Η δική μας Κοκκινιά, μια περασιά στην Ιστορία

1460

Στη δική μας Νίκαια, τη δική μας Κοκκινιά τα καλοκαιριά στις αλάνες που σχηματίζονταν από μικρές παρόδους, χανόμασταν στη σιωπή μας, ακούγοντας τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας να διηγούνται τις ιστορίες από το Μπλόκο.

Δεν υπήρχε Κοκκινιώτης και Κοκκινιώτισα να μην είχε δικό του άνθρωπο εκείνη τη μέρα.

Μια περασιά από μπροστά μας όλες οι εικόνες την ώρα των αφηγήσεων. Τα χωνιά των ταγματασφαλιτών, τα πρόσωπα, οι φωνές, το κλάμα, το κροτάλισμα των όπλων, οι μηχανές των φορτηγών που κουβαλούσαν στο Χαϊδάρι τους Κοκκινιώτες, τα γεμάτα βαγόνια των τρένων που έστελναν στο Νταχάου και το Άουσβιτς τους δικούς μας, τα κάρα με τα πτώματα στο δρόμο για το Γ’ Νεκροταφείο.

Μια περασιά η σιωπή μας, όταν ακούγαμε τις αφηγήσεις για εκείνη τη νύχτα που πότισε με αίμα το χώμα της μάντρας στην Οσία Ξένη και έδενε αμήχανα κόμπο τα χέρια μας.

Μια περασιά στην Ιστορία εκείνες οι αφηγήσεις όπως εγγράφονταν στην παιδική μας μνήμη χαραγμένη από το θανατικό, την απώλεια της θυσίας, τους ήρωες και τις ηρωίδες, σαν να μην πέρασε ποτέ από πάνω τους ο χρόνος.

Οι νύχτες σε εκείνες τις αλάνες κράτησαν όλους τους νεκρούς του Μπλόκου ζωντανούς μέσα μας. Ανιδιοτελώς ελεύθερους, χωρίς παράσημα, χωρίς τιμητικά αγήματα, χωρίς στεφάνια, χωρίς μνημόσυνα, ριζωμένοι στον κόμπο των χεριών μας.

Μια αποτρόπαιη οπτασία που εξελισσόταν σε κάθε διαφορετική αφήγηση χωρίς κανέναν επικό λυρισμό, χωρίς επιτηδευμένους ηρωισμούς. Μια εικονική αναπαράσταση λες και όλοι μας, εκείνη τη νύχτα μέχρι το πρωί των εκτελέσεων, να ήμασταν παρόντες στο σφαγείο της μάντρας.

Παρόντες την ώρα που ο Πλυντζανόπουλος, ο Σγούρης και ο γιος του τσολιαδοντυμένος, ο Μπουραντάς γνήσιοι συνεργάτες των Γερμανών, δοσίλογοι, ναζιστές ταγματασφαλίτες δίνουν το σύνθημα στους χαφιέδες κουκουλοφόρους Μπατράνη, Βακαλόπουλο, Παρθενίου, Τσιμπιδάρο, Τσανακαλιώτη, Τηλέμαχο, Μόρφη, Μητρόπουλο, Γκίνο, Παπαγεωργίου, Ανθόπουλο.

Βλέπαμε το χέρι και το δάχτυλο να δείχνουν στους δήμιους πόσο μικρή είναι η δύναμή τους μπρος στο μεγαλείο όσων θυσιάζονται με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα μέχρι την τελευταία ώρα στο βωμό της ελευθερίας. Της δίκης μας ελευθερίας.

nikaia13-(3)


Η «Μικρή Μόσχα», η Κοκκινιά της προσφυγιάς του Πόντου και της Μικράς Ασίας παρέμεινε ελεύθερη, δεν παραδόθηκε ποτέ, παρά το ναζιστικό πλιάτσικο, τις δολοφονίες, τις εκτελέσεις, τα καμμένα προσφυγικά χαμόσπιτα, το Νταχάου, το Άουσβιτς, το Μπλόκο στη μάντρα της παλιού εργοστασίου ταπητουργίας στην Οσία Ξένη.

Το αντιφασιστικό και αντιναζιστικό φρόνημα παρέμεινε ψηλά και μεταλαμπαδεύτηκε από τις αιματοβαμμένες πλατείες, τη Δεξαμενή, το Καραβά, το Σχιστό, τα Αρμένικα, τις αλάνες μας. Ρίζωσαν στις γενιές που ήρθαν, άκουσαν, και είδαν το θυσιαστήριο, το σφαγείο του Μπλόκου να αχνίζει από το αίμα των προγόνων μας.

