Δεν είναι πια μόνο η πρόκληση ενός θερμού επεισοδίου εκ μέρους της Άγκυρας βασικός στόχος αλλά και η δημιουργία μακράς διάρκειας αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων και εδαφών της Ελλάδας, με την οποία προσδοκά να πετύχει νέα δεδομένα.
Αυτό είναι το βασικό θέμα που εξετάζουν έμπειροι διπλωμάτες και θέτουν στην πολιτική ηγεσία μετά:
- την έξοδο του ερευνητικού σκάφους «Αμπντουλχαμίτ Χαν» με κατεύθυνση τα χρυσοφόρα ενεργειακά οικόπεδα στα Ν/Δ της Τουρκίας
- την εμμονή της στην αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, αλλιώς πρέπει στην Ελλάδα να τα χάσει και
- την με ιδιαίτερη ένταση ανακίνηση θέματος «τουρκικής μειονότητας» της Δ. Θράκης.
Τούτων δοθέντων, το σκηνικό αλλάζει δραματικά σε βάρος της χώρας, καθώς η Αθήνα δείχνει αδύναμη να αντιδράσει στις τουρκικές προκλήσεις και μένει να παρακολουθεί τις πρωτοβουλίες του καθεστώτος Ερντογάν περιοριζόμενη σε διαμαρτυρίες προς τους ισχυρούς συμμάχους και διεθνείς οργανισμούς γύρω από τις αδικίες τις οποίες υφίσταται. Είναι η ίδια μέθοδος που έχει χρησιμοποιήσει (δυστυχώς επιτυχώς) για την Κύπρο, η ίδια που χρησιμοποιεί και για τις «γκρίζες ζώνες» του Αιγαίου με τα γνωστά αποτελέσματα.
Κατά τους ίδιους διπλωματικούς κύκλους, ο κίνδυνος νέων υποχωρήσεων υπέρ της γείτονος είναι ορατός, καθώς η Τουρκία έχει αναβαθμίσει τον ρόλο της διεθνώς και το μόνο που διαπραγματεύεται είναι προς τα πού θα επεκταθεί κατά προτεραιότητα: προς Συρία ή προς Αιγαίο και Ν. Α. Μεσόγειο. Ταυτοχρόνως εκμεταλλεύεται στο έπακρο το ρευστό διεθνές σκηνικό που έχουν προκαλέσει η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας μαζί με τα παιδαριώδη σφάλματα των ΗΠΑ στον τομέα των κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας (που μόνο αυτή δεν πλήττουν), καθώς και την πέραν πάσης διπλωματικής εγκράτειας επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν, που λειτουργεί προσθετικά στις τάσεις προς μια παγκόσμια πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά χρόνια αποσταθεροποίηση.
Η Ουάσιγκτον είναι ξεκάθαρη από καιρό σε μια διττή θέση που συνοψίζεται στη φράση «δεν αμφισβητείται η ελληνική κυριαρχία επί των νησιών του Αιγαίου αλλά και συζητείστε, για να τα βρείτε στις διαφορές σας», κάτι που σημαίνει, ότι δεν έχει σκοπό με κανένα κόστος να χάσει από το ΝΑΤΟ την Τουρκία, την ώρα που έχει τόσα ανοιχτά μέτωπα δημιουργήσει (σπρώχνει τη σύγκρουση για αργότερα). Δεν την ενοχλεί καν, τουλάχιστον προς το παρόν, ο ρόλος της γέφυρας Δύσης-Ρωσίας που έχει πετύχει για τη χώρα του ο Ερντογάν κερδίζοντας όσα δεν κερδίζει όχι μόνο η Ελλάδα αλλά ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ μαζί.
Το Βερολίνο ακολουθεί ακριβώς την ίδια γραμμή προσπαθώντας απλώς να πείσει δια της λογικής την Άγκυρα να μην τα κάνει μαντάρα, την ώρα που το ίδιο βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση έχοντας ήδη ανοιχτές τις ενεργειακές πληγές της και ήδη φοβάται ότι θα χάσει την ΕΕ που την τροφοδοτεί.
Το Παρίσι προσπαθώντας να κερδίσει ηγεμονική θέση στην Ευρώπη ξεπουλάει αμυντικά προγράμματα στην Ελλάδα ενισχύοντας την επιρροή της στη χώρα και την ευρύτερη περιοχή από Λιβύη μέχρι Μύκονο, αλλά συνεχίζει να κάνει δουλειές και με την Τουρκία.
Η Ρώμη τρεκλίζει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας βυθισμένη σε μια πολιτική κρίση που την φέρνει αντιμέτωπη με έναν νεοφασιστικό εφιάλτη, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της.
Η Μόσχα εμφανίζεται να κερδίζει και από αυτή την κρίση, καθώς εκείνο το οποίο έχει καταστήσει σαφές στην Άγκυρα είναι ότι δεν επιθυμεί νέες «πρωτοβουλίες» της στη Συρία, υποσχόμενη ότι εκεί θα τα βρουν. Αναφορικά με το Αιγαίο όμως, τη Ν. Α. Μεσόγειο κλπ το πεδίο επί της ουσίας το αφήνει ελεύθερο, καθώς με υπογραφή του Κρεμλίνου η Ελλάδα-εξαιτίας της στάσης της κυβέρνησης στο ουκρανικό ζήτημα-έχει προστεθεί στον κατάλογο των εχθρικών χωρών.
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Αθήνα είναι αποδυναμωμένη όσο λίγες φορές στη σύγχρονη ιστορία της είτε από τις σημερινές πρωτοβουλίες της είτε από τις πρόσφατες με την οικειοθελή υποθήκευση του πλούτου της στους δανειστές. Και παραμένει μετέωρο μέχρι να βρει την απάντησή του το πολιτικό, διπλωματικό αλλά και δημοσιογραφικό ερώτημα «τι θα πράξει, στην περίπτωση που το γεωτρύπανο αρχίσει να ανοίγει τρύπες εκεί που δεν πρέπει;».