«Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί,
Οπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη »
(Οδυσσέας Ελύτης)
Στις 3 Γενάρη του 1911, έφυγε από τη ζωή ένας «ογκόλιθος» της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο δημιουργός και θεμελιωτής του νέου ελληνικού διηγήματος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Στο γνωστό, σύντομο βιογραφικό του σημείωμα, ο ίδιος αναφέρει: «Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α’ και Β’ τάξιν. Την Γ’ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ’ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη “Η Μετανάστις” έργον μου εις τον “Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως”. Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν “Σωτήρα”. Τω 1882 εδημοσιεύθη “Οι έμποροι των Εθνών” εις το “Μη χάνεσαι”. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 σε οικογένεια φτωχού παπά, του Αδαμάντιου Εμμανουήλ. Η μητέρα του ήταν η Γκιουλώ Μωραΐτη και είχε ακόμη τρεις αδερφές. Ο πατέρας του, για να ζήσει την οικογένειά του, έκανε και τον εργάτη σε αγροτικές δουλειές. Η ταξική του θέση είναι αυτή που τον αναγκάζει να διακόπτει συνεχώς τις σπουδές του για να επιβιώσει, με αποτέλεσμα να καταφέρει να βγάλει το Γυμνάσιο στα 23 χρόνια του. Δεν θα καταφέρει ποτέ λοιπόν να ακολουθήσει ανώτερες ή ανώτατες σπουδές (αν και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή) αλλά η δίψα για γνώση θα τον στρέψει στην αυτομόρφωση, η οποία, παρά τη στέρηση η οποία θα τον ακολουθήσει μέχρι το τέλος, είναι εντυπωσιακή και περιλαμβάνει ξένες γλώσσες (γαλλικά και αγγλικά) και την αρχαία ελληνική γραμματεία. Το 1872 επισκέπτεται το Αγιο Ορος όπου μένει για μερικούς μήνες.
Ακολουθούν τα ιστορικά – ρομαντικά μυθιστορήματα «Οι Εμποροι των Εθνών» (1882, εφημερίδα «Μη Χάνεσαι», ψευδώνυμο «Μποέμ»), «Η γυφτοπούλα» και «Χρήστος Μηλιώνης» (1885) στο περιοδικό «Εστία». Το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Το χριστόψωμο» δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά.
Παρ’ όλ’ αυτά η φτώχεια, στα όρια της ένδειας, δεν τον εγκαταλείπει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον πτοεί. Μάλιστα, αργότερα θα αυτοσαρκαστεί μέσω ενός ήρωά του και την απόφασή του να ζήσει από την τέχνη «ασχολούμενος με έργο ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας».
Στρέφεται στο διήγημα (θα γράψει περίπου διακόσια) και τη νουβέλα προσφέροντας έργα όπως «Η Φόνισσα» που για τον Παλαμά είναι ένα «από τα ολίγα της παγκοσμίου λογοτεχνίας». Στο επίκεντρο του έργου του Παπαδιαμάντη είναι ο λαϊκός άνθρωπος όπως τον γνώρισε στη Σκιάθο, όχι όμως «ωραιοποιημένος», αλλά με έναν τρόπο που θα δώσει νέα πνοή στην ηθογραφία.
Παράλληλα, μεταφράζει – κυρίως από τα αγγλικά και τα γαλλικά – Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Γκυ ντε Μωπασάν, Ντυμά κ.ά.
Το 1908 επιστρέφει, πάντα φτωχός, στο νησί του και στους δικούς του. Το Δεκέμβρη του 1910 πέφτει βαριά άρρωστος. Στις 2 Γενάρη του 1911 φτάνει ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορεί ότι το κράτος, «αναγνωρίζοντας» το έργο του… τον παρασημοφόρησε. Λίγες ώρες μετά, το ξημέρωμα της 3η Γενάρη πέθανε, σκορπώντας τη θλίψη στο λαό. Το 1925 στήθηκε η προτομή του και στη βάση της σκάλισαν τους στίχους από το «Μοιρολόγι της Φώκιας»: «(…) Σα νάχαν ποτέ τελειωμό/ τα πάθη κι οι καϋμοί του κόσμου (…)»…
Για περισσότερο από έναν αιώνα μετά, το έργο αυτού του εκρηκτικού πνεύματος παραμένει αδιαμφισβήτητο, γιατί ο Παπαδιαμάντης μιλούσε για την – και στην – ψυχή του λαού, για τα πάθη και τους πόθους του, τα οποία ο ίδιος είχε βιώσει από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τον κόσμο. Δεν έμεινε μόνο στη μαστοριά του λόγου, αλλά χρησιμοποίησε αυτή την ικανότητα για να ξεσκεπάσει και να καταγγείλει τους πλουτοκράτες του καιρού του. Γι’ αυτό και ο Παπαδιαμάντης είναι κλασικός, επειδή τα νοήματά του είναι διαχρονικά.
Με την πένα του στηλιτεύει τα αστικά «ήθη» με τρόπο που παραμένει τραγικά επίκαιρος: «(…) Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνική σεπηδόνα»… «Αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδή μετηλλάξαμεν τυράννους (…)». Για ν’ αποκτήσει κανείς γρόσια (…) πρέπει να φάη σπίτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια».
Ξεσκεπάζει και στηλιτεύει «(…) τους τοκογλύφους, αιματοφάγους, πολιτικάντηδες, ρουσφετολόγους, λαοπλάνους, τυχοδιώκτες» και εκτιμά ότι με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους «την πλιατσικολογία διεδέχθη η φορολογία και έκτοτε ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύει διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέραν την ώτα ουκ έχουσαν (…)».
Η Μετανάστις (1879), το πρώτο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), είναι μια δραματική ιστορία. Η Μαρίνα, που χάνει στη Μασσαλία μάνα και πατέρα κατά το φοβερό λοιμό του 1720, μεταφέρεται ασφαλής από τον Ζέννο στη Σμύρνη, την πατρίδα της. Ο Ζέννος είναι ερωτευμένος με τη Μαρίνα, η οποία, μόλις συνέλθει από τη συμφορά που τη βρήκε, θα ανταποκριθεί στον έρωτά του. Οι δυο νέοι αρραβωνιάζονται, ο γάμος όμως δεν θα γίνει ποτέ. Η πλεκτάνη που εξυφαίνει εναντίον της Μαρίνας η αντίπαλη ερωτική πλευρά θα την οδηγήσει τελικά στο θάνατο και τον Ζέννο στην εξαφάνιση από προσώπου γης. Είναι άραγε ο έρωτας, φαίνεται να αναρωτιέται ο Παπαδιαμάντης στη Μετανάστιδα, ένα πάθος που οδηγεί μοιραία στην καταστροφή; Ή μήπως πρόκειται απλώς για πολεμική τέχνη, με κύριο όπλο το δόλο, και χάνει όποιος δεν ξέρει να την ασκεί; Ποια μοίρα μπορεί να έχει σε τέτοιο πόλεμο ένας τίμιος άνθρωπος; Υπάρχει τελικά ευτυχισμένος έρωτας; Αυτός που ονομάστηκε “άγιος των ελληνικών γραμμάτων” ανιχνεύει στο συγγραφικό ξεκίνημά του, με τόλμη και οξυδέρκεια, την ερωτική περιοχή. Ακολουθεί απόσπασμα:
Ἦτο τὸ ἔτος τῆς φοβερᾶς πανώλους τῆς Μασσαλίας, ὅτε ὁ ἐπίσκοπος Βελζούγκης παρέστησε τὸ ἐπιφανὲς ἐκεῖνο πρόσωπον τῆς χριστιανικῆς συμπαθείας καὶ ἀφοσιώσεως, ὅπερ ἀναμιμνήσκει ὁ καὶ σήμερον ἔτι ὄρθιος ἀνδριὰς τοῦ ἐναρέτου ἀνδρός.
Ἡ Μασσαλία ἐσάλευε μεταξὺ πτωμάτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν καὶ θολεροῦ ἀτμοῦ ἀναβαίνοντος εἰς τὸν αἰθέρα, ὅστις εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς δεισιδαιμόνων ἀνθρώπων ἐφαίνετο ὡς περιβάλλων τὰς ψυχὰς τῶν ἀτυχῶν θυμάτων. Δὲν ἠκούοντο πλέον ὀδυρμοὶ καὶ θρῆνοι, δὲν ἠκούοντο ψαλμοὶ καὶ εὐχαί. Αἱ ὁδοὶ ἦσαν ἔρημοι διαβατῶν. Αἱ οἰκίαι, αἱ πλεῖσται μὲ κεκλεισμένας τὰς θύρας καὶ ἀνοικτὰ τὰ παράθυρα, ἔφερον ἐπὶ τῶν φλιῶν καὶ ἐπὶ τῶν τοίχων κιτρίνους καὶ μέλανας σταυροὺς καὶ ἄλλα πένθιμα σήματα. Τὰ ἐργαστήρια ἦσαν ὡσαύτως κεκλεισμένα. Μόνον ρυπαρά τινα ὑπόγεια ἔμενον καθ᾽ ὅλην τὴν νύκτα ἀνοικτά, ἐν οἷς συνωθοῦντο τὰ ἀποβράσματα τοῦ ἐσχάτου ὄχλου, τὰ ἀποβαλόντα πᾶν ἀνθρώπινον αἴσθημα μέχρι καὶ τοῦ φόβου αὐτοῦ.
