Το θέμα είναι κάποιος να τον βγάλει έξω
Η απλή διαπίστωση του προβλήματος προφανώς δεν αποτελεί λύση του
Παραδέχτηκε, για άλλη μια φορά, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ότι υπάρχει πρόβλημα ακρίβειας στη χώρα, λέγοντας μάλιστα εμφατικά ότι είναι ο «ελέφαντας στο δωμάτιο».
Έσπευσε, όμως, να σημειώσει ότι δεν αποτελεί λύση η μείωση της έμμεσης -κοινωνικά άδικης- φορολογίας σε ορισμένα βασικά προϊόντα, κυρίως γιατί αυτό θα ανέτρεπε τον σχεδιασμό για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Μόνο που αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με την κατάσταση της οικονομίας όλο το τελευταίο διάστημα.
Το πρόβλημα που συγκεφαλαιώνεται στο ότι τα δημοσιονομικά της χώρας βελτιώνονται, ρυθμοί ανάπτυξης καταγράφονται, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αναβαθμίζουν την προοπτική της χώρας, όμως την ίδια στιγμή οι πολίτες αισθάνονται ότι τα φέρνουν όλο και πιο δύσκολα, ότι η όποια αύξηση στις ονομαστικές αποδοχές τους δεν επαρκεί για να καλύψει την αύξηση του πραγματικού κόστους ζωής, ότι το μέλλον μοιάζει όλο και λιγότερο ευοίωνο.
Προφανώς αυτό δεν έχει να κάνει απλώς με την υψηλή έμμεση φορολογία σε κρίσιμα προϊόντα, ούτε μόνο με τους εξαιρετικά υψηλούς ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Έχει να κάνει με μια αγορά που παραμένει σε μεγάλο βαθμό μονοπωλιακά οργανωμένη, με μια αντίληψη για την επιχειρηματική κερδοφορία που καταλήγει να τροφοδοτεί έναν «πληθωρισμό απληστίας», με το γεγονός ότι αρχίζουμε και αντιμετωπίζουμε σημάδια μιας στεγαστικής κρίσης.
Όμως, το γεγονός ότι το φαινόμενο της ακρίβειας είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων δεν αναιρεί ότι παραμένει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα που κάνει τη ζωή δύσκολη για τα λαϊκά στρώματα και τη μεσαία τάξη και γι’ αυτόν τον λόγο αποτελεί ίσως τη βασική «υπόγεια δυναμική» για την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών.
Πάνω από όλα, το επίμονο πρόβλημα της ακρίβειας δεν μπορεί να είναι κάτι που απλώς το διαπιστώνουμε. Ούτε μπορούμε να το προσπεράσουμε, ή, ακόμη χειρότερα, να κάνουμε σαν να μην υπάρχει, στο όνομα του υποτίθεται ανώτερου στόχου της δημοσιονομικής σταθερότητας ή της «ανάπτυξης» (εννοούμενης αποκλειστικά και μόνο ως ποσοτικής αύξησης του ΑΕΠ).
Αφενός, γιατί προφανώς και δεν υπάρχει ανώτερος στόχος από αυτόν της πραγματικής ευημερίας των πολιτών και της δίκαιης κατανομής του παραγόμενου πλούτου.
Αφετέρου, γιατί η πεποίθηση ότι αρκεί η ανάπτυξη για να βελτιωθεί αυτόματα και η θέση της μεσαίας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων πολύ απλά δεν έχει επιβεβαιωθεί, με αποτέλεσμα να βλέπουμε συχνά «τους αριθμούς να ευημερούν και τους ανθρώπους να δυστυχoύν».
Και αυτά υπογραμμίζουν μια αλήθεια που συχνά την ξεχνάμε: ότι η οικονομία δεν διαθέτει κάποιους «αυτόματους» μηχανισμούς για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων. Αντιθέτως, εάν αφήσεις την οικονομία απλώς και μόνο στη δική της δυναμική, τα προβλήματα μπορεί και να επιδεινωθούν. Εάν κανείς θέλει να αντιμετωπίσει προβλήματα όπως είναι η ακρίβεια και η κρίση κόστους ζωής που αντιμετωπίζουν τα λαϊκά στρώματα, θα πρέπει να σκεφτεί πολιτικά και όχι απλώς «οικονομικά» και άρα να προχωρήσει σε πολιτικές παρεμβάσεις και όχι απλώς να αφήσει τις «δυνάμεις της αγοράς» ελεύθερες.
Και αυτό σημαίνει ότι εάν πρόκειται να αντιμετωπιστεί η ακρίβεια θα χρειαστούν πολιτικές αποφάσεις και πολιτικές παρεμβάσεις: που θα αποκαταστήσουν την ορθή λειτουργία κάποιων αγορών, θα βάλουν φραγμό σε μια επιδίωξη κερδοφορίας που τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, θα αντιμετωπίσει με κοινωνικά και όχι αγοραία κριτήρια την τιμολόγηση κρίσιμων προϊόντων και υπηρεσιών και βεβαίως θα βάλει τη βελτίωση της θέσης των πολιτών πάνω από δείκτες όπως τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Γι’ αυτόν τον λόγο και ο πρωθυπουργός δεν πρόκειται να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται απλώς και μόνο με την αναγνώριση της ύπαρξης του προβλήματος. Θα κριθεί από το εάν και σε ποιο βαθμό θα σκεφτεί πολιτικά και από ποια συγκεκριμένα μέτρα θα πάρει για να ανακοπεί το κύμα ακρίβειας. Και θα κριθεί με την αυστηρότητα που αναλογεί σε ένα ζήτημα πραγματικά ζωτικό για την κοινωνική πλειοψηφία.