Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν απευθύνθηκε προχθές μέσω τηλεδιάσκεψης στο συνέδριο του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ρωσικού Λαού που πραγματοποιείται στο Σότσι. Πρόκειται για θεσμό ο οποίος ιδρύθηκε το 1993 με πρωτοβουλία της Ρωσικής Εκκλησίας και συγκεντρώνει εκπροσώπους του πολιτικού, επιχειρηματικού και ακαδημαϊκού, καθώς και διαφορετικών θρησκευτικών κοινοτήτων υπό τη σημαία του ρωσικού πατριωτισμού.
Η εκτενής ομιλία Πούτιν υπήρξε σημαντική, διότι δίνει μια συμπυκνωμένη εικόνα της ρωσικής κρατικής ιδεολογίας, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Συνδυάζει ετερόκλητα ιδεολογικά στοιχεία, γνωστά και από παλαιότερες τοποθετήσεις του ενοίκου του Κρεμλίνου, αλλά σε περισσότερο απαρτιωμένη μορφή, με το βλέμμα στραμμένο πρωτίστως στις εσωτερικές προκλήσεις και δευτερευόντως στις διεθνείς προτεραιότητες της σημερινής Ρωσίας.
Ο “κυριαρχισμός” που κατεξοχήν διαπνέει τη σκέψη του Πούτιν έρχεται έτσι εδώ να συναντηθεί με την αντιαποικιακή ρητορική που υιοθέτησε η Μόσχα, προφανώς προς χρήση του πλανητικού Νότου, από το περασμένο φθινόπωρο, ενώ σαφής είναι η προσπάθεια να απαντηθούν τα περί “αποαποικιοποίησης της Ρωσίας” (ήτοι απόσχισης των μειονοτήτων της), τα οποία έχουν αρχίσει να γίνονται δημοφιλή εσχάτως σε πολιτικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους της Δύσης.
Το στοίχημα για τον Πούτιν είναι πώς να εμφανίσει μια αυτοκρατορία του Βορρά, για την κληρονομιά της οποίας είναι τόσο περήφανος, ως φυσικό σύμμαχο των λαών που αγωνίσθηκαν κατά της ξενικής κυριαρχίας και ακόμη αναμετρώνται με τα παρεπόμενα της δυτικής ηγεμονίας. Προς τα μέσα δε, ο Ρώσος πρόεδρος καλείται να αποδείξει ότι η πρωτοκαθεδρία της ρωσικής εθνότητας είναι ευεργετική και για όλες τις άλλες που συμπεριλαμβάνει η πολυεθνοτική ομοσπονδία.
Η κατά Πούτιν απάντηση είναι ότι και μόνη η εξασφάλιση της ύπαρξης της Ρωσίας ως μεγάλης χώρας και διακριτού πολιτισμού εγγυάται ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μονοπολικός κόσμος, ενώ η αίσθηση “εξαίρεσης και υπεροχής” από την οποία διαπνέεται η Δύση υπαγορεύει ρατσιστικές στάσεις, οι οποίες δεν περιορίζονται στη ρωσοφοβία, αλλά αφορούν και τους λοιπούς λαούς ρωσικής υπηκοότητας.
Ο ισχυρός άνδρας της Μόσχας δεν αποκρύπτει τα δύο βασικά του άγχη για το μέλλον της χώρας: τη δημογραφική υποχώρηση και την πιθανή αποδυνάμωση της συνοχής της λόγω εθνοθρησκευτικών αντιπαραθέσεων.
Για το πρώτο, είναι χαρακτηριστική η έκκλησή του προς τις θρησκευτικές κοινότητες να συνδράμουν στην αναγκαία αλλαγή των νοοτροπιών, καθώς η υιοθέτηση φιλικών προς την πολυτεκνία κρατικών πολιτικών δεν αρκεί. Ηγείται όμως ο Πούτιν μίας κοινωνίας εξαιρετικά εκκοσμικευμένης (παρά τη συστηματικά προβαλλόμενη “ορθόδοξη ταυτότητά” της), όπου τα ποσοστά των διαζυγίων είναι υψηλότατα, εν πολλοίς λόγω και της σοβιετικής κληρονομιάς στα θέματα των ηθών.
Για το δεύτερο ζήτημα, ο Πούτιν ρητά χαρακτηρίζει ως μείζονα απειλή κάθε έξωθεν προσπάθεια (που μάλλον τη θεωρεί δεδομένη) να υποκινηθούν πάθη που θα στρέψουν τον ένα τμήμα του πληθυσμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας ενάντια στο άλλο και παραβάλλει αυτό το ενδεχόμενο με το οδυνηρό πρόσφατο παρελθόν της άνθησης της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας στον Καύκασο. Εξηγείται έτσι και γιατί ένα περιστατικό όπως η πρόσφατη εισβολή όχλου στο αεροδρόμιο της Μαχατσκαλά στο Νταγκεστάν σε αναζήτηση “Εβραίων επιβατών”, προκάλεσε άμεση σύγκληση του ισχυρού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Ρωσίας σε κλίμα συναγερμού.
Ο Πούτιν δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι μόνο το ιδεώδες της εθνικής κυριαρχίας και ισχύος δεν αρκεί για να εμπνεύσει την κοινωνία και συνεπώς η κρατική ιδεολογία χρειάζεται να αποκτήσει πλουσιότερο περιεχόμενο. Εξ ού και τονίζει την ανάγκη από τη μία να στηριχθεί επίμονα η πολιτιστική παραγωγή και από την άλλη να διακρίνεται η οικονομική πολιτική από την επιδίωξη της “κοινωνικής δικαιοσύνης”. Το δε μήνυμά του προς τους επιχειρηματίες είναι ότι η ρωσική οικονομία πρέπει να είναι ελεύθερη και χωρίς “ισοπεδώσεις”, αλλά “κυρίαρχη” σε σχέση με τη Δύση.
Όλα αυτά στο πλαίσιο ενός αντιφατικού μείγματος, όπου επιχειρείται να ενταχθεί σε ένα ενιαίο ιστορικό σχήμα από τους Ρως, τη Μοσχοβία και την Ρωσική Αυτοκρατορία μέχρι τη σημερινή Ρωσική Ομοσπονδία η “ανορθογραφία” της Σοβιετικής Ένωσης, που όμως αυτή εξασφάλισε την επιβίωση της αχανούς χώρας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την (βίαιη) είσοδό της στην βιομηχανική νεωτερικότητα.
Το ότι τόσο η ανάδυση (δια της Επανάστασης του 1917) όσο και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης περιγράφονται από τον Πούτιν ως μεγαλύτερες αστοχίες του ρωσικού 20ού αιώνα, εικονογραφεί χαρακτηριστικά τις αντιφάσεις του, των οποίων η Δύση δεν μοιάζει να έχει πλήρη εικόνα.