Μπορεί να σηκώνεται πολλή σκόνη από τους διαγκωνισμούς των κομμάτων και τα πλασαρίσματά τους για την επόμενη μέρα, μπορεί να κάνουν την εμφάνισή τους όλων των ειδών οι ξεχωριστοί ενδοκομματικοί ανταγωνισμοί αλλά για τα μείζονα υπάρχει συναινετική παρασιώπηση. Οι αποφάσεις που θα ορίσουν εν τέλει το ποιά θα είναι και τι θα κάνει η κυβέρνηση της επόμενης μέρας (όποια κι αν είναι αυτή) κρατιούνται επιμελώς εκτός συζήτησης. Μάλιστα προκαλεί εντύπωση ότι πέραν των συστημικών πυλώνων-κομμάτων, ακόμα και οι πιο «ενάντια στο σύστημα» αριστερές πολιτικές εκφράσεις αποφεύγουν τις «κακοτοπιές». Ο πολύς αντικαπιταλισμός επιτρέπεται αρκεί να είναι πολιτικά χωρίς αιχμές και γενικόλογος. Εν τέλει μαθαίνουμε περισσότερα για τα ουσιώδη, από τα όσα αποκαλύπτουν οι κινήσεις των διαφόρων κέντρων του ξένου παράγοντα και της τουρκικής ηγεσίας. Από τις κόντρες ανάμεσα στα διάφορα εγχώρια και εξωχώρια, επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά όλο και συχνότερα και από κείνες τις πλευρές, που όταν δεν προέρχονται από τον στρατό και το διπλωματικό σώμα και τις αντιδράσεις που γεννούν οι αντιφάσεις των απαιτήσεων της επαγγελματικής τους θέσης, σχετίζονται κυρίως με κύκλους δεξιότερα της Ν.Δ., που ορμώμενοι από το δικό τους μείγμα πολιτικοοικονομικών επιδιώξεων ή και συνειδησιακών αντησυχιών είναι υποχρεωμένοι να κρατάνε κάποιες αποστάσεις από τα πολιτικά αδιέξοδα της τρέχουσας ακραίας υποτελούς διαχείρισης. Ή και να διατυπώνουν (σε πολύ χαμηλούς τόνους για την ώρα) μια γραμμή απαίτησης μεγαλύτερων ανταλλαγμάτων πάντα βεβαίως εντός των διαμορφωμένων σταθερών που διέπουν τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Δύση. Άραγε προκειμένου να αποφευχθούν τα μεγάλα δοσίματα ή για τη διαχείριση του «μετά» απ’ αυτά;
Επισπεύδονται διευθετήσεις βλαπτικές για την υπόσταση του Ελληνισμού
Τα ουσιώδη της εικόνας. Οι κινήσεις των ΗΠΑ δείχνουν επίσπευση συνολικών «διευθετήσεων» σε όλη τη διαδρομή από την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο μέχρι τη Θράκη (με επίκεντρο την Αλεξανδρούπολη). Προωθούνται συνεκμεταλλεύσεις των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (διμερείς ή και πολυμερείς κατά περίπτωση και ανάλογα με τις μεταπτώσεις που γεννούν τα σημάδια κλονισμού της σταθερότητας επιβολής των ΗΠΑ) και η εξασφάλιση της αδιατάρακτης διόδευσης αγωγών, δρόμων και δικτύων μεταφοράς όλων των ειδών ενέργειας. Με βάση τη θέση και τις απαιτήσεις της Τουρκίας και τη «δομική» θέση υποτέλειας των ελληνικών ελίτ, τα παραπάνω μεταφράζονται σε επίσπευση «διαλόγου» και «συννενόησης» για