Γερμανία: Οικονομική ευελιξία ίσως-Χαλάρωση ποτέ

654
μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας

Ευελιξία” ίσως – “Χαλάρωση” ποτέ. Αυτό θα μπορούσε να είναι το κεντρικό σύνθημα του νέου κυβερνητικού συνασπισμού που συμφωνήθηκε να συγκροτηθεί στη Γερμανία, σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική στην ευρωζώνη. Ενός συνασπισμού που από αρκετές απόψεις καλείται να επιτύχει τον τετραγωνισμό του κύκλου.

Στην (τρικομματική για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες) νέα κυβέρνηση υπό τον Όλαφ Σολτς, οι μεν Σοσιαλδημοκράτες του αυριανού καγκελαρίου και οι Πράσινοι εταίροι τους είχαν δεσμευθεί προεκλογικά για επεκτατικές πολιτικές, όμως οι Φιλελεύθεροι του Κρίστιαν Λίντνερ κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση. Και σε μία επίδειξη διαπραγματευτικής πυγμής, ο Λίντνερ είχε ξεκαθαρίσει όλο το προηγούμενο διάστημα των συνομιλιών μεταξύ των κομμάτων, ότι δεν ενδιαφερόταν να συμμετάσχει στον υπό διαμόρφωση συνασπισμό, αν το κόμμα του και ο ίδιος προσωπικά δεν εξασφάλιζαν το υπουργείο Οικονομικών.

Βαθύτερα διλήμματα

Αλλά τα γερμανικά διλήμματα είναι βαθύτερα και δεν αφορούν απλώς και μόνο το κομματικό παιχνίδι. Η ηγέτιδα δύναμη της ευρωζώνης έχει τόσο παραμελήσει τις ψηφιακές και άλλες υποδομές της, για χάρη της λογικής των “μηδενικών ελλειμμάτων”, που κινδυνεύει να χάσει το “τρένο” της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, η οποία αναζωπυρώνει τον διεθνή ανταγωνισμό. Επιπλέον η κυριαρχία των μεγάλων βιομηχανιών στην οικονομία της δημιουργεί ένα πλαίσιο δυσμενές για τις start ups, από τις οποίες κυρίως θα κριθεί η πλανητική “κούρσα” της καινοτομίας στο όχι μακρινό μέλλον. Παράλληλα, η όξυνση των ανισοτήτων διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό, με αποτελέσματα εμφανή και σε ό,τι αφορά την πολιτική ευστάθεια. Ο κατακερματισμός του πολιτικού σκηνικού, που κατέστησε αναγκαία και την δημιουργία τρικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας, και η εμπέδωση σε αυτό δυνάμεων λίγο πολύ αντισυστημικών, όπως η “Εναλλακτική για τη Γερμανία”, αποτελεί χαρακτηριστικό δείκτη.

Εξού και οι αντιφατικές επιδιώξεις που προέβαλλαν το προηγούμενο διάστημα τα διαπραγματευόμενα κόμματα. Μολονότι ο Όλαφ Σολτς ως υπουργός Οικονομικών της τελευταίας κυβέρνησης Μέρκελ προσωποποιεί τη “συνέχεια”, αιτήματα της αριστερής πτέρυγας του κόμματός του, όπως η αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου κατά 25% στα 12 ευρώ και η λήψη μέτρων αποφόρτισης της αγοράς στέγης δεν μπορούσαν παρά να περιληφθούν στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Από την άλλη πλευρά οι Πράσινοι πίεζαν για αποφασιστικά μέτρα στην ενεργειακή μετάβαση και οι Φιλελεύθεροι για μείωση φόρων.

Τα μηνύματα στους εταίρους

Όμως από την άλλη πλευρά, η Γερμανία δεν μπορεί να διακυβεύσει ό,τι θεωρεί ως συγκριτικές επιτυχίες της στην παρελθούσα δεκαετία της οικονομικής κρίσης. Πρωτίστως, δεν μπορεί να συγκατατεθεί σε κινήσεις που διά της διολισθήσεως θα οδηγήσουν σε μετατροπή της ευρωζώνης σε “μεταβιβαστική ένωση”.

Πόσω μάλλον που έχει επιβάλει στον εαυτό της ένα συνταγματοποιημένο “φρένο χρέους”, για την άρση του οποίου είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί η απαιτούμενη αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Περισσότερη γενναιοδωρία προς τους “εκτός” απ’ ό,τι ισχύει “εντός”, δεν είναι νοητή.

Εξού και το πρώτο μήνυμα που κομίζει το 178σέλιδο “μανιφέστο” της κυβέρνησης Σολτς προς τους Ευρωπαίους εταίρους είναι ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχει αποδείξει την “ευελιξία” του – και άρα δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησής του επί της ουσίας. Επισήμανση, η οποία, διόλου τυχαία, συγχρονίζεται με τις τελευταίες συστάσεις της Κομισιόν προς την Ιταλία, την κατεξοχήν πηγή ανησυχίας στην ευρωζώνη για ενδεχόμενο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, παρά τον μεταρρυθμιστικό ζήλο της κυβέρνησης Ντράγκι.

Ακόμη σημαντικότερο είναι το δεύτερο μήνυμα, ότι δηλαδή το πανδημικό Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί, όπως το Βερολίνο τόνιζε εξαρχής, “προσωρινό εργαλείο” για μιαν “έκτακτη συνθήκη”, και όχι προάγγελο του ευρωομολόγου, όπως θα φαντάζονταν οι θιασώτες του. (Οι θερμότεροι υποστηρικτές εντός Γερμανίας, δηλ. οι Πράσινοι προσγειώθηκαν ήδη στον “ρεαλισμό” και δεν πίεσαν για το ζήτημα, ενώ έχασαν και το στοίχημα για απεξάρτηση από τον άνθρακα μέχρι το 2030.)

Διόλου τυχαία και πάλι, πριν καν συγκροτηθεί η νέα γερμανική κυβέρνηση, η Γαλλία και η Ιταλία παραμέρισαν τις διαφορές τους, διαμορφώνοντας έναν νέο “άξονα”, με την υπογραφή την εβδομάδα αυτή του διμερούς “Συμφώνου του Κυρηναλίου” (που παραπέμπει στην ιστορική γαλλογερμανική “Συμφωνία των Ηλυσίων” του 1963).

“Δημιουργική κοπτοραπτική” και πιθανές δικαστικές μάχες

Σε κάθε περίπτωση, ο “τετραγωνισμός του κύκλου” προβλέπει, με βάση την κυβερνητική προγραμματική συμφωνία, το άπλωμα στον χρόνο των αποπληρωμών των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και την χρησιμοποίηση “δημιουργικών” μεθόδων για την παράκαμψη του “φρένου χρέους” σε ό,τι αφορά το επενδυτικό blitz που υπόσχεται ο νέος συνασπισμός. Λόγου χάρη θα ενθαρρυνθεί ο δανεισμός από μέρους δημόσιων επιχειρήσεων που δεν εντάσσονται στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό και τους περιορισμούς του, καθώς και από την κρατική επενδυτική τράπεζα KfW. Ήδη η κτηματική εταιρεία του γερμανικού δημοσίου “προικοδοτείται” για τον σκοπό αυτό με τα μη χρησιμοποιούμενα ακίνητα των σιδηροδρόμων και άλλων κοινωφελών υπηρεσιών.

Το ότι με διετή αναστολή του φρένου χρέους επιτράπηκε ο δανεισμός 240 δισ. ευρώ για τις ανάγκες της πανδημίας, εκ των οποίων έχουν διατεθεί 180 δισ., δημιουργεί ένα “μαξιλάρι” δυνάμει χρήσιμο για τη χρηματοδότηση των κυβερνητικών σχεδίων. Ωστόσο, είναι πολύ συζητήσιμο αν αυτή η αλλαγή προορισμού των κονδυλίων είναι νομικά επιτρεπτή και η κυβέρνηση Σολτς ενδέχεται σύντομα να συναντήσει στον δρόμο της το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης.

Σε κάθε περίπτωση, οι λεπτομέρειες της κατανομής των δαπανών πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο καθημερινής ενδοκυβερνητικής διαπάλης. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς πόσο προσφιλής είναι στον Λίντνερ η επιδότηση του ντίζελ, που κοστίζει 10 δισ. ευρώ ετησίως στον προϋπολογισμό και την οποία οι Πράσινοι θα ήθελαν να δουν να τερματίζεται.

Το (γεω)πολιτικό στοίχημα

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν στην υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος θα κυριαρχήσει ένα στοιχείο μικροπολιτικής “κοπτοραπτικής” ή αν η πολιτεία της κυβέρνησης Σολτς θα γεννήσει κάτι περισσότερο από το άθροισμα των θέσεων τριών διαφορετικών κομμάτων, με πραγματική μεταρρυθμιστική δυναμική. Οι νέοι εταίροι είναι πάντως “καταδικασμένοι” να συνεργασθούν δημιουργικά, καθώς πολιτικά η σύμπραξή τους νοείται ως μακροπρόθεσμο στοίχημα. Άλλωστε η βαθιά μετεκλογική κρίση της αντιπολιτευόμενης πλέον Χριστιανοδημοκρατίας καθιστά τα όποια εναλλακτικά σενάρια μη ρεαλιστικά προς το παρόν.

Ενδέχεται, πάντως, το βαθύτερο αποτύπωμα της κυβέρνησης Σολτς να φανεί στον τομέα εκείνο που λιγότερο από οποιονδήποτε άλλον απασχόλησε φέτος της γερμανική δημόσια συζήτηση, ήτοι την εξωτερική πολιτική. Με τους νέους καθοριστικούς παίκτες, δηλ. τους Φιλελεύθερους και Πράσινους, να είναι περισσότερο αυστηροί απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα από ό,τι παραδοσιακά η Σοσιαλδημοκρατία και η Χριστιανοδημοκρατία, και με την ενεργειακή μετάβαση να μπαίνει αποφασιστικά στην ατζέντα, ο ατλαντισμός γνωρίζει νέα πνοή και οι σχέσεις της Γερμανίας με τους εξ ανατολών ενεργειακούς τροφοδότες και εμπορικούς εταίρους της προορίζεται να μεταβληθεί.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας