Ένα από τα πλέον προσφιλή θέματα των θιασωτών της κλιματικής «κρίσης» στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα επίκεινται τεράστιες καταστροφές, είναι η περίφημη ανύψωση της στάθμης επιφανείας των θαλασσών. Κι αυτό εξ αιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας. Μια υψομετρική άνοδος της στάθμης που θα «πνίξει» τις παραθαλάσσιες περιοχές, θα εξαφανίσει νήσους κτλ, κτλ.
Φυσικά, ως θεραπεία «μαντζούνι» που προτείνουν για να μη συμβούν όλα αυτά τα τρομακτικά, είναι να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, μέσω της παύσης -το συντομότερο- της χρήσης ορυκτών καυσίμων, που επιβαρύνουν το κλίμα λόγω της αύξησης των συγκεντρώσεων στον αέρα των αερίων του θερμοκηπίου και ειδικότερα του διοξειδίου του άνθρακα.
Το φαινόμενο του θερμοκηπίου
Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι ότι διάφοροι κατ’ επάγγελμα κλιματικοί «κρισιολάτρες» οικολόγοι, αμφιλεγόμενοι κλιματολόγοι, πολιτικοί, στρατευμένα «πράσινα» funds και τράπεζες με τεράστιους τζίρους και υπερκέρδη, καθώς και ΜΜΕ, παρουσιάζουν συστηματικά το διοξείδιο του άνθρακα ως ρύπο και το φαινόμενο του θερμοκηπίου ως μια διαταραχή που παρουσιάστηκε με τη βιομηχανική επανάσταση ως αποτέλεσμα της χρήσης ορυκτών καυσίμων και οφειλόμενο αποκλειστικά σχεδόν στο διοξείδιο.
Θέλουν να ξεχνούν και σκόπιμα αποσιωπούν, ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου υπήρχε ανέκαθεν και ότι είναι περίπου 20 τα αέρια που το προκαλούν. Με μόνον 4 από αυτά να συμμετέχουν στη δημιουργία και διατήρηση του φαινομένου -με πιο σημαντικό, βέβαια, το νερό στην αέριά του κατάσταση, δηλαδή τους υδρατμούς (υγρασία της ατμόσφαιρας). Και ότι είναι αυτό που κρατά τον πλανήτη σε θερμοκρασιακή κατάσταση που επιτρέπει τη ζωή και τη βιοποικιλότητα που υπάρχει σ’ αυτόν. Διαφορετικά, χωρίς το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ο πλανήτης θα ήταν παγωμένος με μέση θερμοκρασία, η οποία υπολογίζεται στους -18οC.
Εάν δούμε, όμως, τα μεγέθη -οι υδρατμοί είναι μεσοσταθμικά 50 φορές σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις από το διοξείδιο στην ατμόσφαιρα (20.000 ppm έναντι μόλις 400)-, το εύρος των μηκών κύματος που καθένα από τα αέρια αυτά λειτουργούν απορροφητικά της υπέρυθρης ακτινοβολίας, καθώς και τα ποσοστά απορρόφησης, αντιλαμβανόμαστε, ότι οι «πράσινοι» απλά σκιαμαχούν, εάν δεν ψεύδονται απολύτως συνειδητά.
Είναι μάλιστα ενδεικτικό, ότι κανείς από τους διαπρύσιους κήρυκες της ανθρωπογενούς προέλευσης κλιματικής «κρίσης», δεν αναφέρεται σε αυτά τα κυρίως ποιοτικά (αλλά και ποσοτικά) χαρακτηριστικά των αερίων τα οποία καθορίζουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Παρ’ όλα αυτά, ο σκοπός αυτής της ανάλυσης δεν είναι να αποδείξω ότι δεν υπάρχει ζήτημα ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, ή υπερθέρμανσης, μολονότι είναι πολλοί οι επιστήμονες πια, που διαφοροποιούνται από το IPCC. Αντίθετα από αυτόν τον πολυδιαφημισμένο και πολυχρηματοδοτούμενο οργανισμό, πολλοί προβλέπουν ψύχρανση τα επόμενα χρόνια. Μια ψύχρανση εξ αιτίας της «υποτονικής» δραστηριότητας του ηλίου που επιτρέπει τη συγκέντρωση μεγάλων ποσοτήτων κοσμικής σκόνης μεταξύ αυτού και της γης, με συνέπεια να φτάνει στη γη λιγότερη ενέργεια. Προβλέπουν μάλιστα το φαινόμενο να διαρκέσει έως και 50 χρόνια από σήμερα. Από την άλλη, οι κύκλοι Μιλάνκοβιτς δεν αποκλείουν την ύπαρξη ενδιάμεσων μικρών διαταραχών, αλλά με άμεση επίπτωση στο κλίμα της γης, το οποίο επίσης παρουσιάζει ενδιάμεσες διακυμάνσεις για διαφορετικούς λόγους.
