Η κοινωνική υπόβαση του ιστορικού αστικού διπολισμού
Σ’ ολόκληρη την περίοδο των μεταπολιτευτικών δεκαετιών, (αλλά και προηγούμενα στην περίοδο 1950 – 67), κυριάρχησε ο πολιτικός δικομματισμός και διπολισμός ο οποίος εν πολλοίς έκφραζε την υπαρκτή κοινωνική πόλωση ανάμεσα στο μπλοκ των αστικών δυνάμεων και στον συνασπισμό των λαϊκών τάξεων. Μια ταξική πόλωση υπαρκτή και ισχυρή, ανεξάρτητα από τις μορφές που έπαιρνε η εκλογική εκπροσώπηση των εργαζομένων στρωμάτων του πληθυσμού. Από τη μια πλευρά το στρατόπεδο των συντηρητικών και ακροδεξιών δυνάμεων, ακραιφνής εκφραστής, υποστηρικτής της καπιταλιστικής ανάπτυξης και καταστολής της εργατικής τάξης, και από την άλλη πλευρά το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που επεδίωκε κοινωνικές αλλαγές, μεταρρυθμιστικού ως επί το πλείστον χαρακτήρα. Η μεγάλη διαφορά που προέκυψε ήταν οι εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 που άλλαξαν τους συσχετισμούς στο μπλοκ των δυνάμεων της «αλλαγής», με τον καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ και την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Η παράταξη της ΝΔ εκφράζει την αρραγή κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στην ελληνική αστική τάξη (σχεδόν στο σύνολό της), και στο μεγαλύτερο μέρος των ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων, των οποίων ο ρόλος είναι νευραλγικός στην λειτουργία και αναπαραγωγή των καπιταλιστικών ταξικών δομών της ΝΔ. Πρόκειται για στρώματα που αντιπροσωπεύουν την εκλογική και κοινωνική βάση του αστικού συνασπισμού, στο μέτρο που η αστική τάξη από μόνη της δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει την απαραίτητη απήχηση και ισχύ. Από τη μια πλευρά το τμήμα των παραδοσιακών μικροαστικών τάξεων της εκτελεστικής / χειρωνακτικής εργασίας (αγρότες, μικροεπαγγελματίες, έμποροι κλπ.), και από την άλλη πλευρά οι μικροαστικές τάξεις της διανοητικής εργασίας, μισθωτής ή ελευθερο-επαγγελματικής γιατροί , δικηγόροι, δικαστές, στελέχη επιχειρήσεων, μηχανικοί, διοικητικοί υπάλληλοι του αστικού κρατικού μηχανισμού, σώματα ασφαλείας κλπ., που εξασφαλίζουν τις τεχνοκρατικές και διανοητικές λειτουργίες αναπαραγωγής του αστικού καθεστώτος, οι ισχυροί πυλώνες της κυριαρχίας των «από πάνω». Μόνον ένα μικρό τμήμα της μισθωτής εκτελεστικής εργασίας (=εργατικής τάξης) εντάσσεται σ’ αυτή την συμμαχία του αστικού μπλοκ δυνάμεων, αλλά και γενικότερα «λούμπεν», θρησκόληπτα και εθνικιστικά κλπ. στοιχεία που απαρτίζουν το σώμα του ακροδεξιού εκλογικού ακροατηρίου.
Από την άλλη πλευρά η κύρια μορφή εκλογικής εκπροσώπησης των «δημοκρατικών , προοδευτικών» φορέων (βασικά ΠΑΣΟΚ προηγούμενα και ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια), είχε να κάνει με την μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης, αλλά και μικρότερες μερίδες των παλιών ή νέων μικροαστικών τάξεων, της νεολαίας , των συνταξιούχων κ.ά. Η θεμελιώδης διαφορά βέβαια ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο φορείς ήταν ότι η σοσιαλδημοκρατία είχε οργανικούς δεσμούς με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο κάλυπτε σημαντικά τμήματα της μισθωτής εργασίας, ενώ απεναντίας ο λαϊκός ριζοσπαστισμός του ΣΥΡΙΖΑ (τουλάχιστον μέχρι τη μνημονιακή του μετάλλαξη) είχε απλά και μόνον εκλογικό χαρακτήρα, χωρίς σοβαρή κοινωνική συνδικαλιστική υπόσταση. Το γεγονός της ιστορικής χρεοκοπίας του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 δεν οφείλεται προφανώς μόνον στον εκλογικό χαρακτήρα των σχέσεών του με την εργατική τάξη, αλλά και στο γεγονός της μικροαστικής υποκειμενικής φύσης των μηχανισμών του, που επεκράτησαν από το καλοκαίρι του 2012 και μετά, πράγμα που οδήγησε τις στοιχειώδεις λαϊκές επιδιώξεις που είχαν επενδυθεί σ’ αυτόν σε ακύρωση, εφόσον ο μικροαστισμός είναι η πλέον αποτελεσματική θεραπαινίδα της αστικής πολιτικής, και εν προκειμένω της συνέχισης, νομιμοποίησης και σταθεροποίησης των τριών μνημονιών. Σε τελική ανάλυση δεν επρόκειτο για έναν μηχανισμό «προδοτών, αποστατών», αλλά για μια συμπαγή μάζα μικροαστών τεχνοκρατών που ανέλαβε να πραγματώσει το «πολιτικό όνειρο» της ζωής της : Τον εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας, εν μέσω της κρίσης υπερσυσσώρευσης και των καταναγκασμών του χρέους.
Διαφοροποιήσεις στην εκπροσώπηση των λαϊκών δυνάμεων
Αν έτσι έχουν τα πράγματα μέχρι εδώ, πώς τίθεται σήμερα το ζήτημα της διάταξης των κοινωνικών δυνάμεων εν όψει των προσεχών βουλευτικών εκλογών που προσεγγίζουν ; Το αστικό μπλοκ δυνάμεων επιδιώκει την πλέον κερδοφόρα δυνατή ανάπτυξη του επιχειρηματικού κεφαλαίου, με την διατήρηση όλου του οκταετούς μνημονιακού status (που είναι και η απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτή την ανάπτυξη). Αυτό καθιστά την πολιτική της ΝΔ εξολοκλήρου αποκρουστική στις λαϊκές τάξεις εφόσον ευαγγελίζεται την καθήλωση των μισθών, την ένταση των απολύσεων, την μεταβίβαση των φορολογικών βαρών σχεδόν εξολοκλήρου στη μισθωτή εργασία, την ακόμη παραπέρα μείωση των συντάξεων κλπ. Η προσφυγή στον εθνικισμό και σε ακροδεξιές προσεγγίσεις, εντείνει αυτή την αποκρουστικότητα, αδυνατώτας να λειτουργήσει συσπειρωτικά για ευρύτερα στρώματα λαϊκού χαρακτήρα. Παραμένει έτσι εκφραστής αποκλειστικά της συμμαχίας αστικής τάξης – μικροαστικών στρωμάτων, χωρίς την εξασφάλιση της συναίνεσης του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Άλλωστε, μια τέτοια κυβερνητική πολιτική επόμενο είναι να προκαλεί συνεχή αποσταθεροποίηση, εφόσον προφανώς δεν μπορεί με την καταστολή και μόνον να επιτύχει την συναίνεση, στο μέτρο που θα προκαλέσει ισχυρές λαϊκές αντιδράσεις, που ο ΣΥΡΙΖΑ, με εντελώς διαφορετικό τρόπο έχει αποφύγει. Στην κοινωνική συμμαχία του αστικού καθεστώτος δεν μπορούν να χωρέσουν εκφράσεις του λαϊκού παράγοντα, που θα επιδιώκεται να απονεκρωθούν.
Αν η συντηρητική παράταξη της ΝΔ εμφανίζει αυτό τον περίκλειστο, ακροδεξιό και μετωπικό νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα, που της διασφαλίζουν μια στασιμότητα, διαφορετικά είναι τα πράγματα με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αντικειμενικά αντιμετωπίζει μιαν ορισμένη αποψίλωση της εκλογικής του επιρροής, που ωστόσο δεν φτάνει σε καμία περίπτωση το φαινόμενο της «πασοκοποίησης» (από το 44% του 2009 στο σημερινό 6-7 %). Ένα μέρος των εργατικών δυνάμεων της εκλογικής του δύναμης έχει αποστασιοποιηθεί εξ αιτίας της μνημονιακής του μετάλλαξης και της ακύρωσης εφαρμογής των στοιχειωδών σοσιαλδημοκρατικών του επαγγελιών του 2014 – 15. Από την άλλη πλευρά όμως, ένα σημαντικό μέρος αυτών των δυνάμεων παραμένει στη σφαίρα επιρροής του, τόσο εξ αιτίας της απώθησης που του προκαλεί η βαρβαρότητα των εξαγγελιών της ΝΔ, όσο και εξ αιτίας των πρόσφατων αναφορών του στην αποκατάσταση του κατώτατου μισθού του 2012, της ενδεχόμενης αποτροπής περικοπής της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, καθώς και της σχετικής ελάφρυνσης των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών που επέβαλε στις μικροαστικές τάξεις με τις διατάξεις του τρίτου μνημονίου. Αυτό βέβαια στο μέτρο που κατορθώσει με τρόπο συγκεκριμένο και υλικό να πραγματοποιήσει αυτές τις αλλαγές την τελευταία στιγμή, όχι ως στοιχεία μιας πολιτικής ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά προσπάθειας συγκράτησης ενός τμήματος του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Προκύπτει άρα μια σαφής μεν αποδυνάμωση της εκλογικής ισχύος του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία όμως παρόλα αυτά του εξασφαλίζει μια αξιόλογη παρουσία στην επόμενη περίοδο. Αλλά και αντίστοιχα, το τμήμα των λαϊκών τάξεων που έχει πάρει τις αποστάσεις του από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να προσανατολίζεται προς τις άλλες μικρότερες δυνάμεις της Αριστεράς, λόγω της κίνησής τους σε εντελώς ασύμπτωτες μεταξύ τους τροχιές καθώς και της κινηματικής άπνοιας που έχει χαρακτηρίσει την τελευταία τριετία της διακυβέρνησής του. Στο σκηνικό της αστικής διπολικότητας η Αριστερά και το εργατικό κίνημα, εάν συνεχισθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκονται, δύσκολα μπορούν να διεμβολίσουν τον αστικό δικομματισμό.
Αντιπαλότητα μεταξύ λαϊκού συνασπισμού και αστικού μπλοκ
Έτσι, οι δυνάμεις του αστικού διπολισμού (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ), από κοινού με συμπληρωματικές πολιτικές δυνάμεις (Χρυσή Αυγή και Κίνημα Αλλαγής), εκφράζουν εκλογικά το σύνολο της αστικής τάξης και των διαφόρων μερίδων της, την μεγάλη πλειονότητα των μικροαστικών τάξεων (της διανοητικής και εκτελεστικής εργασίας), καθώς και σημαντικά τμήματα της μισθωτής εργασίας, τόσο στον δημόσιο τομέα (που καλύπτονται από την μονιμότητα της εργασίας κλπ.) όσο και στον ιδιωτικό τομέα της μεγάλης καπιταλιστικής παραγωγής (όπου καταγράφεται μια ορισμένη σταθερότητα απασχόλησης και αμοιβές της εργασίας πάνω από τα κατώτατα όρια αποδοχών). Πρόκειται για εκπροσωπήσεις που αντικειμενικά εκφράζουν ένα σημαντικό διαταξικό τμήμα των κοινωνικών δυνάμεων, που διασφαλίζουν μια πλειοψηφία νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας.
Προφανέστατα, μ’ αυτά τα δεδομένα δεν ισχύει η δυνατότητα «αντιμονοπωλιακής» συσπείρωσης και συμμαχίας της μεγάλης «πλειοψηφίας του λαού», που περιλαμβάνει όλα τα μη-μονοπωλιακά λαϊκά στρώματα, φτάνοντας σε ποσοστά κοινωνικής εκπροσώπησης του 90%. Αυτή η αντίληψη, προσφιλής στον χώρο του ΚΚΕ και άλλων αριστερών δυνάμεων, συνεχίζει να χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος της ελληνικής Αριστεράς, που συνεχίζει να επιδιώκει μια τέτοιου είδους «αντιμονοπωλιακή» συμπαράταξη των κοινωνικών δυνάμεων με όρους διαταξικότητας (μισθωτοί από κοινού με μικρομεσαία στρώματα, δημόσιοι υπάλληλοι με ανέργους, εργατική τάξη με μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλπ.). Απεναντίας στην σημερινή περίοδο της παρατεταμένης εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών, δεν υφίστανται ταξικοί δεσμοί μεταξύ όλων αυτών των διαστρωματώσεων, και το ζήτημα δεν είναι η αντίθεση «λαού» και «μονοπωλίων», αλλά αντιπαράθεσης των δυνάμεων του λαϊκού συνασπισμού με τις δυνάμεις και μορφές της αστικής ταξικής κυριαρχίας.
Σ’ αυτή τη σφαίρα ανήκουν άμεσα ο άνεργος κόσμος και ιδιαίτερα αυτός της παρατεταμένης ανεργίας. – Τα πολυπληθή λαϊκά στρώματα του δημόσιου τομέα που απασχολούνται με όρους μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου. – Το μεγάλο εκείνο τμήμα της μισθωτής εργασίας που περιδινίζεται στο πεδίο των νέων μορφών ελαστικής απασχόλησης και των νέων εργασιακών σχέσεων. – Τμήματα των αυτοαπασχολουμένων μικροαστικών στρωμάτων που έχουν καταστραφεί ολοσχερώς μέσα στην κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, μεγάλες μερίδες της νεολαίας, απόφοιτοι τω πανεπιστημίων και κατά μείζονα λόγο των ΤΕΙ που βρίσκονται χωρίς επαγγελματικό αντικείμενο και προοπτική. – Η μεγάλη πλειονότητα της μισθωτής εκτελεστικής εργασίας που έχει ωθηθεί στα επίπεδα απασχόλησης που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, και τα οποία έχουν διευρυνθεί στην περίοδο της δεκαετούς καπιταλιστικής κρίσης. – Χαμηλοσυνταξιούχοι των οποίων το ποσοστό όλο και διογκώνεται λόγω των συνεχών περικοπών των συντάξεων.
Αυτά τα κοινωνικά στρώματα των σύγχρονων «απόκληρων» είναι που μπορούν να συγκροτήσουν κοινωνικά τον πυρήνα του λαϊκού συνασπισμού, σε αντιπαράθεση με τις ταξικές δυνάμεις του ευρύτερου αστικού – μικροαστικού μπλοκ του ελληνικού καπιταλισμού, και χρειάζεται να βρίσκονται στο επίκεντρο της παρέμβασης της Αριστεράς, τουλάχιστον για μια περίοδο αντιπολιτευτικής συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Ένα τέτοιο μπλοκ δυνάμεων είναι περισσότερο από όνειδος να χαρακτηρίζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ως «αδύναμοι», τη στιγμή που είναι στυγνά εκμεταλλευόμενοι και πληρώνουν βαρύ φόρο για την ανασύνταξη της κερδοφορίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Σε μια ενωτική κοινωνική και πολιτική μετωπική του έκφραση είναι το μπλοκ που μπορεί να εισδύσει στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, να τροποποιήσει τα δεδομένα, να ξεπεράσει τις γραμμές αντιπαράθεσης (ήπιος σοσιαλφιλελευθερισμός, μετωπικός συντηρητισμός, νεοναζιστική απειλή), και να τροποποιήσει τους πολιτικούς συσχετισμούς. Πρόκειται άρα για ένα «κενό» κοινωνικής εκπροσώπησης και πολιτικής έκφρασης που εναπόκειται στην Αριστερά να υλοποιήσει και να καλύψει..