Υπερπτήσεις παντού
Λίγο μετά την επιστροφή του Πρωθυπουργού από το ταξίδι του στις ΗΠΑ, οι τουρκικές προκλήσεις εκδηλώθηκαν άμεσα και ακόμα δριμύτερες, με αποκορύφωμα την παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου και την πτήση τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών μόλις δυόμισι χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη, η οποία υποτίθεται ότι προστατεύεται, ως αμερικανική βάση και διαμετακομιστικό κέντρο, για την αποστολή όπλων στην Ουκρανία.
Αποκαλύπτεται μάλιστα, με δηλώσεις του Αμερικανού Υπουργού Άμυνας, ότι η Ελλάδα έχει δεσμευθεί για περαιτέρω εμπλοκή στη σύγκρουση, στην Ουκρανία, αποστέλλοντας και άλλα οπλικά συστήματα.
Ερωτώμενος για τις νέες τουρκικές προκλήσεις, ο εκπρόσωπος του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών Νεντ Πράις κράτησε ίσες αποστάσεις, τονίζοντας ότι «όπου υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με τα όρια του εναέριου χώρου μιας χώρας, ζητούμε συντονισμό και συζήτηση και όχι προκλητικές ενέργειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε θανατηφόρα ατυχήματα».
Οι παραπάνω εξελίξεις, λίγο μετά την επιστροφή του κ. Μητσοτάκη από τις ΗΠΑ, όπου τονίστηκε από κυβερνητικούς παράγοντες, ότι επιδείχθηκαν στους αρμοδίους οι χάρτες του καθεστώτος Ερντογάν με την «γαλάζια πατρίδα» να περιλαμβάνει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αναδεικνύουν το γεγονός ότι οι τιμές που αποδόθηκαν στον Πρωθυπουργό και στη συνοδεία του στις ΗΠΑ, δεν έχουν, τουλάχιστον προς το παρόν, αντίκρισμα στην πολιτική της χώρας αυτής απέναντι στην Ελλάδα.
Η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο αμερικανικό Κογκρέσο, αν και κατ’ αρχήν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θετική ως γεγονός, δεν διέφερε ιδιαίτερα από τις συνηθισμένες πολιτικές ομιλίες του νυν πρωθυπουργού. Αν έλειπαν ορισμένες αναφορές σε θέματα διεθνή ή σε ατάκες του νεοφιλελεύθερου Αμερικανού προέδρου Ρόναλντ Ρήγκαν (που σίγουρα έχει ως πρότυπο και ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης), θα μπορούσε να είναι, πάντα ως προς το περιεχόμενο, ομιλία στο ελλαδικό Κοινοβούλιο.
Θετικό στοιχείο της πρωθυπουργικής ομιλίας η αναφορά του στο Κυπριακό και η ξεκάθαρη θέση της μη αποδοχής της «λύσης» των δύο κρατών. Όμως η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία που υπερασπίστηκε, ναι μεν στηρίζεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, και αποτελούσε τουρκική επιδίωξη, που η Ελλάδα κακώς αποδέχτηκε, αλλά εφόσον, σήμερα η Τουρκία έχει εγκαταλείψει τη θέση αυτή, θα έπρεπε Αθήνα και Λευκωσία να ζητούσαν την επανατοποθέτηση του προβλήματος στη μόνη σωστή του βάση. Να θέσουν δηλαδή το Κυπριακό ζήτημα ως ζήτημα εισβολής και κατοχής περιοχής ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους και να ζητήσουν την άρση των τετελεσμένων της εισβολής και κατοχής και της επανένωσης του νησιού, ως ενιαίου και ελεύθερου Κράτους. Είναι γεγονός πάντως ότι ουδείς από τους σημερινούς πολιτικούς αρχηγούς των συστημικών κομμάτων θέτει τέτοιο ζήτημα. Όλοι τάσσονται υπέρ της Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία.
Για τις τουρκικές προκλήσεις ο κ. Μητσοτάκης, χωρίς να κατονομάσει την Τουρκία, αλλά και χωρίς να αφήνει περιθώρια ότι μιλούσε για άλλη χώρα, είπε επί λέξει:
«Θέλω να είμαι απολύτως σαφής. Δεν θα δεχτούμε επιθετικές ενέργειες που παραβιάζουν την κυριαρχία μας και τα εδαφικά μας δικαιώματα. Αυτές περιλαμβάνουν υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά, οι οποίες πρέπει να σταματήσουν αμέσως».
Θέλησε να ήταν σαφής, όπως είπε, αλλά δεν ήταν. Από τον λόγο του απουσιάζει το πολύ σημαντικό, για τη γλώσσα της διπλωματίας, οριστικό άρθρο τις πριν από τη λέξη υπερπτήσεις και γίνεται αόριστη αναφορά σε υπερπτήσεις. Η απουσία του άρθρου «τις», μπορεί να ερμηνευθεί ότι στις επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας περιλαμβάνονται μόνο ορισμένες υπερπτήσεις, π.χ. οι πάνω από κατοικημένα νησια και όχι όλες οι υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό έδαφος, στεριάς, θάλασσας και αέρα!
Ο κ. Μητσοτάκης μάλιστα προέβη και σε αντιπαραβολές και συγκρίσεις που αξιολογούνται ως κακές ως κάκιστες: σύγκρινε τη Μαριούπολη της Ουκρανίας με το Μεσολόγγι, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι οι Ουκρανοί μαχητές που παρέμεναν στην πόλη “βλέπουμε να υφίστανται τα ίδια δεινά”.
Οι μαχητές του Μεσολογγίου όμως δεν περιλάμβαναν νεοναζιστές, δεν άσκησαν εθνοτική καταπίεση οι ίδιοι, δεν ήταν ευνοούμενοι ή υποτακτικοί της παγκόσμιας υπερδύναμης, δεν έκαναν τον άμαχο πληθυσμό (όπως μεταδίδουν εναλλακτικά δυτικά μέσα) ανθρώπινη ασπίδα, και τελικά δεν παραδόθηκαν ποτέ αλλά σκοτώθηκαν από τους κατακτητές. Σε κάθε περίπτωση, το Μεσολόγγι, ανεξαρτήτως εάν τα γεγονότα του διαδραματίστηκαν στη χώρα μας, είναι ένα παγκόσμιο ιστορικό ορόσημο που δε μπορεί να σύρεται σε σκοπιμότητες της πολιτικής συγκυρίας.
Άλλο ζήτημα προβληματικό είναι η αναβάθμιση της παρουσίας των Συμμάχων ως παραγόντων της επιτυχίας της Επανάστασης του ‘21. «Χωρίς συμμάχους οι Έλληνες δεν θα ήταν σε θέση, παρά τον ηρωισμό τους, να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αναγνωρίζουμε τη σημασία που έχει σήμερα να παίρνουμε καθαρή θέση». Ο κύριος Μητσοτάκης εμφανώς αναφέρεται στην «σωστή πλευρά της Ιστορίας», όπως το έχει πει και άλλοτε, ωστόσο τείνει στην προσβλητική και ανιστόρητη ερμηνεία της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, ως ιστορικό προηγούμενο της «Τρόικας» που ξεστόμισε ο εκ των αντιπροέδρων Άδωνις Γεωργιάδης παλαιότερα. Όμως, οι ξένοι στρατιωτικοί, όπως άλλωστε και ο Φιλέλληνας Λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι, ενήργησαν από φιλελληνικά αισθήματα αυθόρμητα, ανεξάρτητα και κατά βάση ενάντια στις επίσημες πολιτικές των κρατών τους, όπως προκύπτει και από την επιστολή του Άγγλου βασιλιά προς τον Σουλτάνο. Η ελευθερία έτσι κατακτήθηκε χάρη στην Επανάσταση και στον αγώνα των Ελλήνων κατά της τυραννίας, ο οποίος άλλαξε τους συσχετισμούς δυνάμεων στην Ευρώπη. Ευαισθητοποίησε τις ευγενείς ψυχές στην Ευρώπη, που κινητοποιήθηκαν σε βοήθεια, αλλά δεν ήταν δώρο κανενός.
Σε γενικές γραμμές, η ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, αν και χειροκροτήθηκε από τους φορείς της εξουσίας στην υπερδύναμη και περιείχε ορισμένες θετικές νύξεις, ως επί το πλείστον δεν ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ένα συμπίλημα των γνωστών πολιτικών θέσεών του. Υπήρχαν και υπάρχουν ζητήματα φιλίας μεταξύ των δύο λαών που θα μπορούσαν να τονιστούν και να εξαρθούν σε πολλά επίπεδα, όπως η οικονομική στήριξη του αμερικανικού λαού κατά την ελληνική επανάσταση, η αλληλογραφία των λογίων Θωμά Τζέφερσον-Αδ. Κοραή και άλλα, εντούτοις προτιμήθηκαν άλλα, άστοχα και ανιστόρητα, με εμφανή τη διάσταση της υποτέλειας σε μία υπάρχουσα ηγεμονική εξωτερική πολιτική που εκπροσωπεί το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος και ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.