Το πλήρωμα του χρόνου άφησε κενό στη φυσική παρουσία όσων τα έζησαν. Οι απόγονοι της ελεύθερης αντιστασιακής γενιάς μεγαλώνοντας στις αλάνες και τους δρόμους της Κοκκινιάς εξακολουθούμε να υπάρχουμε με την ιστορική γνώση και την ιστορική μνήμη ζωντανή. Το ίδιο εγγόνια και δισέγγονα.

Αυτή η γνώση της ναζιστικής κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης, της Απελευθέρωσης, του πολιτικού «πριν και μετά», αποτελεί τον αναγκαίο πυρήνα για να κατανοήσουμε το μέγεθος και τα σημαινόμενα, χωρίς τις μυλόπετρες της λήθης του ιστορικού γίγνεσθαι.

Γνωρίζοντας ποιο παρελθόν έχεις κληρονομήσει, τι κουβαλά εντός του, μαθαίνεις πώς να αντιστέκεσαι σε κάθε μορφή εξουσίας, σε κάθε φασιστική νεοναζιστική εκδοχή που αφαιρεί τη λαϊκή κυριαρχία, αφαιρεί τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατασπαράζει λαϊκές ελευθερίες, υποδαυλίζει μίση και πάθη, στήνει κρεματόρια δολοφονίες, εκτελέσεις.

Η ιστορική μνήμη δεν χαρίζεται, δεν εκχωρείται, ούτε αποτελεί προϊόν προς δωρεά από κανέναν και σε κανέναν.

Οι νεκροί του Μπλόκου πάτησαν το χώμα της Κοκκινιάς λεύτεροι, ποτίζοντας με το αίμα τους το βλαστό της δικής μας λευτεριάς σε «τούτο το χώμα  που είναι δικό τους και δικό μας».

Το  χώμα που χάρισαν τις ζωές τους στο όνομα της λαοκρατίας ενάντια στη ναζιστική κατοχή και θηριωδία.

Η μήτρα της ηρωικής ιστορικής μνήμης που γέννησε «ήρωες άπαρτα βουνά» μαζί με «άπαρτες ψυχές» στις μάντρες της Κοκκινιάς, του Χαϊδαρίου, του Διστόμου, των Καλαβρύτων, της Καισαριανής, στο Κοντομάρι, στη Κάνδανο, στο  Κομμένο, στα Λιγκιάδια, στη Κλεισούρα, στο Χορτιάτη και τόσων άλλων.

Οι μάντρες στέκουν ακόμα ζωντανοί μάρτυρες του θανατικού με καρφωμένες πάνω τους ανοιχτές τις πληγές καθώς έσκαγαν οι σφαίρες των ναζιστών δολοφόνων και των συνεργατών τους.

Αυτές οι πληγές, αυτό το αίμα είναι η συγκολλητική ουσία του παρελθόντος ιστορικού χρόνου με τον σημερινό αποτελούμενη από δάκρυα, κορμιά, ψυχές, νεκρούς και ζωντανούς που χάσκουν με ορθάνοιχτα τα μάτια της Ιστορίας στα μνημεία των ηρώων της ναζιστικής θηριωδίας.

Διαβάζοντας κάποτε για την «κυρά Λένη της Κοκκινιάς, τη δική μας Εκάβη» το κείμενο έκλεινε με έναν διάλογο:
– Γιαγιά, μισείς τους Γερμανούς;
– Εκείνους που δίναν τις διαταγές ναι, όχι όλους, μα πιο πολύ μισώ, τους δικούς μας που πήγανε μαζί τους.

Αν ζούσε η κυρά Λένη σήμερα, θα έβαζε στόχο να μην αποτελέσει η νεοφασιστική κατάντια εμφάνισης της νεοναζιστικής χρυσαυγίτικης εγκληματικής οργάνωσης στη Κοκκινιά, το επίκτητο πολιτικό γνώρισμα νέων και παλιών ψηφοφόρων, σε μια ερμαφρόδιτη μετάλλαξη της δημοκρατίας, λόγο και αιτία αγιάτρευτης ανιστόρητης πληγής στο σώμα όλης της κοινωνίας πριν να είναι αργά για όλους μας.

Το ίδιο και το αυτό πρέπει να αντιληφθεί ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος, αν θέλει να υπάρχει σε μια ελεύθερη κοινωνία χωρίς αγκυλωτούς σταυρούς, χωρίς εκείνους που θα ξαναδίνουν διαταγές και χωρίς τους απογόνους των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας που κατέληξαν στα σημερινά δολοφονικά χρυσαυγίτικα τάγματα εφόδου.

Πηγή: tetartopress.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας