Οι κυρώσεις με οικονομικό αντικείμενο έχουν κόστος βαρύ, αλλά εντέλει διαχειρίσιμο. Όμως οι οιονεί κυρώσεις στο πεδίο των συμβόλων και των εθνικών αφηγημάτων δικαιολογούν πραγματικό συναγερμό. Αυτή δείχνει να είναι η αντίδραση της Άγκυρας μπροστά στην πληροφορία, αρχικά δημοσιευμένη στους New York Times και κατόπιν επιβεβαιωμένη από τον ισχυρό γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν σκοπεύει με το μήνυμά του για την σημερινή ημέρα μνήμης της Σφαγής των Αρμενίων να προχωρήσει σε επίσημη αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας ως τέτοιας.
Εξού και σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, η τουρκική διπλωματία επιδίωκε μέχρι και την τελευταία στιγμή χθες να επιτύχει μια συνδιάλεξη του Αμερικανού προέδρου με τον Τούρκο ομόλογό του, Ταγίπ Ερντογάν, τον οποίο πολύ χαρακτηριστικά έχει αποφύγει να συμπεριλάβει στους ξένους ηγέτες με τους οποίους είχε έως τώρα τηλεφωνική επικοινωνία κατά τους τρεις μήνες της παρουσίας του στον Λευκό Οίκο.
Άγνωστο παραμένει μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές, αν η εν λόγω πρωτοβουλία είχε ευοδωθεί, όπως αδιευκρίνιστο παραμένει το ακριβές περιεχόμενο των όσων θα πει σήμερα ο Τζο Μπάιντεν. Και μόνο η χρήση της λέξης “γενοκτονία” είναι αρκετή για να επισύρει τη μήνιν της γείτονος, όμως η φρασεολογία των προεδρικών ανακοινώσεων δεν ταυτίζεται με την επίσημη αναγνώριση από το αμερικανικό κράτος των γεγονότων του 1915 ως γενοκτονίας – γεγονός που εκτός από ιστορικό βάρος θα είχε και νομικές επιπτώσεις, ανοίγοντας τον δρόμο για να εγερθούν εις βάρος της Τουρκίας διεκδικήσεις επανορθώσεων από απογόνους των θυμάτων ή αρμενικούς φορείς.
“Βήμα χωρίς επιστροφή”;
Σε κάθε περίπτωση το βήμα προς την ενδεχόμενη αναγνώριση της γενοκτονίας είναι αρκούντως προετοιμασμένο από σχετικές αποφάσεις τόσο της ομοσπονδιακής Γερουσίας όσο και της Βουλής των Αντιπροσώπων, ενώ το “φρένο” μέχρι τώρα πατούσε παγίως η εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ, έχοντας κατά νου τις επιπτώσεις που θα είχε μια τέτοια κίνηση στη συμμαχική σχέση με την Τουρκία και αρκούμενη απλώς να επισείει τη “δαμόκλειο σπάθη” για διαπραγματευτικούς σκοπούς.
Όμως οι καιροί του business as usual έχουν τελειώσει στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις, ιδίως μετά την εκλογή του Τζο Μπάιντεν. Στο φόντο της νεοψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης που ξεδιπλώνεται με τη Ρωσία και την Κίνα, η Ουάσινγκτον απαιτεί ευθυγράμμιση των συμμάχων της, εντείνοντας τις πιέσεις προς όσους, όπως η Γερμανία ή η Τουρκία, διασπούν τη συνοχή του ατλαντικού στρατοπέδου, εξασφαλίζοντας στον εαυτό τους την ελευθερία να διατηρούν με τη Μόσχα επωφελείς ενεργειακές (βλ. τον αγωγό NordStream2) ή εξοπλιστικές (τρανό παράδειμα οι S-400) συνέργειες.
Ειδικά απέναντι στη γείτονα, η αμερικανική πολιτική προβάλλει εντονότερα τόσο το “μαστίγιο” όσο όμως και το “καρότο”, ενθαρρύνοντας (όπως δείχνει και η πρόταση να φιλοξενηθεί από την Τουρκία η διάσκεψη για το Αφγανιστάν) την ανάληψη αναβαθμισμένου τουρκικού ρόλου στην Κεντρική Ασία, υπό τύπον πλαγιοκόπησης της Ρωσίας και της Κίνας, μέσω του προσεταιρισμού των τουρκομουσουλμανικών πληθυσμών της περιοχής. Αλλά και το φαραωνικό σχέδιο του Ερντογάν για δημιουργία διώρυγας παράκαμψης του Βοσπόρου, με παράλληλη ακύρωση της Διεθνούς Σύμβασης του Μοντρέ (1936) για τα Στενά, μόνο τους ατλαντικούς σχεδιασμούς στρατιωτικοποίησης της Μαύρης Θάλασσας μπορεί να ευνοεί, στον βαθμό που θα αίρει τους ισχύοντες περιορισμούς πρόσβασης των πολεμικών πλοίων μη παρευξείνιων χωρών.
Με αυτή την έννοια, δικαιούται κανείς να επιφυλάσσεται μέχρι την τελευταία στιγμή για το αν ο Μπάιντεν θα πραγματοποιήσει το “βήμα χωρίς επιστροφή” της επίσημης αναγνώρισης της Αρμενικής Γενοκτονίας, οι κλυδωνισμοί της οποίας θα είναι ασφαλώς μεγαλύτεροι από τις “ποινές” που μέχρι τώρα έχουν υιοθετηθεί με αφορμή την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, την προμήθεια των S-400 (που ήδη οδήγησε σε οριστικό αποκλεισμό της Τουρκίας από την συμπαραγωγή των μαχητικών F-35) ή τις εκκρεμείς περιπέτειες της Halkbank στο αμερικανικό δικαστικό σύστημα.
Από την άλλη, πάντως, το παράδειγμα της Γαλλίας η οποία αναγνώρισε την Αρμενική Γενοκτονία το 2001 και μία δεκαετία αργότερα ποινικοποίησε και την άρνησή της, δείχνει ότι οι όποιες τουρκικές αντιδράσεις δεν μπορούν να φτάσουν μέχρι τη διάρρηξη των (ανθηρών) εμπορικών σχέσεων – ακόμη και των πολιτικών, τις οποίες, ως γνωστόν, τους τελευταίους μήνες ο Ερντογάν επιχειρεί να αποκαταστήσει μετά τις περσινές εντάσεις στην ανατολική Μεσόγειο.
Ποιο το κίνητρο
Για την κυβέρνηση Μπάιντεν, πάντως, μια σαφέστερη (εν συγκρίσει προς των προκατόχων της) τοποθέτηση στο αρμενικό ζήτημα θα αποτελούσε ηχηρή επιβεβαίωση των διακηρύξεών της ότι σκοπεύει να φέρει τα ανθρώπινα δικαιώματα στο επίκεντρο της εξωτερικής της πολιτικής, όπως άλλωστε ταιριάζει με την επιχειρούμενη “συσπείρωση των δημοκρατιών” απέναντι στους “ευρασιατικούς αυταρχισμούς”. Ταυτόχρονα θα έδινε περισσότερη αξιοπιστία στις αιτιάσεις που διατυπώνει η Δύση για την παρούσα υποβάθμιση των ελευθεριών στην Τουρκία του Ερντογάν.
Όμως για την Τουρκία το ζήτημα είναι υπαρξιακό: αφορά από τη μία το “ένοχο μυστικό” της βίαιης συγκρότησής της σε εθνικό κράτος (εξού και η απροθυμία αναγνώρισης των εγκλημάτων που διέπραξαν οι Νεότουρκοι πριν από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας) και από την άλλη άπτεται του τρόπου με τον οποίο “μοχλεύει” τη σχέση της με βορειοαμερικανική υπερδύναμη, πράγμα που εξηγεί γιατί το ζήτημα δεν ανακύπτει λ.χ. στις σχέσεις με τη Ρωσία που έχει επισήμως αναγνωρίσει την Αρμενική Γενοκτονία προ πολλού.
Ο αντίκτυπος στο εσωτερικό
Μολονότι μια αμερικανική αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας θα αποξένωνε συνολικά τη γείτονα και όχι μόνο τους κυβερνώντες (αφού δεν υπάρχει πολιτική δύναμη, πλην του διωκόμενου φιλοκουρδικού κόμματος HDP που θα ευνοεί μια περισσότερο διαφανή σχέση με τα τραύματα του ιστορικού παρελθόντος), γεγονός παραμένει ότι θα αποτελέσει βαριά προσωπική ήττα του Ραγίπ Ερντογάν, όσο και αν του δώσει την ευκαιρία να πλειοδοτήσει σε κηρύγματα “αγέρωχης στάσης απέναντι στην εθνική περικύκλωση”.
Συμβαίνει μάλιστα η ακροβασία του στη διεθνή σκηνή να τον έχει αφήσει αυτή τη στιγμή χωρίς άλλα ερείσματα εκτός συνόρων, καθώς η σχέση με την Ε.Ε. καρκινοβατεί, ενώ η Ρωσία του απευθύνει αυστηρές προειδοποιήσεις να σταματήσει τις εξαγωγές drones προς την Ουκρανία (τις οποίες χαρακτηριστικά συνοδεύει με ακύρωση, υπό υγιειονομικό πρόσχημα, των πτήσεων Ρώσων τουριστών στην Τουρκία).
Εξού, και ο υπεύθυνος επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας Φαχρετίν Αλτούν δηλώνει ότι την Τουρκία δεν την αφορούν “πατροναριστικές και τυραννικές αποφάσεις ξένων κυβερνήσεων και κοινοβουλίων επί αμφιλεγόμενων ιστορικών ζητημάτων” αλλά “η καρδιά των παιδιών αυτής της χώρας από το παρελθόν μέχρι το παρόν”. Κοινώς, ο μεγαλύτερος αγώνας δίνεται για εσωτερική κατανάλωση.