Ὁ τρόμος καὶ ὁ θάνατος ἐφαίνοντο ὅτι διένειμαν πρὸς ἀλλήλους τὸ ἐπὶ τῆς πόλεως κράτος. Ὁ ἀγαθὸς ἐπίσκοπος Βελζούγκης ἔτρεχεν ἀπὸ οἰκίας εἰς οἰκίαν καὶ ἀπὸ ξενῶνος εἰς ξενῶνα, παρίστατο πανταχοῦ, ἔφερε μεθ᾽ ἑαυτοῦ παραμυθίαν καὶ ἔλεος, ἄγνωστος εἰς τοὺς πλείστους καὶ προσηνὴς εἰς πάντας. Διότι πρὸ τῆς ἐνσκήψεως τοῦ δεινοῦ ὁ κληρικὸς οὗτος ἔζη σχεδὸν ἀφανὴς ἐν τῇ πόλει, καὶ δὲν ὡμοίαζε πρὸς τοὺς σεβασμίους ἐκείνους ποιμενάρχας, οἵτινες, ἀφοῦ ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν αὐτῶν πληρώσῃ τὰς αἰθούσας καὶ τοὺς θαλάμους ἐν καιρῷ γαλήνης καὶ ἡσυχίας, ἀποσύρονται κατὰ τὰς δυσχερεῖς περιστάσεις εἰς εὐάερόν τι ἐξοχικὸν μοναστήριον, ἵνα προσευχηθῶσιν ἐν σιγῇ ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου αὐτῶν.
Φεῦ! εἰς μάτην ὁ ἀγαθὸς ἐκεῖνος ἐπίσκοπος ἀνέτεινε τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν. Ἡ μάστιξ ἐπέμενε φρικωδῶς καὶ ἐφαίνετο τείνουσα εἰς τὸ νὰ ἐκκληρίσῃ παντελῶς τὴν πόλιν.
Τοῦτο ἴσως ἐφρόνει καὶ ὁ γηραλέος ἀνὴρ ὁ μὲ ναυτικὴν ἐνδυμασίαν καὶ ἡλιοκαῆ ὄψιν, ὅστις εἰσῆλθε περὶ τὸ δειλινὸν ἡμέρας τινὸς τοῦ Ὀκτωβρίου εἰς τὴν τότε λεγομένην «Ὁδὸν Ἀνατολῶν», ἀκολουθούμενος ὑπὸ νέου τινὸς τὸ αὐτὸ ἔνδυμα φέροντος καὶ μὲ λεπτὸν καὶ μέλανα μύστακα. Ὁ γέρων προεπορεύετο πεντήκοντα βήματα, ἠναγκάζετο δὲ νὰ ἵσταται συχνάκις ἵνα περιμένῃ τὸν σύντροφον αὐτοῦ, ὅστις ἐβάδιζε βραδέως βλέπων πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ πρὸς τὰ ἀριστερὰ τὰς ἐρήμους οἰκίας καί τινα πτώματα κείμενα ἐν ταῖς ἄκραις τῆς ὁδοῦ, τῇδε κἀκεῖσε, παράμορφα καὶ φρικώδη τὴν ὄψιν. Ἅμα ὡς τοιοῦτον θέαμα προσέβαλλε τὸ ὄμμα τοῦ νέου, δύο δάκρυα ἐφαίνοντο ρέοντα ἐπὶ τῶν παρειῶν αὐτοῦ.
― Νὰ πάρῃ ὁ διάβολος, εἶπεν ὁ γέρων ναύτης, μοὶ φαίνεται ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ σὲ περιμένω ὣς αὔριον, Ζέννε. Καλύτερα θὰ ἔκαμνες νὰ μείνῃς εἰς τὸ πλοῖον.
―Ὦ πάτερ μου, εἶπεν ὁ νέος.
― Περιπάτει λοιπὸν καὶ μὴ κοιτάζῃς αὐτοὺς τοὺς νεκρούς. Ἀλλέως ποτὲ δὲν θὰ φθάσωμεν. Ἂν ἦτον νὰ ἔλθωμεν διὰ νὰ ἴδωμεν τοὺς νεκρούς, καλύτερα νὰ ἐπηγαίναμεν εἰς τὸ ἔργον μας. Ἀλλὰ σὺ φαίνεται ὅτι τὴν νομίζεις ὡς μνηστήν σου ἐκείνην τὴν νέαν, τὴν κόρην τοῦ Βεργίνη. Δὲν πιστεύω ὅμως νὰ ἔχῃ καὶ ἐκείνη εἴδησιν.
Ὁ Ζέννος ἐταπείνωσε τοὺς ὀφθαλμούς.
― Πιστεύεις ἀρραβῶνα μὲ τὰ λόγια; Καὶ ἂν βάλωμεν βάσιν εἰς τὸν λόγον τοῦ πατρός της, ὅστις τῇ ἀληθείᾳ εἶναι τίμιος ἄνθρωπος καὶ καλὸς φίλος, νομίζεις ὅτι αἱ νέαι ὅσαι ἀνετράφησαν εἰς τὴν Εὐρώπην, λαμβάνουν ὑπὸ σπουδαίαν σκέψιν τὴν γνώμην τῶν γονέων των προκειμένου περὶ γάμου; Εἶσαι πολὺ μακράν.
Ὁ νέος καὶ πάλιν οὐδὲν ἀπεκρίνατο.
―Ὁ καθεὶς εἶναι καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἐπανέλαβεν ὁ γέρων. Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐκείνη, ἡ θυγάτηρ τοῦ ἐμπόρου, νὰ ζήσῃ μὲ σέ, τὸν ναυτικόν;
―Ὤ, ἂς ἦτο ὑγιής, ἐσκέφθη ὁ Ζέννος.
― Δὲν ἀκούετε σεῖς, οἱ νέοι, ἡμᾶς, ὁποὺ ἐγηράσαμεν. Πόσον καλύτερα θὰ ἔκαμνες νὰ ζητῇς μὲ τὸν νοῦν σου νύμφην ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς νήσου μας, καὶ νὰ μὴ ἐμπιστεύεσαι τὸ ὄνειρόν σου εἰς τὸν ἄνεμον καὶ εἰς τὸ κῦμα.
― Πάτερ μου, εἶπεν ὁ Ζέννος, ἔχεις καρδίαν νὰ μοὶ λέγῃς τοιαῦτα ἐν μέσῳ τῆς τρομερᾶς ταύτης καταστροφῆς;
―Ὤ, τί εἶδες σύ, εἶπεν ὁ γέρων. Ποῦ νὰ ἦσο εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, εἶναι τριάντα ἔτη! Ἐδῶ βλέπεις τὰς ὁδοὺς γεμάτας πτώματα, ἐκεῖ δὲν τὰ ἐχώρει ἡ γῆ, ἀλλ᾽ ἐγέμισαν τὴν θάλασσαν τοῦ Μαρμαρᾶ πλέοντα εἰς τὸν ἀφρόν.
Ὁ Ζέννος ἐφρικίασεν.
―Ἢ νὰ ἦσο εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ὅπου τὸ καύσιμον ἔκαιε δεκαοκτὼ ἡμέρας.
― Ποῖον καύσιμον;
― Τὸ καύσιμον τῶν νεκρῶν· διότι βαρυνθέντες νὰ χώνωσιν ἐσκέφθησαν ὅτι ἦτο καλύτερον νὰ τοὺς καίουν.
―Ὦ Θεέ μου, Θεέ μου!
― Νὰ εἶσαι εἰς τὸ πέλαγος καὶ νὰ σοῦ προσβληθῇ ἔξαφνα ὅλον τὸ πλήρωμα ἀπὸ τὴν πανούκλαν. Ἔ, τί λέγεις, Ζέννε; Τὸ ἔπαθα ἐγὼ αὐτό. Ἀλλὰ χιλίας φορὰς σοῦ τὰ ἔχω διηγηθῆ, καὶ τὰ ξαναλέγω πάλιν. Δὲν κάμνουν ἐντύπωσιν εἰς ὅσους τὰ ἀκούσουν μόνον. Πρέπει νὰ τὰ ἔχῃ πάθει τις διὰ νὰ τὰ ἐννοῇ.
―Ἔχεις δίκαιον, πάτερ μου· ὑπέφερες πολλὰ εἰς τὴν ζωήν σου.
― Καὶ σὺ θὰ ὑποφέρῃς. Ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ κλαίῃς ὡς γυνή, τί διάβολον!
―Ὤ! δὲν κλαίω, πάτερ μου.
― Λοιπὸν τώρα, ἰδοὺ ἐφθάσαμεν, εἶπεν ὁ γέρων. Ἐνθυμήσου ὅτι πρέπει νὰ ἐπισκεφθῶμεν καὶ τὴν ἄλλην οἰκογένειαν. Λοιπὸν θέλεις νὰ ὑπάγω ἐγὼ ἐκεῖ, καὶ νὰ ἀναβῇς σὺ ἐδῶ, ἤ…; ὅπως θέλεις.
Ὁ Ζέννος, ἂν καὶ ἐπεθύμει διακαῶς νὰ ἀναβῇ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Βεργίνη, ἐσκέφθη ὅτι ἦτο ἄτοπον καὶ ἀγενὲς νὰ ἀποστείλῃ τὸν πατέρα του εἰς τὸ ἀπώτερον μέρος.
―Ὄχι, ὄχι, εἶπεν· ὕπαγε σὺ ἐδῶ· ἐγὼ ὑπάγω εἰς τοῦ κυρίου Ρίζου. Ἀλλὰ ποῦ καὶ πότε θὰ ἐνταμωθῶμεν;
― Μετὰ δύο ὥρας, τὸ πολύ, νὰ εἶσαι εἰς τὸ πλοῖον, εἴτε μὲ τὴν οἰκογένειαν τοῦ φίλου μας, εἴτε μόνος.
― Πολὺ καλά.
Ὁ νέος ἔκαμε βήματά τινα ἵνα ἀπομακρυνθῇ.
― Στάσου, ἔλα ἐδῶ, εἶπεν ὁ γέρων. Ἐπειδὴ δὲν ἠξεύρομεν τί μπορεῖ νὰ συμβῇ, οὔτε τί συνέβη, ἀνάβα μαζί μου εἰς τοῦ Βεργίνη, διὰ νὰ μὴν ἔχῃς παράπονον ἐναντίον μου· ὅ,τι ἴδῃς ὅμως, σοὶ προλέγω ὅτι δὲν πρέπει νὰ μείνῃς μηδὲ στιγμήν. Εὐθὺς νὰ τρέξῃς εἰς τοῦ ἄλλου φίλου μας.
Ὁ Ζέννος ἠκολούθησε τὸν πατέρα του. Ἡ καρδία του ἐκτύπα σφοδρῶς ὑπὸ ἀγωνίας. Ποῖος ἤξευρεν ἂν ἐκείνη ἔζη ἢ ἀπέθανεν.
Ὁ γέρων ναυτικὸς μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἀνέβησαν εἰς οἴκημα χαμηλόν, σκιαζόμενον ὄπισθεν ὑπὸ τῶν μεγάλων δένδρων ἑνὸς κήπου. Διῆλθον διά τινος διαδρόμου, ἔνθα οὐδένα ὑπηρέτην ἀπήντησαν, καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν αἴθουσαν, ὅπου σιγαλοὶ λυγμοὶ γυναικὸς ἔπληξαν τὰ ὦτα αὐτῶν.
Παραπλεύρως τῆς αἰθούσης ἦτο ὁ κοιτών. Ἐπλησίασαν εἰς τὴν θύραν. Ἐπὶ πλατέος ἀνακλίντρου ἔκειτο νεκρὸς ἤδη ὁ οἰκοδεσπότης Βεργίνης. Λαμπὰς ἔκαιε παρὰ τὴν κεφαλὴν καὶ ἑτέρα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ.
Ἐν τῇ ἄλλῃ γωνίᾳ τοῦ κοιτῶνος κόρη γονυπετὴς ἔκλαιεν ἐνώπιον τῆς μητρὸς αὐτῆς, ἥτις ἠγωνία ἐκβάλλουσα τὸν ἐπιθανάτιον ρογχασμόν.
Οὐδὲν ἠδύνατο νὰ ἐμποιήσῃ τοιαύτην φρίκην, οἵαν ἡ θέα τῆς παραδόξου καὶ ἀφώνου ταύτης σκηνῆς. Ἐν μέσῳ μικροῦ δωματίου οἰκίας ἐγκαταλελειμμένης κατὰ τὸ φαινόμενον, ἐν τῷ τεχνητῷ σκότει τῶν κεκλεισμένων παραθύρων καὶ ὑπὸ τὸ τρέμον φῶς νεκρικοῦ κηρίου, μόνη μεταξὺ ἑνὸς νεκροῦ καὶ ἑνὸς ψυχορραγοῦντος, ἡ κόρη αὕτη γονυπετὴς καὶ προσευχομένη, ἦτο θέαμα σπαρακτικὸν δι᾽ ὅντινα δὲν εἶχεν ἀκόμη ἐμπλησθῆ τοιούτων θεαμάτων.
Ὁ Ζέννος, ἅμα ὑπερβὰς τὸν οὐδὸν τοῦ πενθίμου κοιτῶνος, ἐγονυπέτησεν αὐτομάτως. Ὁ δὲ γέρων πλοίαρχος ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ.
―Ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἀναπαύσῃ, ἀγαθὲ φίλε, ἐψιθύρισεν.
Ἔπειτα δὲ στρεφόμενος πρὸς τὴν ψυχορραγοῦσαν.
― Καὶ σέ, ὁ Θεὸς νὰ σὲ λυπηθῇ, ἀδελφή.
Ὁ Ζέννος ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον σπογγίζων τὰ δάκρυά του. Ἡ δὲ κόρη οὐδόλως ἐφάνη αἰσθανθεῖσα τὴν παρουσίαν τῶν δύο ξένων.
―Ὕπαγε, τέκνον μου, εἶπε μὲ χαμηλὴν φωνὴν ὁ πλοίαρχος πρὸς τὸν υἱόν του, ὕπαγε, ὁ Θεὸς μαζί σου. Ἐγὼ φροντίζω δι᾽ ἐδῶ. Χαρὰ εἰς σέ, ἂν σώσῃς ἄνθρωπόν τινα ἐκ τοῦ θανάτου.
Ὁ Ζέννος ἔρριψε βλέμμα πρὸς τὴν κλίνην τῆς ἀγωνιώσης. Οἱ ζοφεροὶ ὀφθαλμοί του ἤστραψαν, καὶ ἐξῆλθε χωρὶς πλέον νὰ στραφῇ.
Ὁ πλοίαρχος ἔμεινε σιωπηλός. Ἡ κόρη ἐξηκολούθησε νὰ κρύπτῃ τὴν μορφήν της, κύπτουσα πρὸς τὸ προσκεφάλαιον τῆς ἐπιθανάτου.
Ἡ νεκρώσιμος σιγὴ διεκόπτετο μόνον ὑπὸ τῶν ὑποκώφων τῆς κόρης λυγμῶν καὶ ὑπὸ τῶν ρόγχων τῆς ψυχορραγούσης. Ἔξωθεν οὐδεὶς θόρυβος, οὐδεμία φωνὴ ἠκούετο.
Αἴφνης, ἡ πάσχουσα κατελήφθη ὑπὸ ἰσχυρῶν σπασμῶν. Ἡ κόρη ἀνεσήκωσε τὴν κεφαλήν.
― Θάρρος, τέκνον μου, ἐψιθύρισεν ὁ πλοίαρχος· εἶναι καὶ ἄλλος φίλος ἐδῶ.
Ἡ κόρη ἔστρεψε τὸ πρόσωπον, καὶ οἱ ὀφθαλμοί της ἐπραΰνθησαν ἐν μέσῳ τῆς ὠχρότητος τοῦ προσώπου αὐτῆς.
―Ὁ Θεὸς σὲ ἔφερεν, εἶπε· ἰδέ, ἰδέ!
Καὶ ἔδειξε τὸν νεκρὸν τοῦ πατρὸς καὶ τὴν ἡμιθανῆ μητέρα της.
Ὁ γέρων ἐκίνησε τὴν κεφαλὴν καὶ ἀνέτεινε πρὸς τὸν οὐρανὸν τὸ ὄμμα.
― Ναί, ἐκεῖ, εἶπεν ἡ κόρη.
Ἡ ψυχορραγοῦσα ἐξέβαλε σπασμώδη καὶ σπαρακτικὸν στεναγμόν.
―Ἀπέθανεν; ἐψιθύρισεν ἡ νεᾶνις.
―Ἀπέθανε, τέκνον μου· ὁ Κύριος τὴν ἀνέπαυσε. Δὲν πάσχει πλέον.
Ἡ νεᾶνις ἠγέρθη, καὶ ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἔκλεισε τὰ ὄμματα τῆς μητρός της. Ὁ δὲ πλοίαρχος ἐνόμισεν ἀνωφελὲς τὸ νὰ πειραθῇ νὰ τὴν ἀποτρέψῃ ἀπὸ τοῦ εὐσεβοῦς τούτου χρέους.
Μετὰ μίαν στιγμὴν ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ κοιτῶνος, ἀλλ᾽ ἐπανῆλθεν ἐν βραχεῖ κρατοῦσα δέσμην φορεμάτων διὰ τῶν δύο χειρῶν.
― Τί θὰ κάμῃς, τέκνον μου; ἠρώτησεν ὁ πλοίαρχος.
― Θὰ ἀλλάξω τὴν μητέρα μου, εἶπεν ἡ κόρη.
Ὁ πλοίαρχος ἠγέρθη τότε καὶ ἔβαλεν εἰς κίνησιν πᾶσαν τὴν εὐγλωττίαν τῶν λέξεων καὶ τῶν χειρονομιῶν, ὅπως τὴν ἐμποδίσῃ.
― Τί κάμνεις, παιδί μου; Νομίζεις ὅτι εἰς τὸν ᾅδην οἱ νεκροὶ κάμνουσι πανήγυριν; Νομίζεις ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει προτίμησίν τινα διὰ τοὺς στολισμένους νεκρούς;
Πρὸς τοὺς λόγους τούτους ἡ κόρη, ἥτις εἶχε παύσει πρὸ πολλοῦ νὰ κλαίῃ, ᾐσθάνθη ἐκ νέου ἀναβλύζοντα τὰ δάκρυά της.
― Κάμνεις καλὰ νὰ κλαίῃς· τὰ δάκρυα ἀνακουφίζουν, ἀλλὰ δὲν πρέπει ν᾽ ἀσχολῆσαι εἰς μάταια. Τοῦτο εἶναι ἀπώλεια χρόνου. Ἀνάγκη νὰ φύγωμεν τὸ ταχύτερον.
― Νὰ φύγωμεν; ἐψιθύρισεν ἡ νέα.
― Δὲν ἐσκέφθης λοιπὸν διατί ἦλθα ἐδῶ; Ὁ σκοπός μου εἶναι νὰ λάβω μαζί μου ὅσους ἀφήσῃ ὁ Χάρος. Καὶ μά τοὺς ἀκριβούς σου τούτους νεκρούς, δὲν θὰ ἐξέλθω ἀπ᾽ ἐδῶ, ἂν δὲν ἔλθῃς μαζί μου. Λάβε ὅ,τι πολύτιμον ἔχεις, εἶσαι νέα, καὶ ἡ ζωὴ εἶναι μακρὰ διὰ τοὺς ζῶντας. Τὸ πλοῖον μᾶς περιμένει.
―Ἦλθες λοιπὸν μὲ τὸ πλοῖον; εἶπεν ἐκείνη ἀλλοφρονοῦσα.
― Μὲ τί ἤθελες νὰ ἔλθω;
― Λοιπὸν δὲν δύνασαι νὰ μὲ περιμένῃς ὀλίγον;
―Ἄ, προθύμως, ἀρκεῖ νὰ ἔχῃς σπουδαίαν ἐργασίαν ἐν τῷ μεταξύ.
― Θὰ ἀλλάξω τὴν μητέρα μου, ἐπέμεινεν ἡ κόρη.
― Τέκνον μου, ἄκουσέ με· ἡ νόσος εἶναι κολλητική, ἐψιθύρισεν ὁ γέρων εἰς τὸ οὖς της, ὡσεὶ ἵνα μὴ ἀκουσθῇ παρὰ τῶν δύο νεκρῶν.
―Ἀλλ᾽ ἐγὼ ἄλλαξα τὸν πατέρα μου.
― Δὲν ἔκαμες καλά, καὶ ὁ Θεός, ἐλπίζω, θὰ σὲ λυπηθῇ. Ἀλλὰ μὴ ἐπαναλάβῃς τοῦτο.
―Ἀλλ᾽ ἀφοῦ ἄλλαξα τὸν πατέρα μου!
― Τότε δὲν ἤμην ἐγὼ ἐδῶ νὰ σὲ ἀποτρέψω, καὶ ὁ Θεὸς συγχωρεῖ τοὺς ἀγνοοῦντας. Σὲ λέγω, μὴ κάμνῃς τοῦτο, καὶ ἐγὼ ἂς ἔχω τὴν ἁμαρτίαν.
