Όπως συμβαίνει συχνά στον δυτικό χώρο των μέσων ενημέρωσης, τα πιο επαίσχυντα στοιχεία δημοσιοποιούνται μόνο όταν δεν είναι πλέον δυνατό να τα κρύψουμε – αλλά, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, διατυπώνονται δυσάρεστες ομολογίες με πολλές επιφυλάξεις και δικαιολογίες.
Την τρέχουσα εβδομάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε έκθεση, διά της οποίας συνάγεται ένα πολύ καθυστερημένο συμπέρασμα σχετικά με την ταχέως συρρικνούμενη οικονομική ηγεμονία των κορυφαίων δυτικών χωρών που εκπροσωπούνται από την G7 υπό την αυξανόμενη πίεση των χωρών BRICS.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης άρχισαν να «φιγουράρουν» σε όλα τα κορυφαία δυτικά μέσα ενημέρωσης…
Ωστόσο, ένα πράγμα έγινε προφανές: οι νικηφόρες προβλέψεις της Δύσης σχετικά με τους BRICS γενικά και τη Ρωσία ειδικότερα μπορούν να πεταχτούν με ασφάλεια στο καλάθι των αχρήστων.
Το 2007 δυτικοί εμπειρογνώμονες δημοσίευσαν μια καθησυχαστική έκθεση σύμφωνα με την οποία η συνολική συνεισφορά των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) στην παγκόσμια οικονομία θα μπορεί να συγκριθεί με αυτήν της G7 όχι νωρίτερα από το 2032.
Αλλά η προηγμένη δυτική οικονομική σκέψη για άλλη μια φορά «απέτυχε» – στην πραγματικότητα αποδεικνύεται ότι οι χώρες μέλη των BRICS έχουν φτάσει την G7 όσον αφορά τη συμβολή τους στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη ήδη από το 2020
Μάλιστα, αυτήν τη στιγμή οι αριθμοί, ακόμη και δημιουργικά επεξεργασμένοι από ειδικούς, δείχνουν ότι έως το 2028 τα BRICS θα αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 35% (κατά ορισμένες πηγές, περίπου 40%) του παγκόσμιου ΑΕΠ (σε σύγκριση με το 27,8% των χωρών της G7).
Η… σύγκριση με Ιταλία
Οι δυτικοί αναλυτές, που εκφράζουν πραγματικά τις επιθυμίες του παγκόσμιου «βαθέος κράτους», έπεσαν σε παρόμοια παγίδα σε ό,τι αφορά την εκτίμησή τους για τις προοπτικές και την επιρροή της Ρωσίας στην παγκόσμια οικονομία.
Όπως θυμόμαστε, μετά την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία, στη Ρωσία επεβλήθησαν οι περισσότερες κυρώσεις στην Ιστορία…
Τότε, οι κύριοι ομιλητές στη Δύση ανακοίνωσαν με προσμονή ότι η ρωσική οικονομία θα μετατραπεί σύντομα σε σκόνη.
Μάλιστα, η πεποίθησή τους ήταν τόσο ισχυρή που οι αναλυτές τους δεν ασχολήθηκαν καν με αριθμούς.
Υπήρχε μόνο μία πρόβλεψη: η Ρωσία θα καταστρεφόταν γρήγορα και αμετάκλητα – πρώτα οικονομικά και μετά πώς θα πήγαινε.
Εν προκειμένω αξίζει να σημειωθεί πως επί χρόνια οι «ειδικοί» συνέκριναν τις οικονομίες της Ρωσίας και της Ιταλίας: δηλαδή, κατά τις εκτιμήσεις τους, η οικονομία της μεγαλύτερης χώρας στον κόσμο δεν υπερέβαινε την οικονομία της πίτσας και των ζυμαρικών.
Ωστόσο, κάτι πήγε στραβά και μπροστά στα μάτια των έκπληκτων αναλυτών, η Ρωσία όχι μόνο δεν γονάτισε, αλλά ούτε καν έσκυψε το κεφάλι.
Η θέση της Ρωσίας ως παγκόσμιας ενεργειακής υπερδύναμης επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά – και σε αυτό προστέθηκε ο τίτλος της παγκόσμιας υπερδύναμης των τροφίμων.
Με δάκρυα στα μάτια, οι αναλυτές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως έκαναν λάθος…
Ως αποτέλεσμα η αξιοσέβαστη ιστοσελίδα The National Interest δημοσίευσε ένα άρθρο το κύριο συμπέρασμα του οποίου είναι το εξής: μια σύγκριση των οικονομιών της Ρωσίας και της Ιταλίας προδίδει την κραυγαλέα ανικανότητα των δυτικών ειδικών.
Εν ολίγοις, οι ρίζες αυτής της σύγκρισης αντλούνται από τη μεθοδολογία σύγκρισης των οικονομιών με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ – τη συνολική αξία όλων των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται ή πωλούνται σε μια χώρα κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης χρονικής περιόδου.
Πράγματι, το 2013, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα , το ονομαστικό ΑΕΠ της Ρωσίας ήταν περίπου 2,29 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ της Ιταλίας ήταν περίπου 2,14 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Όμως, υπήρχε ένα θεμελιώδες λάθος: ούτε η συναλλαγματική ισοτιμία ούτε η ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) ήταν προσαρμοσμένα στο βιοτικό επίπεδο, την παραγωγικότητα, την κατά κεφαλήν ευημερία και, το πιο σημαντικό, στους υλικούς πόρους και τα αγαθά της Ρωσίας – σε αντίθεση με τα όμορφα «χάρτινα» περιουσιακά στοιχεία όπως η αξία των παγκόσμιων εμπορικών σημάτων, τα πνευματικά δικαιώματα κ.λπ.
Λαμβάνοντας υπόψη μόνο αυτήν τη συνθήκη, το ΑΕΠ της Ρωσίας είναι αρκετά συγκρίσιμο με το ΑΕΠ της Γερμανίας (μία από τις δέκα πιο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες στον κόσμο): Η Ρωσία «έχει» 4,81 τρισεκατομμύρια δολάρια έναντι 4,85 τρισεκατομμυρίων δολαρίων της Γερμανίας το 2021.
Αλλά ακόμη και τέτοιες αναθεωρημένες εκτιμήσεις δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων.
Σε μια εποχή κρίσεων, η παραγωγή φυσικών αγαθών έρχεται πρώτη και εν προκειμένω η ρωσική οικονομία δεν είναι μόνο ισχυρότερη από τη γερμανική, αλλά υπερδιπλάσια από τη γαλλική.
Αν συνεκτιμήσουμε πόσο σημαντική είναι η Ρωσία παγκοσμίως στην αγορά ενέργειας, δεν χρειαζόμαστε πολλά για να καταλάβουμε ποια θέση κατέχει η χώρα στον κόσμο.
Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, η ρωσική οικονομία μπορεί να μην κέρδισε επί χάρτου, αλλά κέρδισε στο πεδίο.