Ο πληθωρισμός, μετά από 40 χρόνια, μέσα στα οποία είχαν λησμονηθεί τα δεινά του, επανέκαμψε στην υφήλιο, ως συνέπεια της άνετης νομισματικής πολιτικής, που ακολουθήθηκε κατά την πανδημία, ως συνέπεια των πολλαπλών δυσχερειών στην παγκόσμια αλυσίδα προσφοράς, αλλά και ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, που οδήγησε σε κακές και επικίνδυνες αποφάσεις, σχετικά με το μέγα θέμα της ενέργειας.
Παρότι υπάρχουν αρκετές μορφές πληθωρισμού, ανάλογα με τις αιτίες που τον προκαλούν, το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η συνεχής άνοδος του γενικού επιπέδου των τιμών αγαθών και υπηρεσιών, όχι όμως στο ίδιο ποσοστό. Δηλαδή, όταν στην Ελλάδα ανακοινώνεται πρόσφατα ότι o πληθωρισμός τρέχει με 11.5%, ορισμένα αγαθά και ορισμένες υπηρεσίες θα εμφανίσουν αύξηση μεγαλύτερη ή μικρότερη από αυτό το ποσοστό. Ο πληθωρισμός μειώνει, γενικώς, τους πραγματικούς μισθούς (την αγοραστική δύναμη των ονομαστικών μισθών) και ευνοεί τα κέρδη, αυξάνοντας έτσι τις ήδη υφιστάμενες ανισότητες κατανομής τους εισοδήματος.
Η εξήγηση αυτής της δυσμενούς εξέλιξης για τους μισθωτούς βρίσκεται στη βασική διαφορά που διακρίνει αυτά τα δύο εισοδήματα. Το κέρδος των επιχειρηματιών ακολουθεί χωρίς καθυστέρηση τις αυξήσεις των τιμών, ενώ αντιθέτως οι μισθοί, έστω και στην καλύτερη των περιπτώσεων, που αυξάνουν μετά από κάθε άνοδο των γενικού επιπέδου τιμών, υπάρχει συνεχώς καθυστέρηση έναντι αυτών των αυξήσεων.
Ειδικά σε περιόδους πληθωρισμού είναι απαραίτητη η διάκριση ανάμεσα στον ονομαστικό και τον πραγματικό μισθό. Ο ονομαστικός μισθός είναι το σύνολο των νομισματικών μονάδων, με τις οποίες έχουν συμφωνήσει, εργοδότης και εργαζόμενος, να αμείβεται η μισθωτή εργασία.
Ο ονομαστικός αυτός μισθός, πριν από την έναρξη του πληθωρισμού, αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών, την οποία είναι σε θέση να αποκτήσει ο εργαζόμενος. Όταν, όμως, αρχίσει η άνοδος του γενικού επιπέδου των τιμών, ο πραγματικός μισθός περιορίζεται, δηλαδή η αγοραστική δύναμη του ονομαστικού μισθού, διότι δεν είναι πλέον σε θέση να αποκτήσει την ίδια ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών με πριν. Και όσο ταχύτερη και μεγαλύτερη είναι η συνεχιζόμενη άνοδος των τιμών, τόσο αυξάνει το χάσμα ανάμεσα στον ονομαστικό και στον πραγματικό μισθό, και τόσο φτωχότεροι καθίστανται οι μισθωτοί.
Οι μισθωτοί, που αντιλαμβάνονται, έστω και με κάποια καθυστέρηση, ότι φτωχαίνουν, παρότι ο ονομαστικός τους μισθός παραμένει αμετάβλητος, αρχίζουν να διεκδικούν αυξήσεις του ονομαστικού τους μισθού, ελπίζοντας ότι έτσι θα καλύψουν τις συνεχείς μειώσεις του πραγματικού τους μισθού. Οι διεκδικήσεις τους αυτές είναι γενικώς πιο αποτελεσματικές, όταν τα εργατικά συνδικάτα είναι ισχυρά, που δεν είναι πια η περίπτωση για τις τελευταίες δεκαετίες, εξαιτίας του άκρατου φιλελευθερισμού, ο οποίος επικράτησε στον προηγμένο κόσμο, τις τελευταίες δεκαετίες, σε συνδυασμό και με την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση. Ωστόσο, σε περίοδο πληθωρισμού, έστω και όταν ο ρυθμός πτώχευσης των μισθωτών είναι ταχύς και αναπόφευκτος, διαπιστώνονται δύο φαινόμενα.
Το πρώτο είναι γνωστό ως «φαύλος κύκλος τιμών και μισθών», και συνίσταται στην πυροδότηση του πληθωρισμού συνεπεία κάθε πρόσθετης αύξησης των ονομαστικών μισθών. Και το δεύτερο φαινόμενο αναφέρεται «στην ουτοπία των ονομαστικών μισθών», που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι σε κάθε νέα αύξηση των ονομαστικών τους μισθών, έστω και αν αυτή υστερεί σε σχέση με το ρυθμό ανόδου των τιμών, αισθάνονται πλουσιότεροι, και σπεύδουν να αυξήσουν την κατανάλωσή τους η οποία, με τη σειρά της, ενισχύει την άνοδο των τιμών.
Η πτώχευση των μισθωτών, θεωρείται sine qua non συνέπεια του πληθωρισμού, η οποία δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί, ακόμη και από κυβερνήσεις οι οποίες επιθυμούν να αποτρέψουν την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και να αποφύγουν τις συνέπειες των διευρυνόμενων ανισοτήτων κατανομής, στις αναπτυξιακές ροπές της οικονομίας. Και τούτο, διότι οποιαδήποτε προσπάθεια εξουδετέρωσης της επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, προσκρούει στον παράγοντα της αναπόφευκτης καθυστέρησης της αύξησης των ονομαστικών μισθών, που έπεται αναγκαστικά της αύξηση των τιμών. Που σημαίνει ότι όταν υλοποιείται η αύξηση των ονομαστικών μισθών, προκειμένου να καλύψει την αύξηση των τιμών, έχει ήδη σημειωθεί νέα αύξηση του πληθωρισμού, και συνεπώς νέα μείωση των πραγματικών μισθών των εργαζομένων.
Το άλυτο αυτό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, σε ό, τι αφορά τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, στη Γαλλία, κατά την περίοδο 1952-1982 από τον Antoine Pinay.
Ο πρώην πρωθυπουργός επέτυχε από τη Βουλή την έγκριση εφαρμογής ενός συστήματος «κινούμενης κλίμακας», η οποία εξασφάλιζε την άμεση αύξηση των μισθών, ταυτόχρονα με την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών. Το μειονέκτημα αυτής της μεθόδου διαφύλαξης της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών ήταν η κάπως εντονότερη ενθάρρυνση, σε σχέση με τις παραδοσιακές, των πληθωριστικών πιέσεων. Η μέθοδος αυτή εγκαταλείφθηκε το 1982, υπό την ασφυκτική πίεση του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Αυτά τα παραπάνω, άλλα και πολλά άλλα, που δεν υπεισέρχονται στην παρούσα ανάλυση, αποτελούν τα προβλήματα, χωρίς λύση, που συνδέονται με τον πληθωρισμό, του οποίου η ένταση, η διάρκεια, αλλά και η μορφή, δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν. Γι’ αυτό, και εκ των υστέρων διαπιστώνεται πολύ συχνά, ότι τα μέτρα που εκάστοτε λαμβάνονται για την αντιμετώπισή του, ήταν εσφαλμένα, και θα έπρεπε να είχαν εκκινήσει με βάση διαφορετικές διαπιστώσεις και προβλέψεις.
Να πάρουμε τώρα και μια γεύση από τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο και στην Ελλάδα, σχετικά με τα παραπάνω προβλήματα, γύρω από τον πληθωρισμό και την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Όπως είναι γνωστό η Ελλάδα έχει τους χαμηλότερους μισθούς στην ΕΕ, με μόνη εξαίρεση τη Βουλγαρία, που βρίσκεται κάτω από αυτήν. Πρόκειται, βέβαια, για μια από τις πολλές και διαρκείς καταστροφές, που προκάλεσαν τα Μνημόνια στην Ελλάδα, αυτά δηλαδή που κατά την επίσημη εκδοχή της ΕΕ «μας έσωσαν», καθώς πριν από αυτά το κατά κεφαλή εισόδημα της χώρας μας ήταν στην κορυφή των Βαλκανίων.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο ανήλθε στο 11,1%, ενώ στην Ευρωζώνη ήταν, αντίστοιχα, 9.1%. Ενας από τους βασικούς λόγους αυτής της διαφοράς, σε βάρος της Ελλάδας, είναι πιθανότατα ο πολύ χαμηλός δείκτης αυτάρκειας σε προϊόντα πρώτης ανάγκης, τα οποία εισάγουμε και των οποίων οι διεθνείς τιμές αυξήθηκαν σημαντικά.
Η δυσμενής αυτή πρωτιά μας, στο ρυθμό του πληθωρισμού, συνυπάρχει με μια δεύτερη αρνητική πρωτιά. Πρόκειται για την ουσιαστική καθήλωση των μισθών που, κατά τον Moody’s, αυξήθηκαν σε ετήσια βάση μόλις 0,8% στο δεύτερο τρίμηνο φέτος, σε σύγκριση με την αντίστοιχη μέση αύξηση της Ευρωζώνης που ήταν 4,1%.
Ο πληθωρισμός, ωστόσο, δεν έχει μόνο μειονεκτήματα, αλλά και κάποιες θετικές πλευρές. Να αναφέρω, καταρχήν, ότι ελεγχόμενος πληθωρισμός, που όμως δεν είναι στασιμοπληθωρισμός, εξασφαλίζει ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και απορρόφηση της ανεργίας.
Αν αυτά επιτευχθούν, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών δεν θα καταλήξει σε πτώση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ. Αναφέρομαι εδώ στη νεοκλασική θεωρία Cobb-Douglas, που υποστηρίζει ότι το μερίδιο του συντελεστή εργασία στο ΑΕΠ πρέπει να κυμαίνεται γύρω στο 75%, προκειμένου να μη διαταράσσεται η γενική οικονομική ισορροπία. Στην πτώση αυτού του ποσοστού, στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών, που εκτιμάται στο 10% (υπέρ του κέρδους), για την περίπτωση των προηγμένων οικονομιών, αποδίδεται η μείωση της κατανάλωσης και επένδυσης σε επίπεδο τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Δυστυχώς, όμως, αυτός ο πληθωρισμός οδεύει, σχεδόν με βεβαιότητα, σε στασιμοπληθωρισμό, ο οποίος συνδυάζεται με αύξηση, και όχι με μείωση της ανεργίας. Ακόμη, θεωρητικά, μπορεί να προστεθεί ότι ο πληθωρισμός, κάτω από ορισμένες συνθήκες, εμφανίζει και ένα δεύτερο πλεονέκτημα, κυρίως υπέρ των νέων, που επιδιώκουν να δανειστούν για την απόκτηση δικής τους κατοικίας. Είναι το επιτόκιο, που όταν έχει συμφωνηθεί ως σταθερό, μειώνει συνεχώς την πραγματική του επιβάρυνση.
Από ό, τι, ωστόσο, διαφαίνεται, οι προθέσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ είναι η σταδιακή αύξηση των επιτοκίων, με την ελπίδα τιθάσευσης του πληθωρισμού, οπότε εξαφανίζεται και το πλεονέκτημα αυτό, που θα μπορούσε να αναζωογονήσει την οικοδομική δραστηριότητα. Ειδικά, για την Ελλάδα, να υπογραμμίσω αυτό που κατά την κρίση μου θεωρώ αυτονόητο, ότι δηλαδή η μετατροπή της ενισχυμένης εποπτείας από τρίμηνη σε εξάμηνη ουδόλως περιορίζει τη δεινή οικονομική της κατάσταση, που επεκτείνεται σε δεκαετίες από σήμερα.
Με την ευκαιρία της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και του πληθωρισμού διαμορφώνονται νέες καταστάσεις, που ενδεχομένως διανοίγουν νέες ευκαιρίες και αναθεωρήσεις παραδοχών και δεδομένων. Μέσα σε αυτές, μου αρέσει να ελπίζω ότι η Ελλάδα θα διεκδικήσει, επιτέλους, τα παγιωμένα, εξαιτίας δισταγμών και αβελτηρίας της, αναφαίρετα δικαιώματά της.
Όπως, ανάμεσα και σε άλλα, αυτά τα τρισεκατομμύρια γερμανικού χρέους, από την απάνθρωπη ναζιστική κατοχή, που η Γερμανία προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται, παρότι δεν αρνείται ότι τα οφείλει. Όπως, ανάμεσα και σε άλλα, η δικαιολογημένη απαίτηση της χώρας μας για διαγραφή τμήματος του χρέους, μετά και την προσθήκη της ομολογίας του Μπαράκ Ομπάμα, σε όσα ήδη μας ήταν γνωστά: ότι δηλαδή οι εταίροι μας θυσίασαν την Ελλάδα για να σώσουν τις τράπεζές τους.
Αλλά ακόμα και πριν από όλα επιβάλλεται η επικράτηση της δικής μας απόφασης να εγκαταλείψουμε τους αδικαιολόγητους ενθουσιασμούς, σχετικά με την οικονομία μας, που στην πραγματικότητα αργοπεθαίνει, και να προχωρήσουμε στην κατάστρωση ενός μακροχρόνιου σχεδίου, εκ βάθρων, αναδιάρθρωσής της.
Να βρούμε επιτέλους το θάρρος αναμέτρησής μας με την ΕΕ, ως μέλος της και όχι ως υπήκοος, αρνούμενοι να εφαρμόσουμε αυτά που απαιτεί από εμάς, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, και όχι μόνο, αλλά που ουδόλως προωθούν τις ανάγκες της οικονομίας μας.
Και να επιβάλλουμε ένα δικό μας πρόγραμμα ανάκαμψης, προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες ανάγκες της ρημαγμένης, από τα Μνημόνια οικονομίας μας, που να προωθεί την αντιμετώπιση των αναπτυξιακών αναγκών της δικής μας χώρας. Αλλά, τέτοιες σκέψεις παραμένουν, προς το παρόν, και άγνωστο μέχρι πότε, όνειρα θερινής νυκτός στο σκοτεινό καθεστώς της απόλυτης υποτέλειας, που διαρκεί ήδη 200 χρόνια.
Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, πρ. πρύτανης και καθηγήτρια στο ΠΑΜΑΚ