Ἡ ἀντίστασις τῆς κόρης κατεβλήθη, καὶ ὁ πλοίαρχος τῆς ἀφῄρεσε τὰ ἐνδύματα ἀπὸ τῶν χειρῶν. Ἐρρίφθη δὲ κατάκοπος ἐπί τινος ἕδρας.
Ὁ πλοίαρχος ἐσπόγγισε τὸν βρέχοντα τὸ μέτωπόν του ἱδρῶτα.
― Λοιπόν, εἶπε, λάβε ὅ,τι ἔχεις, καὶ ἂς ὑπάγωμεν.
Ἡ νεᾶνις ἔστρεψε τὸ βλέμμα πρὸς τοὺς δύο νεκροὺς καὶ οἱ ὀφθαλμοί της ἐξέπεμψαν φλόγας.
―Ἀλλὰ λησμονεῖς, ἀπήντησεν, ὅτι πρέπει πρότερον νὰ θάψω τοὺς γονεῖς μου;
Ὁ γέρων πλοίαρχος ἔδηξε τὰ χείλη, δὲν εἶχε δέ, φεῦ! τοσαύτην ἀπάθειαν, ὥστε νὰ ἀντικρούσῃ τὴν νέαν ταύτην ἔνστασιν.
― Καὶ πῶς νὰ κάμωμεν, εἶπε βυθιζόμενος εἰς σκέψιν. Ἐξεύρεις, τοὐλάχιστον, ποῦ ἐδῶ σιμὰ δύναται νὰ φέρῃ τις εἴδησιν εἰς τοὺς νεκροσκόπους, ἢ δὲν ἐξεύρω ποῦ;
―Ὄχι.
― Περιμένεις νὰ ὑπάγω;
― Βεβαίως.
―Ὅταν θὰ λείπω δὲν θὰ κάμῃς τρέλας; Δὲν θὰ ζητήσῃς πάλιν ν᾽ ἀλλάξῃς τὴν μητέρα σου;
Ἡ νέα ἤρχισε νὰ κλαίῃ σπαρακτικῶς. Ἐνόησεν ἤδη ὁ πλοίαρχος ὅτι δὲν συνέφερε νὰ τὴν ἀφήσῃ μόνην, μηδ᾽ ἐπὶ μίαν στιγμήν.
Ἐσκέφθη ἐπ᾽ ὀλίγον.
―Ἄκουσόν με, εἶπε, τὸν κῆπον τοῦτον, ὄπισθεν τῆς οἰκίας σας, ποῖος τὸν κατέχει;
―Ὁ οἰκοδεσπότης μας.
― Αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἐντὸς τῆς οἰκίας ταύτης εὑρίσκονται ἄλλοι ἄνθρωποι;
― Δὲν πιστεύω· ὅλοι ἔφυγαν.
― Καὶ τί ἔγινεν ἡ ὑπηρέτριά σας;
― Δὲν εἶναι ἐδῶ, εἶπε φέρουσα τὴν χεῖρα εἰς τοὺς ὀφθαλμούς.
― Λοιπὸν ἔχεις κανὲν σιδηροῦν ἐργαλεῖον;
― Θὰ εὑρεθῇ.
― Εἰπέ μοι ποῦ νὰ εὕρω τοιοῦτον, καὶ κάμε τρόπον νὰ ἔμβωμεν εἰς τὸν κῆπον.
Μόλις ἐσηκώθη ἡ ὀρφανὴ ἵνα μεταβῇ πρὸς ἐκτέλεσιν τῆς παραγγελίας ταύτης, ὅτε ἐκ τοῦ διαδρόμου ἠκούσθησαν βήματα. Ὁ πλοίαρχος καὶ ἡ κόρη ἠρώτησαν ἀλλήλους διὰ τοῦ βλέμματος.
Ἐπὶ τῆς θύρας προέβαλεν ἡ πένθιμος μορφὴ ἀνθρώπων ἐνδεδυμένων ὡς οἱ νεκροθάπται, οὓς εἶχεν ἀπαντήσει καθ᾽ ὁδὸν ὁ πλοίαρχος μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ συλλέγοντας τὰ πτώματα.
―Ἐδῶ εἶναι νεκροί, εἶπεν ὁ πρῶτος αὐτῶν ἅμα ἰδὼν ἐντὸς τοῦ κοιτῶνος.
Καὶ εἰσῆλθεν. Οἱ λοιποὶ τὸν ἠκολούθησαν…
ΠΗΓΗ ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