Στην τελική ευθεία βρίσκεται η διαπραγμάτευση για τους πλειστηριαμούς πρώτης κατοικίας και στο τέλος της εβδομάδας οι τράπεζες αναμένεται να στείλουν στην κυβέρνηση την πρόταση που θα διαμορφώσουν με βάση τις παραδοχές των δύο πλευρών κατά την πρόσφατη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου. Στη συνέχεια θα διαμορφωθεί η πρόταση που θα παρουσιάσει η κυβέρνηση στους “θεσμούς”.
Υπό το αυστηρό βλέμμα των εποπτικών αρχών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι τράπεζες έχουν κάνει σαφή την πρόθεση να προστατεύονται πολύ λιγότεροι δανειολήπτες οι οποίοι μέχρι σήμερα είχαν τη δυνατότητα να υπαχθούν στον νόμο Κατσέλη για την προστασία των ακινήτων τους από πλειστηριασμούς.
Οι τράπεζες εκβιάζουν, επισείοντας την απειλή απαίτησης νέας ανακεφαλαιοποίησης, ενώ στο κατάλληλο κλίμα έχει συμβάλλει με δηλώσεις του και ο Γιάννης Δραγασάκης.
Εντούτοις, η κυβέρνηση βρίσκεται πιεσμένη μεταξύ των θεσμικών πιστωτών, οι οποίοι συνδέουν ευθέως την πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με την επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα, και της επίγνωσης ότι δεν μπορεί να πάει στις εκλογές μετά από μια ακόμη μεγαλύτερη επίθεση στη λαϊκή στέγη.
Οι “θεσμοί” από την πλευρά τους ζητούν επιτακτικά ένα πιο αυστηρό πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας ως αναγκαίο κακό, στο πλαίσιο της διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία ανέρχονται σχεδόν στο ήμισυ του συνόλου των δανείων υπό την κατοχή των ελληνικών τραπεζών.
Ωστόσο, εν όψει και των ευρωεκλογών, τηρούν χαμηλούς τόνους γύρω από την Ελλάδα, η οποία κάνει τα πρώτα της βήματα εκτός προγράμματος, αν και στο συγκεκριμένο θέμα εμφανίζονται μέχρι στιγμής πιο αποφασιστικοί σε σχέση με προηγούμενα αντικείμενα της διαπραγμάτευσης, όπως οι συντάξεις και ο κατώτατος μισθός, που -σημειωτέον- εξελίχθηκαν παράλληλα με τις διεργασίες για την υπογραφή και επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πληροφορίες θέλουν το ανώτατο όριο προστασίας της πρώτης κατοικίας να διαμορφώνεται τελικά σαφώς υψηλότερα σε σχέση με τις αρχικές ενδείξεις, ακόμη και στις 200.000 ευρώ (από 280.000 που προβλέπει ο νόμος Κατσέλη και από 100-120.000 που επιθυμούν θεσμοί και τράπεζες). Ωστόσο, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που θα δικαιολογεί την ένταξη στο νέο καθεστώς προστασίας δεν θα ξεπερνά τις 20.000 ευρώ. Αυτό είναι και το κρίσιμο στοιχείο που θα κρίνει στην πράξη τον βαθμό προστασίας της πρώτης κατοικίας. Είναι χαρακτηριστικές οι εκτιμήσεις παραγόντων της διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τις οποίες, σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα στοιχεία της συμφωνίας όπως αυτή διαμορφώνεται μέχρι στιγμής, το νέο καθεστώς θα καλύπτει περίπου το 50% των δανειοληπτών που προστάτευε ο νόμος Κατσέλη, ακόμη και με την ένταξη επιπλέον κατηγοριών δανειοληπτών (βλ. επαγγελματικά δάνεια).
Με τον τρόπο αυτόν, μέχρι τις εκλογές, η κυβέρνηση θα είναι σε θέση να εστιάζει τη ρητορική της στα όρια της αντικειμενικής αξίας, υποβαθμίζοντας όσο είναι δυνατό τα υπόλοιπα σκέλη, που όμως στην πράξη καθορίζουν τον τελικό αριθμό των δανειοληπτών που θα έχουν το δικαίωμα ένταξης. Σε κάθε περίπτωση, οι πιέσεις για μια πιο επιθετική πολιτική στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων κλιμακώνονται και η τελική έκβαση των εξελίξεων αναμένεται μέσα στον Φεβρουάριο (27 Φεβρουαρίου η δεύτερη έκθεση αξιολόγησης της ενισχυμένης εποπτείας, 11 Μαρτίου η συνεδρίαση του Eurogroup για την επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα).