Ο άθλος της αποπληρωμής χρέους 350 δισ. ευρώ ως το 2060

8963

Χρέος, ύψους 350 δισ. ευρώ, θα πρέπει να αποπληρώσει η Ελλάδα μέχρι και το 2060, μαζί με περισσότερα από 160 δισ. σε τόκους, σε ένα διεθνές τοπίο ιδιαίτερα ευμετάβλητο και ασταθές, όπως έδειξαν οι τελευταίες διαδοχικές κρίσεις του κορονοϊού και του υψηλού πληθωρισμού στη συνέχεια που έφερε και την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ.

Είναι προφανές ότι το μεγαλύτερο μέρος από το τεράστιο αυτό ποσό δεν θα εξοφληθεί αλλά θα αναχρηματοδοτηθεί με δάνεια τα οποία θα γίνουν από τις αγορές. Στη μάχη για τη μείωση του χρέους υπολογίζονται και πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία σε μέση ετήσια βάση θα είναι 2% του ΑΕΠ. Συνολικά για τα 38 χρόνια μέχρι και το 2060, θα πρέπει η οικονομία να δημιουργήσει συνολικό πρωτογενές πλεόνασμα 76% του ΑΕΠ από φέτος μέχρι και το 2060, ώστε να μπορέσει να μειώσει το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 171,6% του ΑΕΠ που έφτασε το 2022 στο 25% του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου, το 2060.

Παράλληλα, η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλό θετικό ρυθμό ανάπτυξης, ώστε να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμητής του λόγου χρέους ως προς το ΑΕΠ. Τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και το ΔΝΤ καταλήγουν στις τελευταίες εκθέσεις τους ότι, μετά την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης το 2026, η ανάπτυξη θα προσγειωθεί σε ένα ποσοστό κοντά στο 1,5% σύμφωνα με την Commission και στο 1,2% σύμφωνα με το ΔΝΤ.

Πρωτογενές πλεόνασμα και σταθερά θετική ανάπτυξη για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα έχουν με βάση τα σημερινά δεδομένα ένα υψηλό κίνδυνο αστοχίας.

Το 10ετές χρονικό παράθυρο

Η ρύθμιση του 2012 και κυρίως η τελική ρύθμιση που είχαμε το 2018 για το χρέος έδωσε στην Ελλάδα ένα χρονικό παράθυρο 10 ετών μέχρι και το 2032, με το 1/3 του χρέους να έχει περίοδο χάριτος στην αποπληρωμή του, χαμηλά επιτόκια και εξ αυτών ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες πολύ χαμηλότερες από το 15% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα εκτός από τη ρύθμιση για το χρέος πήρε από το δάνειο των 86 δισ. από τον ESM και 11,2 δισ. ευρώ ως μαξιλάρι ρευστότητας, που θα τη διευκόλυνε στην επάνοδό της στον δανεισμό από τις αγορές. Το μαξιλάρι αυτό, μαζί με τις πετυχημένες εκδόσεις χρέους ύψους 45 δισ. ευρώ που έγιναν το 2021 και το 2022 και τα 12 δισ. του 2022 και τα 6,3 που αντλήθηκαν ως τώρα για το 2023 παραμένει σταθερά πάνω από τα 35 δισ. ευρώ όλο αυτό το διάστημα.

Το 2020 ήρθε και το αναπτυξιακό δώρο με τη μορφή του Ταμείου Ανάπτυξης το οποίο με δάνεια και χρηματοδοτήσεις ύψους 31,7 δισ. ευρώ με προοπτική να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 35% μέχρι και το 2030.

Από το 2019 μέχρι και σήμερα, η Ελλάδα έχει καταφέρει να χρησιμοποιήσει σωστά τα πλεονεκτήματά της. Βρίσκεται στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. στην απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ κατέγραψε ρυθμούς ανάπτυξης 8,3% το 2021 και 5,9% το 2022. Σε δημοσιονομικό επίπεδο, από το 2020 έως και το τέλος του χρόνου, αναμένεται να καταγράψει συνολική μείωση του χρέους κατά περίπου 50% του ΑΕΠ. Επίσης παρουσίασε οριακό πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί φέτος στο 1-1,5% του ΑΕΠ.

Την ίδια ώρα, οι αγορές έχουν προεξοφλήσει την επενδυτική βαθμίδα και τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται με αποδόσεις κάτω από αυτές της Ιταλίας. Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο PEPP έχει ως αποτέλεσμα περίπου 28 δισ. νέων ελληνικών ομολόγων να είναι ασφαλισμένα στο χαρτοφυλάκιο της ΕΚΤ, η οποία έκανε κατ’ εξαίρεση δεκτά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη σχετικά χαμηλή εκδοτική δραστηριότητα του ελληνικού Δημοσίου, τη βάσιμη προσδοκία της επενδυτικής βαθμίδας και φυσικά οι καλές αποδόσεις τους έχουν κάνει τα ελληνικά ομόλογα ανάρπαστα.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας

Η από καιρού αναμενόμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα σημάνει αλλαγή εποχής για το ελληνικό χρέος και θα έρθει να επιβεβαιώσει τη σχετική προσδοκία για την Ελλάδα. Αυτό αναμένεται να γίνει μετά τις εκλογές και η κυβέρνηση που θα προκύψει θα ξεδιπλώσει το οικονομικό της πρόγραμμα.

Τα οφέλη θα τα δει και ο δημόσιος δανεισμός αλλά και η πραγματική οικονομία. Σε ό,τι αναφορά τον δημόσιο δανεισμό το κέρδος στις αποδόσεις των ομολόγων θα είναι μικρό. Το μεγάλο κέρδος θα είναι ότι θα ανοίξει την πόρτα στα ελληνικά ομόλογα στα διαθέσιμα δισ. των πιο συντηρητικών –καλής ποιότητας– επενδυτών. Στην πράξη, τα ποσοστά των ασφαλιστικών ταμείων και των ασφαλιστικών εταιρειών στις εκδόσεις ελληνικών ομολόγων θα αυξηθούν από το 6% που επιτρέπουν σήμερα τα τμήματα διαχείρισης κινδύνων στο 10% ή το 12%. Οι επενδυτές αυτής της κατηγορίας διαχειρίζονται τα ομόλογα ως αποταμίευση. Τα αγοράζουν, τα διακρατούν ως αποταμίευση μέχρι τη λήξη τους και εισπράττουν το ετήσιο κουπόνι.

Στην πραγματική οικονομία, η αναβάθμιση του αξιόχρεου της οικονομίας θα αναβαθμίσει αυτόματα και τις εμπορικές τράπεζες. Αυτό θα φέρει πιο φθηνό δανεισμό τους από τη διατραπεζική αγορά. Επίσης, η ΕΚΤ θα κάνει και επισήμως δεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις για την παροχή δανείων προς τις τράπεζες. Το πιο σημαντικό είναι ότι η αναβάθμιση της οικονομίας θα μειώσει στο ελάχιστο την έκπτωση του 45% στην ονομαστική αξία τους που κάνει σήμερα η ΕΚΤ στην αποδοχή τους ως εγγυήσεις για νέα δάνεια. Η διευκόλυνση της χρηματοδότησης των τραπεζών θα κάνει πιο εύκολες νέες χορηγήσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Η αθέατη πλευρά

Από την άλλη, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα φέρει νέες υποχρεώσεις για το ελληνικό Δημόσιο, αφού πλέον η Ελλάδα θα κρίνεται δίπλα σε χώρες όπως το Βέλγιο ή την Ολλανδία.

Μέχρι τώρα, οι αγορές επικροτούσαν τη σταθερή απαγκίστρωση της χώρας από τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις που είχαν επιβληθεί από τα μνημόνια, τη σταθερά υψηλή ανάπτυξη της οικονομίας και τη μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή σε έλλειμμα και χρέος.

Με την ανάκτηση της ελάχιστης βαθμίδας, η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει τις κατάλληλες κινήσεις για την επόμενη βαθμίδα. Να αναβαθμιστεί δηλαδή από τη βαθμίδα ΒΒΒ- στη βαθμίδα ΒΒΒ. Αυτό προϋποθέτει ένα νέο πακέτο στόχων που θα περιλαμβάνει:

– Τη διατήρηση θετικής ανάπτυξης με την ορθή και πλήρη αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και στην συνέχεια του ΕΣΠΑ 2021-2027.

