«Ποιο είναι το νόημα των πυρηνικών όπλων αν δεν μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε;» Το ερώτημα αυτό δεν διατυπώθηκε σε κάποιο τηλεοπτικό ριάλιτι που είναι γνωστό ότι κανείς από τους πρωταγωνιστές του δεν διεκδικεί την πρώτη θέση σε τεστ ευφυίας.
Απευθύνθηκε από τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ σε ειδικό της εξωτερικής πολιτικής. Για να μη μείνει δε καμιά αμφιβολία για την ακρίβεια του περιστατικού, το επικαλείται η Νίνα Τάνενβαλντ, αρθρογράφος του τελευταίου τεύχους του αμερικανικού περιοδικού Foreign Affairs, συγγραφέας και διευθύντρια του Προγράμματος Διεθνών Σχέσεων μεγάλου αμερικανικού πανεπιστημίου! Συνεχίζει δε με τα εξής στο άρθρο της στο αμερικανικό κορυφαίο περιοδικό για θέματα εξωτερικής πολιτικής που έφτασε σε όλους του ηλεκτρονικούς συνδρομητές του στις 18 Οκτωβρίου, μόλις δηλαδή δύο μέρες πριν ο Τραμπ εξαγγείλει την έξοδο των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά μέσου βεληνεκούς: «Για πρώτη φορά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η πιθανότητα ένας Αμερικανός πρόεδρος να σκέφτεται πραγματικά τη χρήση πυρηνικών έχει γίνει μια τρομακτικά πραγματική προοπτική»! Το βασικό της δε συμπέρασμα, που υπογραμμίζει ότι η απόφαση του Τραμπ ούτε εν θερμώ λήφθηκε, ούτε εύκολα αναστρέψιμη είναι, συμπυκνώνεται στο εξής: «Από την αυγή της πυρηνικής εποχής, ο κόσμος έχει σταδιακά αναπτύξει μια συναίνεση ότι τα πυρηνικά όπλα είναι τόσο καταστροφικά και απεχθή που θα ήταν απαράδεκτο να χρησιμοποιηθούν. Είναι μια έννοια που συχνά περιγράφεται ως “το πυρηνικό ταμπού”. Αλλά οι κανόνες και οι θεσμοί της πυρηνικής ανάσχεσης αναδιπλώνονται. Οι συμφωνίες για τον έλεγχο των όπλων καταργούνται. Η συνεργασία αντικαθίσταται από την μονομέρεια. Η συγκράτηση αντικαθίσταται από την υπερβολή. Τώρα περισσότερο από ποτέ, η ανθρωπότητα διακινδυνεύει να αντιμετωπίσει ένα μέλλον όπου το πυρηνικό ταμπού, ένα κανόνας που κατακτήθηκε δύσκολα και κάνει τον κόσμο ασφαλές μέρος, είναι σε υποχώρηση»! Να σημειωθεί τέλος, ότι το Foreign Affairs δεν το εκδίδει το φιλειρηνικό κίνημα ων ΗΠΑ…
Η ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου ότι οι ΗΠΑ θα αποσυρθούν από την συμφωνία για τα πυρηνικά μεσαίου βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty – INF), προκάλεσε ένα πλανητικό κύμα αποδοκιμασιών. Η συμφωνία που υπογράφτηκε 1987 από τους τότε ηγέτες των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, Ρόναλντ Ρέιγκαν και Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, επικυρώθηκε από το Κογκρέσο το 1988 και απαγορεύει την ανάπτυξη, παραγωγή και εγκατάσταση πυρηνικών όπλων μέσου βεληνεκούς (από 500 ως 5.500 χλμ.). Η συμβολή της στην ειρήνη αυτή την 30ετία συμπυκνώνεται στην απόσυρση και καταστροφή 3.000 πυραύλων με πυρηνικές κεφαλές!
Εναντίον της αμερικανικής πρωτοβουλίας στράφηκε η εκπρόσωπος της Φεντερίκα Μογκερίνι, επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, που χαρακτήρισε τη συμφωνία «έναν από τους θεμέλιους λίθους της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας». Κριτική επίσης άσκησε ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν που δήλωσε ότι η κατάργηση της διμερούς συμφωνίας θα πλήξει την ευρωπαϊκή ασφάλεια και τη στρατηγική σταθερότητα, όπως και ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χάικο Μάας, που δήλωσε ότι θα χρησιμοποιήσουν όλα τα διπλωματικά μέσα για να αποτρέψουν την κατάργηση της συμφωνίας. Κριτική στην απόφαση του Τραμπ άσκησαν επίσης η Κίνα και η Ρωσία που χαρακτήρισαν λάθος κι επικίνδυνη την απόφαση του Λευκού Οίκου. Αντιδράσεις σημειώθηκαν ακόμη κι από το εσωτερικό των ΗΠΑ! Το πρώην μέλος του Κογκρέσου, που προέρχεται μάλιστα από τους Ρεπουμπλικάνους, Ρον Πολ, επικεφαλής του ομώνυμου Ινστιτούτου για την Ειρήνη και την Ευημερία δήλωσε στο δίκτυο Russia Today ότι είναι μια απόφαση που δεν ενισχύει την ασφάλεια των ΗΠΑ. «Έχουμε αρκετά όπλα όχι μόνο για να αυτοκαταστραφούμε αλλά και για να καταστρέψουμε τον κόσμο πάνω από δέκα φορές και δε χρειάζεται να ανησυχούμε ότι δεν έχουμε αρκετά όπλα», ήταν το σχόλιο του, αναφερόμενος φυσικά στα 15.000 πυρηνικά όπλα που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, σε υψηλή μάλιστα ετοιμότητα.
Η απόφαση του Τραμπ κλείνει την αυλαία σε μια εποχή που έκανε το ντεμπούτο της με τον αδικαιολόγητο βομβαρδισμό από τον Τρούμαν της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι το 1945 και στη διάρκεια της οποίας μπορεί η μια χώρα μετά την άλλη να αποκτούσαν όπλα και ντε φάκτο να έμπαιναν στο ολιγομελές πυρηνικό κλαμπ (βλ. Ισραήλ), παρόλα αυτά όλοι όμνυαν στον πυρηνικό αφοπλισμό. Οι περισσότεροι τουλάχιστον γιατί δεν έλειπαν και ηχηρές αντιδράσεις, όπως για παράδειγμα η παραίτηση του υπουργού Άμυνας και του αναπληρωτή του, Γουάινμπεργκερ και Περλ, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την υπογραφή από τον Ρέιγκαν της συμφωνίας που τώρα καταργεί ο Τραμπ. Τελευταία και κορυφαία στιγμή αυτής της περιόδου ήταν η εξαγγελία από τον Μπαράκ Ομπάμα στις 5 Απριλίου 2009 ενώπιον ενός πολυπληθούς ακροατηρίου στην Πράγα «ενός κόσμου χωρίς πυρηνικά όπλα». Ήταν μια δήλωση που ενώ δεν συνοδεύτηκε από κανένα πρακτικό μέτρο, αντίθετα οι ΗΠΑ όπως και τα άλλα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ υπονόμευσαν μια σχετικά καμπάνια των Ηνωμένων Εθνών, εν τούτοις εξασφάλισε στον πρώτο μαύρο πρόεδρο της παγκόσμιας υπερδύναμης βραβείο Νομπέλ Ειρήνης.
Η ανακοίνωση του Τραμπ έκλεισε εκείνη την περίοδο που κυριαρχούσαν τα ευχολόγια και μια σχετική συγκράτηση του πυρηνικού ανταγωνισμού μεταξύ πρώτα και κύρια ΗΠΑ και Ρωσίας που έχουν στα οπλοστάσιά τους το 90% των πυρηνικών, κι ανοίγει μια νέα περίοδο, που θα χαρακτηριστεί από την επέκταση του ανταγωνισμού στο πεδίο των πυρηνικών όπλων και τη χρήση τους στα πεδία των μαχών. Το είχε θέσει πολύ ωμά ο Τραμπ τις πρώτες ημέρες που εξελέγη, όταν ρωτήθηκε κατά πόσο έχει την πρόθεση να αυξήσει το πυρηνικό οπλοστάσιο. Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: «Ας γίνει μια κούρσα εξοπλισμών. Θα τους ξεπεράσουμε όλους σε κάθε τομέα και θα επιβιώσουμε έναντι όλων!» Ο Τραμπ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να μεταφέρει την τακτική με την οποία οι ΗΠΑ αν δε γονάτισαν, τουλάχιστον όξυναν στο έπακρο τις αντιφάσεις της Σοβιετικής Ένωσης, μέχρι τη διάλυσή της. «Αν αυτή η τακτική πέτυχε τότε γιατί να πετύχει και τώρα», σκέφτεται πιθανότατα ο Τραμπ και οι σύμβουλοί του, που αποφάσισαν να την υιοθετήσουν (παρότι ακόμη και για τις ΗΠΑ στοίχισε ένα μυθικό ποσό από 5 ως 10 τρισ. δολ. το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί σε δραστηριότητες με μεγαλύτερη κοινωνική ωφέλεια) εναντίον όχι μόνο της Ρωσίας, την οποία κατηγορούν ότι παραβιάζει τη συνθήκη, αλλά και της Κίνας, ακόμη και των Ευρωπαίων. Πολύ περισσότερο όταν ξέρουν ότι οι Ευρωπαίοι, λόγω της μικρής απόστασης (σε σχέση με τις ΗΠΑ) που τους χωρίζει από τη Ρωσία θα είναι τα πρώτα θύματα ενός αμερικανο-ρωσικού πυρηνικού πολέμου. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στο οικονομικό κόστος…
Οι κίνδυνοι που εγκυμονούνται για τη Ρωσία από την κατάργηση της συμφωνίας για τα πυρηνικά μέσου βεληνεκούς υπογραμμίζονται αν πάρουμε επίσης υπ’ όψη μας την επιμονή των ΗΠΑ να πραγματοποιούν όλο και συχνότερα στρατιωτικά γυμνάσια όλο και πιο κοντά στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, αξιοποιώντας τα αντιρωσικά συναισθήματα των λαών της Βαλτική, της Πολωνίας κι άλλων χωρών. Φαίνεται έτσι ότι οι αμερικανικές καταγγελίες για παραβίαση της συμφωνίας εκ μέρους της Ρωσίας, με αφορμή ένα σύστημα ρωσικών πυραύλων 9Μ729 δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η αφορμή για να καταργηθεί κάθε είδους περιορισμός και ρύθμιση στους πυρηνικούς εξοπλισμούς.
Τέλος, υπό το φως της πρόσφατης απόφασης του Τραμπ για τη ρωσο-αμερικανική συμφωνία INF είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί και η έξοδος των ΗΠΑ πάλι με απόφαση του Τραμπ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, που είχε υπογράψει ο Ομπάμα το 2015. Δεν αποκλείεται πίσω από τις καταγγελίες, για μια ακόμη φορά της Ουάσιγκτον, ότι η Τεχεράνη παραβιάζει τη συμφωνία να κρύβεται η προσπάθεια των ΗΠΑ να οδηγήσουν τον πυρηνικό ανταγωνισμό στα άκρα σπρώχνοντας στο τερέν της μικρά και μεγάλα κράτη, νομιμοποιώντας έτσι το δικό της πυρηνικό πρόγραμμα, που θα της επιτρέψει την επικράτηση έναντι των ανταγωνιστών της.
Πηγή: Εφημερίδα Νέα Σελίδα, Κυριακή 28/10/2018