Σε αυτό μάλιστα -ότι δηλαδή εισερχόμεθα σε περίοδο σχετικής ψύξης- συνηγορούν τόσο μια ήδη παρατηρούμενη -έστω μικρή, αλλά καθόλου αμελητέα- αύξηση της παγοκάλυψης, όσο και μια αντίστοιχη μείωση της υγρασίας στην ατμόσφαιρα, εξασθενώντας το «θερμοκηπικό» φαινόμενο. Ένα φαινόμενο το οποίο, κατά τη γνώμη μου, ουδόλως, ή ελάχιστα μπορεί να επηρεάζεται από την αύξηση των μέσων τιμών του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ή αντίστοιχα από τη μείωση αυτών των τιμών (εδώ μια εκτενέστερη αποτύπωση των σκέψεών μου σε σχέση με αυτό). Ωστόσο, ούτε μια τέτοια εξέλιξη (ψύχρανση) δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και μένει να επιβεβαιωθεί στην πάροδο του χρόνου.
Επανερχόμενος στον σκοπό της εκπόνησης αυτής της ανάλυσης – μελέτης, αυτός είναι να παρουσιάσω μερικά αδιάψευστα στοιχεία και μεγέθη, ο συνδυασμός των οποίων ακόμη και με γνώσεις μαθητού πρώτων τάξεων γυμνασίου, οδηγεί στα κατάλληλα συμπεράσματα. Δηλαδή, στο κατά πόσο η «υπερθέρμανση» -στον βαθμό που υφίσταται- μπορεί να προκαλέσει τις καταστροφές σε σχέση με την άνοδο της στάθμης των θαλασσών, ή όλα αυτά δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από καλά χρηματοδοτούμενες επίσημες θεωρίες «συνωμοσίας» για την επίτευξη ανομολόγητων σκοπών και στόχων.
Γνώσεις βασικής επιστήμης, που φαίνεται ότι τα πολλά μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά, οι καλοπληρωμένες θέσεις σε επίσημους οργανισμούς και υποτιθέμενα ερευνητικά κέντρα, καθώς και η εντρύφηση σε επίσημες κυβερνητικές θεωρίες συνωμοσίας περί «αόρατων» απειλών κι εχθρών, κάνουν τους εξαίρετους αυτούς επιστήμονες που ασχολούνται για να μας τρομοκρατούν, να ξεχνούν.
Ωστόσο, η άνοδος της στάθμης των θαλασσών μπορεί να συμβεί είτε, πρώτον λόγω θερμικής διαστολής του θαλασσινού νερού, ήτοι μέσω αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του, ή δεύτερον, από την τήξη των χερσαίων πάγων στην Ανταρκτική και την Γροιλανδία. Οι θαλάσσιοι πάγοι στους πόλους, εάν λειώσουν, δεν πρόκειται να επηρεάσουν την στάθμη, επειδή βρίσκονται ήδη μέσα στον νερό και καταλαμβάνουν τον αντίστοιχο όγκο.
Τα δεδομένα
Όπως είναι γνωστό, από τα 510,073 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα (Km2) της συνολικής επιφάνειας της γης, τα 361,132 εκ. Km2, ή το 71%, καλύπτονται από θάλασσες και ωκεανούς.
Υπολογίζεται, ότι ο συνολικός όγκος του νερού των θαλασσών φτάνει το 1 δισεκατομμύριο 335 εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα (1.335.000.000 Km3), με μέσο βάθος τα 3,7 χιλιόμετρα. Το κυβικό χιλιόμετρο είναι ένας όγκος μήκους, πλάτους και ύψους ενός χιλιομέτρου αντίστοιχα και περιέχει 1 δισεκατομμύριο κυβικά (τόνους) νερού, ή 1 τρισεκατομμύριο λίτρα νερού. Συνεπώς, η συνολική ποσότητα του θαλάσσιου ύδατος στον πλανήτη ανέρχεται σε 1,335 Χ 1021 λίτρα.
Από το γυμνάσιο ήδη γνωρίζουμε, ότι τα υλικά διαστέλλονται ανάλογα με την αύξηση της θερμοκρασίας τους. Υπ’ αυτήν την έννοια εάν αυξηθεί η μέση θερμοκρασία των θαλασσών, αντίστοιχα θα αυξηθεί ο όγκος του νερού και θα ανέλθει υψομετρικά η στάθμη της επιφανείας με κίνδυνο πολλές παραθαλάσσιες περιοχές να βρεθούν κάτω από αυτήν. Είναι ακριβώς το προσφιλές καταστροφολογικό σενάριο των θιασωτών της «υπερθέρμανσης».
Ο μαθηματικός τύπος που μας δίνει το πόσο θα διασταλεί ένα υλικό -κι εν προκειμένω το νερό- είναι ο εξής: ∆V = γ Χ V0 Χ ∆Τ. Δηλαδή η αύξηση του όγκου ισούται με τον αρχικό όγκο (V0) επί την αύξηση της θερμοκρασίας (ΔΤ) επί έναν συντελεστή γ ο οποίος είναι ξεχωριστός για κάθε υλικό. Για το νερό είναι (χονδρικά διότι ο συντελεστής μπορεί να επηρεάζεται από τις συνθήκες πχ την αλατότητα του νερού, τη θερμοκρασία κτλ, αλλά στην παρούσα ανάλυση δεν παίζει ρόλο, αφού οι παρατηρούμενες διαφορές είναι μικρές) γ = 207 Χ 10-6 (όλα αυτά γνωστά από το σχολειό -για όσους παρακολουθούσαν και δεν την έκαναν κοπάνα, ή δεν τα μάθαιναν παπαγαλία, χωρίς να καταλαβαίνουν γρι περί τίνος πρόκειται).
Υλοποιώντας τον τύπο βρίσκουμε ότι για το σύνολο του θαλασσινού νερού εάν η μέση θερμοκρασία του αυξηθεί κατά 1ο C, ο όγκος του θα αυξηθεί κατά: (1,335 Χ 109) Χ (207 Χ 10-6) Χ 1 = 276.345 Km3.
Εάν όλον αυτόν τον επιπλέον όγκο νερού που θα προκύψει ένεκα διαστολής λόγω αύξησης της θερμοκρασίας του κατά 1ο C, τον μοιράσουμε στη συνολική επιφάνεια των 361.131.881 Km2 που καταλαμβάνουν οι θάλασσες, η στάθμη της επιφανείας θα υψωθεί κατά 76,5 εκατοστά του μέτρου.
Διαπιστώνουμε, ότι για να ανυψωθεί η στάθμη των θαλασσών κατά 1 μέτρο ένεκα θερμικής διαστολής, πρέπει να αυξηθεί η μέση θερμοκρασία του νερού κατά 1,31ο C, ενώ ο επιπλέον όγκος του νερού που θα προκύψει, ένεκα της διαστολής, είναι 361.132 Km3.
