Παιδί αριστοκρατικής οικογενείας του Μιλάνου, ο Λουκίνο Βισκόντι γεννιέται στις 2 Νοεμβρίου του 1906. Νεαρός ήδη, ανακαλύπτει τη μουσική και το θέατρο. Η γνωριμία του με τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν Ρενουάρ στο Παρίσι, το 1935, η δημοκρατική πνοή του Λαϊκού Μετώπου, που κάνει την εμφάνισή του, οι ταινίες, που, λίγο αργότερα, είδε στην Ιταλία, των Σοβιετικών Πουντόβκιν και Αϊζενστάιν, και η απαγόρευση από τη φασιστική λογοκρισία να πραγματοποιήσει την πρώτη του κινηματογραφική δουλειά, καθόρισαν τη μετέπειτα ιδεολογική του στράτευση στην υπόθεση του κομμουνισμού και της επανάστασης.
Το 1941, με ένα κείμενό του στο περιοδικό «cinema», με τίτλο «Τα πτώματα στο νεκροταφείο», στηλίτευσε το καθεστώς, κατακρίνοντας δριμύτατα και τους «πνευματικούς» υπηρέτες του…
Με την ταινία «Ossessione», μεταφορά του μυθιστορήματος του Τζέιμς Κέιν «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» (1942), ο Βισκόντι εγκαινιάζει τη γέννηση και την πορεία του ιταλικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου και επιδρά στην εξέλιξη της κινηματογραφικής τέχνης, σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρά την αντίδραση της κατεστημένης κριτικής, που οδήγησε αργότερα στην καταστροφή του αρνητικού, η ταινία είχε πλατιά απήχηση.
Τρία χρόνια μετά, γυρίζει, με χρήματα του ΚΚΙ, την ταινία «Η γη τρέμει» (επεισόδιο της θάλασσας), ένα οδοιπορικό στο φτωχό σικελικό νότο και το πρώτο και το τελευταίο επεισόδιο μιας τριλογίας που δεν ολοκλήρωσε. Με την ταινία «Μπελίσιμα» (1951), ο σκηνοθέτης επιχειρεί να καταδείξει την απατηλότητα των μικροαστικών ονείρων μιας μάνας, που ονειρεύεται την κόρη της «πρωταγωνίστρια» του κινηματογράφου: Ενα δυναμικό σχόλιο για τις αυταπάτες και μια θερμή εικονογράφηση των λαϊκών συνοικιών της Ρώμης, με την Αννα Μανιάνι στο ρόλο της μητέρας.
«Οι λευκές νύχτες» (1957) του Ντοστογιέφσκι, δοσμένες με την οπτική του Βισκόντι σε μια σύγχρονη ιταλική εκδοχή, αποτελούν μια δυναμική υπογράμμιση για τη μοναξιά σε έναν κόσμο συμβολισμών και ποίησης. Με την ταινία «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του» (1960), προβάλλει την αντίθεση Βορρά – Νότου και το δράμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Με μια δραματουργία σχεδόν θεατρικής τεκμηρίωσης, επιστρέφει στο ρεαλισμό των πρώτων του ταινιών, ολοκληρώνοντας, έτσι, τον πρώτο κύκλο της κινηματογραφικής του περιπέτειας (Ειδικό Βραβείο στην 21η Μόστρα της Βενετίας).