Eρευνα της Tourism Generis κάνει λόγο για ένα αρκετά δύσκολο και απαιτητικό 2020 στον κλάδο του τουρισμού.
Μικρό καλάθι κρατούν όσοι επαγγελματίες δραστηριοποιούνται στον τουριστικό κλάδο αφού, όπως λένε, τα πράγματα θα κυλήσουν στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, με ελαφρά πτώση της τουριστικής κίνησης να σημειώνεται σε αρκετά μέρη της Ελλάδας. Την ίδια ώρα, έκθεση της Tourism Generis επισημαίνει ότι το μέλλον του ελληνικού τουριστικού προϊόντος προβλέπεται δυσοίωνο, κάνοντας λόγο για ένα αρκετά δύσκολο και απαιτητικό 2020.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Tourism Generis, Γιώργο Δρακόπουλο, οι παράγοντες της αγοράς γνώριζαν από τις αρχές της τρέχουσας χρονιάς ότι θα υπήρχε μείωση, όταν ανακοινώθηκε ο προγραμματισμός των διαθέσιμων αεροπορικών θέσεων. Ο ίδιος δηλώνει επιφυλακτικός, καθώς στην πράξη έχει αποδειχθεί πως όποτε η τουριστική κίνηση ακολούθησε την κατιούσα, η πτώση δεν περιορίστηκε μόνο σε ένα έτος.
Εξηγεί ότι στις ώριμες τουριστικές οικονομίες οι φάσεις ανάπτυξης επηρεάζονται σε βάθος χρόνου από μια σειρά παραγόντων, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη ή μη μακροχρόνιου σχεδίου ανάπτυξης, η τιμολογιακή πολιτική ή καλύτερα στρατηγική κατεύθυνση value for money, αλλά και οι πολιτικές των tour operators (Tos).
Οι ΤΟs συνηθίζουν να «φορτίζουν» έναν προορισμό για μερικές συνεχείς τουριστικές περιόδους. Έτσι δημιουργούν την αίσθηση μιας διαρκώς αυξανόμενης ζήτησης που ωθεί τους παραγωγούς τουριστικών υπηρεσιών να μεγαλώνουν τη προσφορά τους.
Ο κ. Δρακόπουλος υπενθυμίζει πως στην Ελλάδα από τις 716.000 ξενοδοχειακές κλίνες το 2008 φθάσαμε στις 836.000 το 2018, χωρίς στο νούμερο αυτό να συμπεριλαμβάνονται ενοικιαζόμενα δωμάτια και κατοικίες που ακολουθούν τη λογική της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
«Είναι πάγια πολιτική των TOs να λένε ξαφνικά: “Φέτος δεν τραβάει ο συγκεκριμένος προορισμός, δεν μπορούμε να πουλήσουμε -με αυτές τις τιμές- , κάντε καμιά προσφορά” και είτε αγοράζουν φθηνότερα, είτε να επιλέγουν άλλους προορισμούς», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο λόγος πάντως που η άνοδος των αφίξεων δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση στα τουριστικά έσοδα έχει να κάνει, κυρίως, με το ότι είμαστε ένας ώριμος προορισμός. Από τη στιγμή που χρειαζόμαστε κατανάλωση, πέφτουμε αναγκαστικά στην παγίδα του μαζικού τουρισμού, ο οποίος εστιάζει στη φθηνότερη τιμή και όχι απαραίτητα στην ποιότητα.
Βέβαια κάτι τέτοιο συνιστά παγκόσμια τάση και δεν πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα, υπό την έννοια ότι οι επιχειρήσεις εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά τους και οι προορισμοί την αειφορία τους. Άλλωστε, όπως λέει και ο κ. Δρακόπουλος, ο τουρισμός από προνόμιο των λίγων έγινε δικαίωμα όλων.
«Κρίνοντας από τα επίπεδα των μέσων εισοδημάτων των κατοίκων των χωρών από τις οποίες αντλούμε την πελατεία μας, αντιλαμβανόμαστε ότι θα έπρεπε να είμαστε ευχαριστημένοι. Η τάση υστέρησης των εσόδων έναντι των αφίξεων ενισχύεται και από τη βραχυχρόνια μίσθωση, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι οι προσιτές τιμές», αναφέρει, διευκρινίζοντας πως από τη στιγμή που το προφίλ του σύγχρονου ταξιδιώτη διαμορφώνεται από τη διασταυρούμενη τμηματοποίηση οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών μεταβλητών, όσο αυτές αλλάζουν θα αλλάζει και ο καταναλωτής-τουρίστας.
Μπορεί η Ελλάδα να γυρίσει το παιχνίδι;
Οι υψηλές θερμοκρασίες που σημειώνονται στη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη σε συνδυασμό με την άνοδο της Τουρκίας, η οποία είναι σε θέση να προσφέρει ένα πιο οικονομικά ελκυστικό προϊόν, πλήττουν την Ελλάδα. Πώς μπορεί η χώρα μας να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της;
«Πρέπει να αποφασίσουμε τι είδους ανταγωνιστικότητα θέλουμε», απαντά ο κ. Δρακόπουλος. «Αν θέλουμε να μας προτιμούν επειδή είμαστε φθηνότεροι, τότε θα πρέπει να ρίξουμε τις τιμές, αλλά παράλληλα να σταματήσουμε την γκρίνια και τη μοιρολατρία περί χαμηλών αποδόσεων και χαμηλής κατά κεφαλήν δαπάνης. Αν πάλι αναγνωρίζουμε τον τουρισμό ως βασικό πυλώνα ανάπτυξης της οικονομίας μας, τότε επιβάλλεται να επιλέξουμε τον ανταγωνισμό σε επίπεδο ποιότητας».
Σχολιάζοντας το εγχώριο τουριστικό προϊόν, ο πρόεδρος της Tourism Generis παραδέχεται ότι υπάρχουν αρκετές επιχειρήσεις που βρίσκονται υψηλά στην παγκόσμια κατάταξη από άποψη παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, η χωρική συγκέντρωση δραστηριοτήτων, η εποχικότητα, οι χαμηλές τιμές, η αναποτελεσματική διοίκηση, η εύθραυστη χρηματοοικονομική κατάσταση ουκ ολίγων τουριστικών επιχειρήσεων και η ελλιπής διασύνδεση με άλλους τομείς/κλάδους της ελληνικής οικονομίας που δρουν υποστηρικτικά στη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης του τουριστικού προϊόντος δημιουργούν αναχώματα και εμποδίζουν την ανάπτυξη.
«Η σημερινή ηγεσία ξεκινά με ένα πλεονέκτημα: Η κοινωνία έχει ήδη αντιληφθεί και αποδεχθεί τη σημασία του τουρισμού και έχει έρθει η ώρα να το κεφαλαιοποιήσει. Εξακολουθώ να υποστηρίζω, στο πλαίσιο μιας τουριστικής πολιτικής διεύρυνσης του χαρτοφυλακίου των αγορών μας και μείωσης της εξάρτησης του τουρισμού μας από τους μεγάλους tour operators της Ευρώπης, ότι επιβάλλεται να εστιάσουμε στην Κίνα».
Καταλήγει, λέγοντας πως για να αποκτήσουμε υπολογίσιμο μερίδιο αγοράς στην Ασία απαιτείται μακροπρόθεσμο σχέδιο, επιθετικό μάρκετινγκ, υπομονή και κυρίως επιμονή.
*Βασική πηγή: Η ΡΟΔΙΑΚΗ – Μαρία Ακριβού