Στις 18 Οκτωβρίου 1979, πριν ακριβώς από σαράντα χρόνια, ο Οδυσσέας Ελύτης τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας για την ποίησή του.
Το σκεπτικό της βράβευσης ήταν πολύ εύγλωττο: «Η ποίηση του Ελύτη, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα». Στις 10 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου, παραλαμβάνοντάς το από τα χέρια του βασιλιά Γουστάβου.
Μόλις δεκαέξι χρόνια νωρίτερα, το 1963, το Νόμπελ Λογοτεχνίας είχε αποσπάσει ο Γιώργος Σεφέρης, ενώ για το Νόμπελ του 1979 συνυποψήφιος του Ελύτη ήταν ο Γιάννης Ρίτσος. Όταν το βραβείο περιήλθε στον Ελύτη, ο Ρίτσος έσπευσε να δηλώσει: «Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στον μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι μια τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μια τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ».
Aπονομή Νόμπελ στον Ελύτη
Αν στους «Προσανατολισμούς» και στον «Ήλιο τον Πρώτο» (1943) το πάνω χέρι κρατούν με εξαιρετική σταθερότητα η μαγεία της φύσης, οι ασυγκράτητες χαρές του έρωτα, το μεθύσι των αισθήσεων και η ορμή των αισθημάτων, στο «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1945), στην «Καλοσύνη στις Λυκοποριές» (1947) και, πάνω απ’ όλα, στο «Άξιον Εστί» (1960), που έπαιξε μεγάλο ρόλο για την κριτική επιτροπή του Νόμπελ, ο ιστορικός ορυμαγδός του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του ελληνικού Εμφυλίου εισβάλλει στον ποιητικό του χρόνο και καταλαμβάνει, έστω και με τη μορφή γενικού περιγράμματος, ένα μεγάλο μέρος του λόγου του. Από τις «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό» (1960) μέχρι το «Φωτόδεντρο και τη δέκατη τέταρτη ομορφιά» (1971) ή το «Μονόγραμμα» (1972), η Ιστορία μοιάζει να έχει εγκατασταθεί για τα καλά στην καλλιτεχνική συνείδηση του Ελύτη.
Τελειώνοντας την ομιλία του για τη βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία, ο Ελύτης είπε στη Στοκχόλμη τον Δεκέμβριο του 1979: «Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκόσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους αρχαίους και μια άλλη από τους μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.