την προώθηση της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και την συνδιοίκηση του Αιγαίου. Η κυβέρνηση, τόσο το σύστημα Μητσοτάκη όσο και ο σε ξεχωριστό μήκος κύματος, κινούμενος ΥΠΕΞ (και δελφίνος;) Δένδιας δείχνουν στοίχιση σε μια τέτοια πορεία. Αποκαλυπτικά είναι τα όσα διαρρέουν και δεν διαψεύδονται, για το επίπεδο συγκλίσεων στο διάλογο Μπούρα-Καλίν, και οι πρόσφατες δηλώσεις του τελευταίου σχετικά με την πεποίθησή του ότι μπορούν να υπάρξουν διευθετήσεις μέσω «διμερούς διαπραγμάτευσης!». Αλλά και κυρίως τα όσα προωθούνται με προπέτασμα το «εντυπωσιακά βελτιούμενο!» κλίμα προσέγγισης και συνεννόησης ανάμεσα στις δύο χώρες μετά τους σεισμούς. Για το οποίο είναι φανερό ότι το σήμα έχει δοθεί από τον αμερικανικό παράγοντα. Τα όσα επίσης αποκαλύπτονται (με τα πρόσφατα δημοσιεύματα της Εστίας) για τη σταθερή από πλευράς Μητσοτάκη, προώθηση των πιεστικών απαιτήσεων των ΗΠΑ για το Κυπριακό, είναι απολύτως ενδεικτικά των όσων δρομολογούνται. Προς το εσωτερικό οι χειρισμοί του πολιτικού συστήματος είναι πολυεπίπεδοι. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση υποβαθμίζουν συστηματικά τα θέματα αυτά στην εκλογική τους ατζέντα. Εκθέτουν και δεν προσφέρονται για αντιπαράθεση. Την ίδια στιγμή, κεντρικά τους στελέχη (η Ντ. Μπακογιάννη σηκώνει το κύριο βάρος αλλά και οι Κατρούγκαλος, Ν. Φίλης και κάποιοι άλλοι από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) προλειαίνουν το έδαφος για το πόσο συμφέρουσα και φιλειρηνική θα παρουσιαστεί η «συνεκμετάλλευση» και μια γενική λογική «συνεννόησης» και σιωπηρής αποδοχής μιας φόρμουλας αποστρατιωτικοποίησης. Σε ένα άλλο επίπεδο τέλος, είναι ευρύτατη η συναίνεση και το από κοινού χτύπημα των διάχυτων μέσα στην κοινωνία «αντισυσττημικών» διαθέσεων. Οι βαθύτερες σκέψεις και τα χρονοδιαγράμματα που κυριαρχούν και καθοδηγούν την επόμενη μέρα αποδίδονται αντιπροσωπευτικά από τα λεγόμενα του Ν. Αλιβιζάτου σε πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή: «Το μεσοδιάστημα που θα μεσολαβήσει έως την πιθανή επάνδο στην πεπατημένη των μονοκομματικών κυβερνήσεων, μήπως προσφέρεται για να ληφθούν από την κυβέρνηση συνασπισμού που θα σχηματιστεί μετά τις 2 Ιουλίου κάποιες αποφάσεις που κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπορεί να πάρει μόνο του; Πέρα από τις μείζονες εσωτερικές εκκρεμότητες (…) μήπως είναι ιδανική περίοδος για έναν φιλόδοξο επανακαθορισμό των ελληνοτουρκικών σχέσεων, για μια “Συμφωνία του Αιγαίου” στο δρόμο που χάραξαν Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ το 1930;».
Αν αύριο κριθεί σκόπιμη μια «συμμαχική» κυβερνητική λύση τάχα πόσο δύσκολο θα είναι να σιδερωθούν οι οποιεσδήποτε δυσφορίες μπροστά στο επισειόμενο φόβητρο μιας πολιτικής αστάθειας που θα έθετε εν αμφιβόλω την «επενδυτική βαθμίδα» και το «βιώσιμο» του δημόσιου χρέους»;
Η οικονομία επί της ουσίας και πέραν των επιδομάτων ανακούφισης
Την ώρα που η αντιπαράθεση γίνεται γύρω από την υποβολή προσχηματικών και ούτως ή άλλως εξαιρετικά βραχυπρόθεσμων «προσφορών ανακούφισης» προς τους δεινοπαθούντες δανειολήπτες από μέρους Μητσοτάκη και Τσίπρα, συσκοτίζεται το τι πραγματικά παίζεται. Τεράστιο μέρος της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας και κρίσιμος αριθμός σημαντικών μεσαίων επιχειρήσεων περνάει ταχύτατα υπό τον έλεγχο των διαβόητων funds. Και των όσων αδιαφανώς βρίσκονται από πίσω τους. Για τους οποίους επιπλέον υπάρχουν υπόνοιες ότι η έφοδός τους γίνεται με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης (!) χωρίς καμία «αντιπολίτευση» να αντιδρά ή έστω να το ψάχνει. Οι σχετικοί χειρισμοί έχουν τη συναίνεση όλων των πλευρών. Ο καθένας τους (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) έχει εκτελέσει στη βάρδιά του τα δικά του καθήκοντα. Καθόλου περίεργο βέβαια ότι ο Κ. Μητσοτάκης διαθέτει σημαντικό πλεονέκτημα επιβολής, που του επιτρέπει να διακηρύσσει αναίσχυντα και χωρίς καμιά αίσθηση μέτρου ότι «θα κάνει τη χώρα αγνώριστη» κομπάζοντας ότι δεν έχει απέναντί του «εναλλακτικές προτάσεις».
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο που δείχνει και το ποιός εν τέλει εκπροσωπεί «τις βουλές του αυθέντη» για την επόμενη μέρα, είναι αποκαλυπτικές μερικές αποστροφές από την πρόσφατη συνέντευξη του Γ. Στουρνάρα. Ο «κεντρικός τραπεζίτης» (δηλαδή η φωνή της ΕΚΤ) εκτιμά ότι θα υπάρξει κυβέρνηση με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Με «άνεση» δίνει γραμμή για την επόμενη μέρα. Μετά από το αναγκαίο εκλογικό πολωτικό παίγνιο που πρέπει να διαδραματιστεί προκειμένου να μαζευτούν τα «κουκιά». «Εγώ πιστεύω ότι θα υπάρξει κυβέρνηση με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο. Νομίζω πως έχουμε γίνει πολύ σοφότεροι μετά τις τελευταίες κρίσεις» είπε χαρακτηριστικά. Άλλωστε η κατάληξή του ότι «Δεν δίνω καμία πιθανότητα να μην πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα και ότι αμέσως μετά θα εισρεύσουν στην Ελλάδα μεγάλα κεφάλαια και funds που θα επενδύσουν σε ομόλογα, τράπεζες και θα επιδιώξουν συμμετοχή σε μετοχική σύνθεση ελληνικών επιχειρήσεων» τα λέει όλα. Τόσο για το τι σημαίνει το «θα γίνει η χώρα αγνώριστη» του Κ. Μητσοτάκη, όσο και για τη συγκολλητική ουσία της ευρείας συστημικής ομοφωνίας. Αλλά παραπέμπει εμμέσως και στον μόνιμο (αφανή και γι’ αυτό αποτελεσματικό) μοχλό εκβιαστικής άσκησης παντοειδούς πολιτικής πίεσης που συνιστά η διαρκώς επικρεμάμενη «αξιολόγηση του αξιόχρεου της χώρας» από τους γνωστούς «οίκους». Ιδίως μέσα στις συνθήκες τεράστιας υπερχρέωσης της χώρας και μεγάλης ανόδου των επιτοκίων. Εν ολίγοις δηλαδή. Αν αύριο κριθεί σκόπιμη μια «συμμαχική» κυβερνητική λύση τάχα πόσο δύσκολο θα είναι να σιδερωθούν οι οποιεσδήποτε δυσφορίες μπροστά στο επισειόμενο φόβητρο μιας πολιτικής αστάθειας που θα έθετε εν αμφιβόλω την «επενδυτική βαθμίδα» και το «βιώσιμο» του δημόσιου χρέους»;