– Τη συνέχιση άσκησης συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που με τη σειρά της σημαίνει περαιτέρω ταχεία μείωση του χρέους. Ο πρωθυπουργός έθεσε ως στόχο προς την κατεύθυνση αυτή τη μείωση του χρέους κάτω από το 140% του ΑΕΠ μέχρι και το 2027. Παράλληλα όμως θα πρέπει να αυξήσει τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% του ΑΕΠ ώστε να είναι σε θέση να εγγυηθεί την ταχύτερη μείωση του χρόνου.

Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό θα είναι η περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων από το 8,5% του συνόλου που είναι σήμερα στο μέσο ευρωπαϊκό όρο που είναι στο 1,5-2%.

Πιο σημαντικό από όλα θα είναι η νέα κυβέρνηση να δεσμευτεί σε ένα νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα βοηθήσουν την οικονομία να μπορέσει να σταθεί ισότιμα δίπλα στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.

Οι κίνδυνοι

Εκτός από τις αποκλίσεις είναι πιθανό να προκύψουν λόγω της αλλαγής της οικονομικής πολιτικής και άλλοι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Τον πρώτο από αυτούς τον ζούμε ήδη κι αφορά τη συνεχή αύξηση των επιτοκίων και περισσότερο τον χρόνο για τον οποίο αυτά θα παραμείνουν στο επίπεδο του 3,75% που θα φτάσουν με την αύξηση κατά 0,25% που θα γίνει στις 4 Μαΐου. Προς το παρόν, τα αυξημένα επιτόκια των νέων εκδόσεων κουρεύονται μέσω swap επιτοκίου με συμβόλαια που είναι ανοιχτά μετά την πρόωρη ε ξόφληση δανείων του λεγόμενου “επίσημου τομέα”. Με αυτήν τη μέθοδο, το επιτόκιο 4,2% μιας έκδοσης μπορεί να μειωθεί στο 2-2,5% και τη διαφορά στον επενδυτή πληρώνει ο αντισυμβαλλόμενος του συμβολαίου ασφάλισης του επιτοκίου. Στην περίπτωση όμως που ο πληθωρισμός επιμείνει και τα επιτόκια δεν υποχωρήσουν σε χαμηλότερα επίπεδα τότε τα συμβόλαια τα οποία επιτρέπουν το swap επιτοκίου στις νέες εκδόσεις τότε η κάθε έκδοση θα γίνεται όλο και πιο ακριβή.

Ο δεύτερος είναι η ενδεχόμενη απώλεια της επενδυτικής βαθμίδας της Ιταλίας για την οποία απείλησε πριν από λίγες μέρες o οίκος Moody’s. Αν κάτι τέτοιο υλοποιηθεί, με δεδομένη τη βαρύτητα της οικονομίας της Ιταλίας στην Ευρωζώνη, θα κλονίσει όλα τα κρατικά ομόλογα της ζώνης Ευρώ. Η πίεση θα είναι σημαντικά μεγαλύτερη στα λεγόμενα ομόλογα της “περιφέρειας” στα οποία συγκαταλέγονται και τα ελληνικά. Τότε, ακόμη κι αν έχουμε την επενδυτική βαθμίδα, θα υπάρξει επιβάρυνση στο κόστος δανεισμού όλο το επόμενο διάστημα μέχρι να σταθεροποιηθεί το θέμα με την Ιταλία και οι κρατικοί τίτλοι να βρουν ξανά την ισορροπία τους.

Ο τρίτος κίνδυνος είναι το ξέσπασμα μιας τραπεζικής κρίσης εντός της Ε.Ε. Παρά τις διαβεβαιώσεις για εργαλεία παροχής ρευστότητας και ευρωστίας των ευρωπαϊκών τραπεζών, θα είναι δύσκολο να αποφύγουμε τη νευρικότητα της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα είναι πιθανό ένα μαζικό ξεπούλημα κρατικών ομολόγων από τις ίδιες οι τράπεζες, για να υπάρχει ρευστότητα για τις πρώτες ημέρες της κρίσης. Και σε αυτή την περίπτωση θα δοθεί στα ομόλογα προτεραιότητα στους τίτλους υψηλού κινδύνου, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και οι ελληνικοί.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας