρωσική διπλωματία έκανε γνωστό ότι θα αναγνώριζε στο πλαίσιο μιας επίλυσης του μεσανατολικού την Δυτική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ (και την ανατολική Ιερουσαλήμ, ως πρωτεύουσα της Παλαιστίνης). Ούτε ασφαλώς είναι τυχαίες οι πληροφορίες των προηγούμενων ημερών ότι ο Putin μεσολαβεί υπογείως μεταξύ του Ισραήλ και του μετώπου Συρίας-Ιράν για την εκτόνωση των εντάσεων στη Υψώματα του Γκολάν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία του Tayyip Erdogan δέχεται επίσης τα περαιτέρω καθησυχαστικά μηνύματα, που συνιστά η στενότερη προσέγγιση το τελευταίο διάστημα της Ρωσίας (θιασώτη της συριακής εδαφικής ακεραιότητας) με τους Κούρδους της Συρίας, η σχετική αντοχή της τουρκικής αγοράς παρά τους κραδασμούς και τους φόβους που την περιβάλλουν, αλλά και η επανάληψη των συνομιλιών με την Ε.Ε. στην Υψηλού Επιπέδου Συνάντηση Οικονομικής Συνεργασίας χθες Παρασκευή).
Με άλλα λόγια, η Τουρκία του Tayyip Erdogan κινείται όλο και πιο αυτόνομα, όλο και πιο παράτολμα, επιχειρώντας, σε μια διαρκή φυγή προς τα εμπρός, την αναβάθμιση του ρόλου της, ενώ την ίδια ώρα αναμετριέται με τον διαρκή κίνδυνο αποτυχίας και κατάρρευσης του εγχειρήματος. Δεν είναι πάντως η σχετικά καθυστερημένη και μονοσήμαντα αγκυρωμένη στη Δύση χώρα, την οποία η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες προσπαθεί να αντιμετωπίσει, στο πλαίσιο ενός αρκετά οριοθετημένου στους κανόνες του παιχνιδιού, και ει δυνατόν να “εξημερώσει”, με το δέλεαρ μιας ευρωπαϊκής προοπτικής, στην οποία κανείς δεν πιστεύει πιά.
Όλο το πλαίσιο έχει αλλάξει και στη θέση του “Ελσίνκι” προβάλλει ένα στρατηγικό κενό, το οποίο η ελληνική πολιτική τάξη δεν αναγνωρίζει. Η επικέντρωση στο επικοινωνιακό ή η συζήτηση για την “προετοιμασία της επίσκεψης Erdogan” δεν το αντιμετωπίζει αυτό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας