Ο ένας στους εργαζόμενους απασχολείται με μερική απασχόληση και μισθό κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ τέσσερις στους δέκα αμείβονται με μισθό κάτω κι απ’ το ισχνό επίδομα ανεργίας, των 360 ευρώ.
Αυτή είναι, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, η οδυνηρή πραγματικότητα, που καθιστά γελοίες και προκλητικές για τον κόσμο της εργασίας τις κυβερνητικές εξαγγελίες για αύξηση του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ και κατάργηση του υποκατώτατου των 511, των νέων έως 25 ετών.
Ο ένας στους τρεις μισθωτούς στην Ελλάδα απασχολείται, πλέον, με μερική απασχόληση και μισθό – βοήθημα κάτω από το όριο της φτώχειας. Μπροστά σε αυτή την οδυνηρή πραγματικότητα η κυβέρνηση μιλάει για αύξηση λίγων ευρώ στους μισθούς, τη στιγμή που με τις αλλεπάλληλες μειώσεις του αφορολογήτου που ψήφισε όλοι οι χαμηλόμισθοι στη χώρα μας θα χάσουν έναν ολόκληρο μισθό.
Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι έχει επέλθει πλήρης αποσύνθεση στην ελληνική αγορά εργασίας, όπου το 38% των εργαζομένων έχει αποδοχές χαμηλότερες από τον κατώτατο (3,39 ευρώ την ώρα ή 27,12 ευρώ την ημέρα) μισθό. Εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια το όριο της φτώχειας θα βρεθεί σε υψηλότερα επίπεδα, διότι εκτός από τη μείωση των εισοδημάτων δημιουργείται σταδιακά μια νέα κατηγορία, οι λεγόμενοι εργαζόμενοι – φτωχοί, άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι θα εργάζονται με ευέλικτη μορφή απασχόλησης και οι αμοιβές τους θα κυμαίνονται από 200 έως 300 ευρώ τον μήνα, δηλαδή κάτω από 4.150 ευρώ ετησίως, που είναι το όριο της φτώχειας σήμερα.
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής του Παντείου Σάββας Ρομπόλης, εκτός από την κατηγορία των φτωχών συνταξιούχων διευρύνεται και η κατηγορία των φτωχών εργαζομένων, η οποία αναφέρεται, κατά βάση, σε νέους εργαζομένους με κάθε μορφής ευέλικτη απασχόληση, με την έννοια ότι οι μηνιαίες αμοιβές τους δεν ξεπερνούν το όριο των 382 ευρώ της φτώχειας
Επισημαίνεται ότι από το 2015, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υπήρξε η απόλυτη ανατροπή, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά την κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης: οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές απασχόλησης έφτασαν το 55% έναντι 45% που αφορά τις προσλήψεις πλήρους απασχόλησης.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) οι αμοιβές των περίπου 2 εκατ. εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κυμαίνονται ως εξής: έως 250 ευρώ λαμβάνουν 220.000 εργαζόμενοι ή το 11%, από 251-500 ευρώ λαμβάνουν 290.000 εργαζόμενοι ή το 14,5%, από 501-750 ευρώ αμείβονται 400.000 εργαζόμενοι ή το 20%, από 751-1.000 ευρώ 300.000 εργαζόμενοι ή το 15%, από 1.001-1.500 ευρώ 412.000 μισθωτοί ή το 21%, από 1.501-2.000 ευρώ 168.000 ή το 8,5%, από 2.001-5.000 ευρώ 170.000 ή το 9% και άνω των 5.000 ευρώ 25.000 ή 1%.
Οι ασφαλισμένοι εργαζόμενοι με μισθό έως 600 ευρώ στο τέλος του 2017 ήταν 673.000 ή 34%, το 2014 ήταν 530.000 ή 31,5% και το 2009 ήταν 239.000 ή 14%. Συμπερασματικά, κατά το ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ, τα τελευταία χρόνια τριπλασιάστηκαν οι χαμηλόμισθοι, αφού οι «καλές δουλειές» αναπληρώθηκαν με θέσεις χαμηλών αποδοχών μεταξύ 600 και 800 ευρώ. Τέλος, σύμφωνα με τη Eurostat, επισημαίνεται ότι ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα με αναγωγή στο δωδεκάμηνο εκτιμάται σήμερα στα 929 ευρώ μικτά.
Δημόσιοι Υπάλληλοι: Έχασαν το 40% του εισοδήματός τους
Για «δραματική συρρίκνωση» του εισοδήματος των δημοσίων υπαλλήλων, που είδαν στα χρόνια των Μνημονίων μισθούς και συντάξεις να μειώνονται ακόμα και κατά 40%, κάνει λόγο η ΑΔΕΔΥ. Μιλάει και για «καθεστώς αβεβαιότητας» στο οποίο παραμένουν 75.000 εργαζόμενοι με ευέλικτες μορφές απασχόλησης στο Δημόσιο, καθώς και για 90.000 δημοσίους υπαλλήλους που είναι σε «αναμμένα κάρβουνα», καθώς περιμένουν τις αλλαγές στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΔΕΔΥ που παρουσιάστηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της 83ης ΔΕΘ:
Οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν χάσει σχεδόν το 40% των μισθών τους από το 2010 μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρονται η περικοπή του 13ου και 14ου μισθού, το νέο μισθολόγιο με χαμηλότερα κατά 200 ευρώ ανά κατηγορία καταληκτικό μισθό, το πάγωμα της ωρίμασης για τη διετία 2016 – 2017, το ψαλίδισμα των επιδομάτων.
Σε 40% υπολογίζεται και η μείωση που έχουν υποστεί οι συνταξιούχοι. Ο νόμος Κατρούγκαλου μετατρέπει τις συντάξεις σε βοηθήματα και τους ασφαλισμένους παρίες της κοινωνίας και ζητιάνους μετά από 40 χρόνια εργασίας αναφέρει η ΑΔΕΔΥ.
Όπως σημειώνει, η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια με κατάργηση ώριμων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, οι μειώσεις συντάξεων για τους νέους ασφαλισμένους έως και 35%, ο επανυπολογισμός των παλαιών συντάξεων και «η σταδιακή ισοπέδωση με τις νέες», αρχής γενομένης από το 2019, η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, η μείωση των επικουρικών συντάξεων και η περαιτέρω μείωση του εφάπαξ, «είναι μόνο μερικά από τα δεινά που έφερε ο Ν.4387/2016».
Η πολιτική της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζουν εδώ και χρόνια όλες οι κυβερνήσεις σε συνεργασία με τους δανειστές οδήγησε στη βύθιση του ΑΕΠ κατά 25%, στην έκρηξη της ανεργίας στο 30%, στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, στην υποβάθμιση και ανατροπή των εργασιακών κατακτήσεων και δικαιωμάτων.
Στα χρόνια των μνημονιακών παρεμβάσεων, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο μειώθηκαν κατά 125.000. Αποτέλεσμα ήταν η υποστελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών, ειδικά στους ευαίσθητους τομείς υγείας, παιδείας, κοινωνικής μέριμνας, ΟΤΑ και πολιτισμού.
Κατά την ΑΔΕΔΥ, η κάλυψη στους κρίσιμους τομείς του Δημοσίου σε ανθρώπινο δυναμικό δεν υπερβαίνει το 70% των οργανικών θέσεων των μνημονιακών οργανογραμμάτων. «Η υποστελέχωση των υπηρεσιών έχει ως αποτέλεσμα να εντείνονται περαιτέρω οι κοινωνικές ανισότητες και να μπαίνουν εμπόδια στην πρόσβαση, την ποιότητα και επάρκεια κρίσιμων κοινωνικών αγαθών όπως η υγεία, η παιδεία, η σύνταξη, το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι».
Οι ελαστικές μορφές απασχόλησης επεκτείνονται ραγδαία και στο Δημόσιο, «υποβαθμίζοντας περαιτέρω τα εργασιακά δικαιώματα, δημιουργώντας μια νέα γενιά συμβασιούχων χωρίς ασφάλεια, ποιότητα δουλειάς και στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα. Η πολιτική ομηρεία και η κομματική χειραγώγηση είναι ο απώτερος στόχος αυτών των εμβαλωματικών πολιτικών». Ενδεικτικά να αναφερθεί πως πάνω από 75.000 εργαζόμενοι στο Δημόσιο απασχολούνται με ευέλικτες μορφές εργασίας.
Σε εκκρεμότητα παραμένει το πόρισμα για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, με αποτέλεσμα πάνω από 90.000 εργαζόμενοι στο Δημόσιο να είναι σε «ομηρία».
Η προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, αλλά και περιουσιακών στοιχείων όταν αποδεδειγμένα υπάρχει αδυναμία αποπληρωμής, είναι αναγκαία με νομοθετική ρύθμιση κι επέκταση της εφαρμογής του νόμου Κατσέλη.