Οι αλλεπάλληλες διαψεύσεις των «σεναρίων»
Πόσο έχει ανυψωθεί η στάθμη των θαλασσών σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε ανθρωπογενούς φύσης «υπερθέρμανση»; Λένε, ότι ανυψώνεται κάποια λίγα χιλιοστά του μέτρου ανά δεκαετία, αλλά πόσο έχει ανυψωθεί κανείς δεν γνωρίζει, ούτε καν εάν έχει ανυψωθεί κατ’ ελάχιστον. Συνεπώς, δεν φαίνεται μέχρι στιγμής η άνοδος της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, κατά 1 ή περισσότερους βαθμούς από την προβιομηχανική εποχή, να έχει εμφανώς επηρεάσει τη στάθμη των θαλασσών ένεκα θερμικής διαστολής του νερού.
Ορισμένοι ισχυρίζονται, ότι η στάθμη έχει ανέλθει κατά περίπου 30 εκατοστά μετά το 1800, αλλά κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται, διότι δεν μπορούσαν να υπάρξουν αξιόπιστες μετρήσεις. Τουλάχιστον μέχρι την ύπαρξη των δορυφόρων και της προόδου της τεχνολογίας, που επέτρεψαν να υπάρχουν όργανα ακριβείας για τέτοιου είδους εξεζητημένες μετρήσεις και οι συγκρίσεις γίνονται με proxy δεδομένα (το ίδιο ισχύει βέβαια και για τις συγκεντρώσεις του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα την προς της βιομηχανικής περιόδου εποχή, όπου συγκρίνονται proxy δεδομένα με σημερινά -κάτι εντελώς αναξιόπιστο). Εξ άλλου, πόσος χρόνος θα χρειάζονταν για να μεταφερθεί από την ατμόσφαιρα στο νερό η όποια θερμοκρασιακή μεταβολή;
Πάντως όσοι προέβλεπαν ήδη από τη δεκαετία το 1990 και στις αρχές του 2000 -και μάλιστα με απόλυτη σιγουριά-, ότι μέχρι το 2020 η στάθμη θα ανέβαινε από 1,5 έως και 6 ή και 7 μέτρα έπεσαν τραγικά έξω (βλέπε το περίφημο ντοκιμαντέρ του Αλ Γκορ «Μια άβολη αλήθεια»)! Παρ’ όλα αυτά και τα αλλεπάλληλα στραπάτσα στις προβλέψεις τους, οι τρομολάγνοι του κλίματος πεισματικά επιμένουν -και τώρα μας απειλούν ότι μέχρι το 2100 μΧ η στάθμη της θάλασσας θα ανυψωθεί έως και 2 μέτρα (βέβαια υπάρχουν και οι… συντηρητικοί που μειώνουν τις… προσδοκίες τους στα μόλις 50 εκατοστά μέχρι το 2085).
Η άνοδος της στάθμης των θαλασσών εξ αιτίας θερμικής διαστολής
Όπως γνωρίζουμε, επίσης από τη φυσική του γυμνασίου, για να αυξηθεί η θερμοκρασία 1 λίτρου νερού κατά 1 βαθμό Κελσίου απαιτείται θερμότητα (δαπάνη ενέργειας) ίση με 1 Kcal (ή 4.186 Joule/Kg). Αυτό σημαίνει ότι για να θερμανθεί όλη η ποσότητα του θαλασσινού νερού που υπάρχει στον πλανήτη και να αυξηθεί η μέση θερμοκρασία του κατά 1,31 βαθμό Κελσίου θα απαιτούνταν αντίστοιχα (1,335Χ1021)Χ1,31 = 1,74885Χ1021 Kcal. Φυσικά κι εδώ ο υπολογισμός είναι προσεγγιστικός, αφού και η ειδική θερμότητα επηρεάζεται από τις γενικότερες συνθήκες (πίεση, θερμοκρασία, αλατότητα κτλ), αλλά οι διαφορές δεν αλλοιώνουν τα συμπεράσματα, αφού η τάξη μεγέθους είναι αυτή που ενδιαφέρει. Μετατρέποντας τις θερμίδες σε κιλοβατώρες (Kwh), διαπιστώνουμε ότι για να αυξηθεί η μέση θερμοκρασία του νερού των θαλασσών κατά 1,31 βαθμό Κελσίου θα πρέπει να δαπανηθεί ενέργεια (περίπου) ίση με 2.033.912.550 Twh (τεραβατώρες). Αυτή είναι μια κολοσσιαίων διαστάσεων ποσότητα ενέργειας, η οποία θα πρέπει να δαπανηθεί -και σε τι βάθος χρόνου φυσικά.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος αυτής ποσότητας ενέργειας, αρκεί να συγκρίνουμε με την ενέργεια που παράγει και καταναλώνει η ανθρωπότητα χρησιμοποιώντας ορυκτά καύσιμα και ειδικά πετρέλαιο σε ένα χρόνο.
Σήμερα η ημερήσια κατανάλωση πετρελαίου διεθνώς φτάνει τα 100.000.000 βαρέλια. Το ενεργειακό ισοδύναμο που παράγεται από την καύση αυτού του πετρελαίου ανέρχεται σε (1Χ108) Χ 159 lt/br X 8.400 Kcal X 0,001163 = 1,5533 Χ 102 = 155,33 Twh μόλις ημερησίως, ή επί 365 ημέρες = 56.696 Twh ετησίως (το σύνολο ολόκληρης -από όλες τις πηγές μαζί- παραγόμενης – καταναλισκόμενης ενέργειας από τον άνθρωπο δεν ξεπερνά τις 150.000 Twh ετησίως).
Διαιρώντας τις 2.033.912.550 Twh που θα χρειάζονταν να απορροφηθούν από τους ωκεανούς για να ανέλθει η μέση θερμοκρασία του νερού κατά 1,31ο C και να ανυψωθεί η στάθμη της επιφανείας τους κατά 1 μέτρο, με τις 56.696 Twh της συνολικής παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας από πετρέλαιο της ανθρωπότητας επί ένα έτος, βρίσκουμε ότι θα χρειαστούν, ούτε λίγο ούτε πολύ 2.033.912.550/56.696 = 35.874,29 χρόνια! Και αυτό -στην απολύτως θεωρητική περίπτωση- εάν το σύνολο αυτής της ενέργειας απορροφάται αποκλειστικά και χωρίς την παραμικρή απώλεια από τους ωκεανούς.
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί μετά από σχεδόν 36.000 χρόνια; Ίσως να μην υπάρχει καν η ανθρωπότητα. Το σίγουρο είναι όμως, ότι τα αποθέματα πετρελαίου στον πλανήτη λιγοστεύουν και ίσως -εάν όχι νωρίτερα- σε 50, ήτο πολύ 100 χρόνια, να μην υπάρχει ούτε σταγόνα για να κάψουμε! Έτσι και να θέλουμε πολύ, δεν μπορούμε ούτε κατά διάνοια να προσθέσουμε κάτι στην αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της θάλασσας με την καύση υδρογονανθράκων, οι οποίοι μάλιστα εξαντλούνται γρήγορα.
Το κρίσιμο ερώτημα
Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει, είναι από που και πως θα βρεθεί όλη αυτή η απίθανα κολοσσιαία ποσότητα ενέργειας για να απορροφηθεί εξ ολοκλήρου από τους ωκεανούς ώστε να έχουμε θερμική διαστολή και εξ αιτίας αυτής άνοδο της στάθμης της επιφανείας του νερού πχ κατά 1 μέτρο;;;;
Δεν μιλάμε φυσικά για την αυξομείωση της στάθμης μερικών εκατοστών που παρατηρείται εξ αιτίας θέρμανσης, ή ψύξης των επιφανειακών υδάτων. Στη Μεσόγειο πχ η διαφορά αυτή φτάνει τα 10 εκ μεταξύ της χειμερινής και της καλοκαιρινής περιόδου. Όμως αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που συζητούμε και έχει να κάνει με την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας συνολικά του νερού των ωκεανών, για να προκύψει σταθερά σημαντική ανύψωση της στάθμης λόγω θερμικής διαστολής.
Εάν ισχύει η αρχή της διατήρησης της ενέργειας σε ένα κλειστό σύστημα όπως είναι ο πλανήτης μας, κι εάν δεν υπάρχει μια ισχυρή εξωτερική πηγή ανατροφοδότησης της ενέργειας που δαπανάται για οποιονδήποτε σκοπό, τότε προφανώς εάν χρησιμοποιήσουμε μια εσωτερική πηγή για να θερμάνουμε πχ τη θάλασσα, αυτό θα έχει ως συνέπεια να ψυχθεί αντίστοιχα η ξηρά, όπως και η ατμόσφαιρα και αντίστροφα. Βεβαίως ο πλανήτης μας είναι τυχερός και διαθέτει εξωτερική πηγή συνεχούς παροχής ενέργειας. Είναι ο ήλιος! Χωρίς αυτόν οι θερμοκρασίες στην επιφάνεια της γης θα προσέγγιζαν σχεδόν το απόλυτο μηδέν. Ο ζωοδότης ήλιος υποβοηθούμενος από το φαινόμενο του θερμοκηπίου -και την ύπαρξη των θαλασσών- διατηρεί ένα πολύ βολικό για τη δημιουργία και τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη ενεργειακό ισοζύγιο -με τις όποιες διακυμάνσεις του στο χρόνο. Δεν φαίνεται να του περισσεύει ενέργεια για να δαπανήσει προκειμένου να ικανοποιηθούν οι καταστροφολογικές ονειρώξεις των «πρασίνων». Ενώ, η από εκατομμυρίων ετών αποθηκευμένη ενέργεια σε ορυκτά καύσιμα, πέραν του γεγονότος ότι είναι πεπερασμένη κι εξαντλούμενη, είναι στην καθημερινή χρήση της από τον άνθρωπο, όπως αποδεικνύεται, απολύτως ανίκανη να προκαλέσει τέτοιου τύπου μεταβολές στο ενεργειακό ισοζύγιο του πλανήτη.
Ας δούμε λοιπόν τον ήλιο.
Γνωρίζουμε ότι η προερχόμενη από τον ήλιο προσπίπτουσα ενέργεια ανά τετραγωνικό μέτρο επιφανείας της γης και μάλιστα πριν η ακτινοβολία εισέλθει στην ατμόσφαιρα, ανακλασθεί, διαθλασθεί κτλ, ανέρχεται σε 1,365 kwh (δηλαδή 1,365 Kw σε διάστημα μιας ώρας). Λόγω της κλίσης του άξονα της γης και την περιστροφή της πέριξ αυτού, η επιφάνεια της γης που βρίσκεται συνεχώς υπό τον «βομβαρδισμό» της ηλιακής ακτινοβολίας είναι περίπου η μισή της συνολικής γήινης επιφάνειας και καλύπτει, χονδρικά, ένα εμβαδόν 510/2 = 255 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα σε συνεχή βάση. Άρα, οι ποσότητες ηλιακής ακτινοβολίας που προσπίπτουν συνεχώς επί της εξωτερικής ατμόσφαιρας σε μια ώρα είναι περίπου 1,365 Χ 25514 = 3,48075 Χ 1014 Kwh, ή 348.075 Twh ενεργειακό ισοδύναμο αυτής της ακτινοβολίας. Με δεδομένο ότι στην επιφάνεια της γης φθάνει περίπου το 70% της προσπίπτουσας στην εξωτερική ατμόσφαιρα ηλιακής ακτινοβολίας, η ποσότητα της ενέργειας που αντιστοιχεί φτάνει τις 243.653 Twh. Και μάλιστα αυτή η προσπίπτουσα στη γη ακτινοβολία αφορά σε όλα τα μήκη του φάσματος, με μόνον ένα μικρό μέρος της να ανήκει στην περιοχή του υπέρυθρου, ή να ανακλάται από το έδαφος με τη συγκεκριμένη μορφή, η οποία εν τέλει εγκλωβίζεται από το θερμοκηπιακό φαινόμενο κάνοντας τον πλανήτη βιώσιμο.
Παρατηρούμε -για να έχουμε επίγνωση των μεγεθών-, ότι, σε μια ώρα μόλις, ο ήλιος προσφέρει στην επιφάνεια του πλανήτη 243.653/56. 696 = 4,30 φορές το ενεργειακό ισοδύναμο από την χρήση του πετρελαίου από τον άνθρωπο για έναν ολόκληρο χρόνο. Δηλαδή, ο ήλιος προσφέρει ενέργεια, όσο η χρήση του πετρελαίου για έναν ολόκληρο χρόνο σε μόλις 14 λεπτά της ώρας!
Διαιρώντας την ποσότητα ενέργειας που χρειάζεται για να αυξηθεί η μέση θερμοκρασία του νερού των θαλασσών με την προσπίπτουσα ανά ώρα (συνολική) ηλιακή ενέργεια στην επιφάνεια της γης και μάλιστα πριν αυτή υποστεί απώλειες, ανακλαστεί στο διάστημα, διαθλασθεί κτλ έχουμε 2.033.912.550/243.653 = 8.348 ώρες ή 348 πλήρεις ημέρες -σχεδόν ένα ολόκληρο έτος- κατά τις οποίες, ολόκληρη αυτή η ενέργεια από τον ήλιο θα πρέπει να απορροφάται μετατρεπόμενη σε θερμότητα -επαναλαμβάνω, χωρίς την παραμικρή απώλεια- από τους ωκεανούς.
Και ο υπόλοιπος πλανήτης τι θα απογίνει; Σε μια τέτοια ακραίως θεωρητική περίπτωση θα μπορέσει να υπάρχει ζωή για να συνεχίσει; Ή ο πλανήτης θα μετατραπεί μέσα σε ελάχιστες ημέρες σε ένα απόλυτα παγωμένο σύστημα πολλών δεκάδων βαθμών κάτω του μηδενός, που θα απορροφά θερμότητα από τους ωκεανούς; Άρα και αυτοί, μετατρεπόμενοι σε θερμαντικό σώμα για την ατμόσφαιρα και τον υπόλοιπο πλανήτη -αφού η θερμότητα υποχρεωτικά μεταφέρεται από το θερμότερο σώμα στο ψυχρότερο-, δεν θα δυσκολευτούν πολύ να αυξήσουν τη μέση θερμοκρασία του νερού τους, αυξάνοντας σημαντικά τον χρόνο απορρόφησης ολόκληρης της εισερχόμενης στον πλανήτη ηλιακής ακτινοβολίας μετατρεπόμενης σε θερμική ενέργεια;
Προφανώς ούτε κατά διάνοια δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο -δεν υπάρχει τρόπος. Αναφέρομαι όμως σε αυτό, εντελώς θεωρητικά, για να καταδείξω ότι για οποιαδήποτε τέτοιου τύπου μεταβολή, ανόδου της μέσης θερμοκρασίας των θαλασσών, αύξησης του όγκου τους λόγω θερμικής διαστολής και συνεπώς ανόδου της στάθμης της επιφάνειας τους, απαιτούνται να καταναλωθούν ασύλληπτα τεράστιες ποσότητες ενέργειας που ούτε καν ο ήλιος μπορεί να μας τις προσφέρει σε υπολογίσιμο χρόνο, με την ενίσχυση του θερμοκηπικού φαινομένου, παρά μόνον ίσως σε πολύ μεγάλα βάθη χρόνου, ενδεχομένως και πέραν των δεκάδων χιλιετιών.
Η επίδραση της αύξησης των συγκεντρώσεων του διοξειδίου του άνθρακα στο φαινόμενο του θερμοκηπίου
Ακόμη κι εάν θεωρήσουμε ως πραγματική μια ισχυροποίηση του φαινομένου του θερμοκηπίου εξ αιτίας της αύξησης των συγκεντρώσεων του διοξειδίου του άνθρακα και του μεθανίου στην ατμόσφαιρα. Πάλι αυτό, ενώ, θεωρητικά, θα συμβάλλει σε μια μικρή αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, όμως επ’ ουδενί τέτοια που θα μπορούσε να αυξήσει αντίστοιχα τη θερμοκρασία στη θάλασσα για να έχουμε φαινόμενο θερμικής διαστολής του νερού. Τέτοιο μάλιστα, που να προκαλέσει αξιοσημείωτη ανύψωση της στάθμης της επιφανείας της.
Όμως και ως προς αυτό, εάν θεωρήσουμε ότι πράγματι η αύξηση των συγκεντρώσεων του CO2 στην ατμόσφαιρα από την προβιομηχανική εποχή, λόγω της καύσης ορυκτών καυσίμων, ανέρχεται σε κάτι πάνω από 40% (από 280 ppm σε 410 ppm σήμερα -όπως μας λένε, δίχως αυτό να μπορεί να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα), τότε κατ’ αντιστοιχία η επίδραση στο φαινόμενο του θερμοκηπίου από την αύξηση αυτή δεν ξεπερνά το 0,78%, λόγω του ότι το 98,02% του φαινομένου προκαλείται από τους υδρατμούς, το 1,6% από το διοξείδιο και το 0,4% από τα υπόλοιπα αέρια -κι έχουμε εξηγήσει αυτές τις αναλογίες. Εάν θεωρήσουμε ότι το θερμοκηπικό φαινόμενο συνολικά προσφέρει μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της γήινης ατμόσφαιρας (τροπόσφαιρα) της τάξης των 33,5ο C (από -18 βαθμούς χωρίς το φαινόμενο στους περίπου +15,5ο C σήμερα με ενεργό το φαινόμενο), τότε αναλογικά η συνεισφορά της αύξησης των θερμοκηπικών αερίων, πλην των υδρατμών, δεν ξεπερνά τους 0,67ο C (33,5Χ2%) συνολικά. Εάν δεχθούμε, όπως μας λένε ότι από την προβιομηχανική εποχή η μέση θερμοκρασία της ατμόσφαιρας αυξήθηκε κατά 1,5 βαθμούς, τότε η συνεισφορά σε αυτήν την αύξηση -εξ αιτίας της αύξησης του διοξειδίου- δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το 1,5Χ0,78% = 0,0117ο C. Σοβαρολογούμε; Ακόμη και δεκαπλάσια να ήταν η επίδραση του CO2, η θερμοκρασιακή αυτή αύξηση δεν θα ξεπερνούσε τους 0,18ο C. Επαναλαμβάνω, σοβαρολογούμε;
Εάν παρατηρούμε σωστά (κι όχι λόγω πολιτικής επιλογής για την εξυπηρέτηση ύποπτων σκοπιμοτήτων) αύξηση της τάξης του 1,5 βαθμού, τότε προφανώς αυτή θα οφείλεται σε εντελώς διαφορετικούς λόγους, τους οποίους η επιστήμη θα πρέπει να ψάξει να τους βρει ακολουθώντας εντελώς διαφορετικούς δρόμους στην έρευνά της.
Μια εσφαλμένη υπόθεση
Τέλος, ίσως να υποθέσει κάποιος αντιστρόφως ανάλογα, δηλαδή, εάν το φαινόμενο του θερμοκηπίου καταφέρνει με την ύπαρξή του να διατηρεί τη μέση θερμοκρασία της ατμόσφαιρας στους 15,5οC σήμερα, έναντι -18οC που θα ήταν χωρίς το φαινόμενο, τότε, ενώ δεν έχουμε κανένα στοιχείο που να το επιβεβαιώνει, εάν η μέση ατμοσφαιρική θερμοκρασία ανθρωπογενώς αυξήθηκε κατά 1,5 βαθμό από την προβιομηχανική εποχή, σημαίνει ότι έκτοτε αυξήθηκε -ανθρωπογενώς- η ένταση του φαινομένου του θερμοκηπίου κατά 4,5% (στη βάση της θερμοκρασιακής αυτής αύξησης και στο βαθμό που ισχύει). Κάτι που με τη σειρά του μπορεί να σημαίνει, ότι με ανθρώπινη παρέμβαση, απορροφάται και εγκλωβίζεται από τα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας επιπλέον περίπου 243.653 Χ 4,5% = 10.964 Twh ενέργειας από τον ήλιο, χωρίς την παραμικρή απώλεια -που δεν είναι δυνατόν, παρά μόνον σε θεωρητική εκδοχή αποκλειστικά για τον έλεγχο του συλλογισμού. Εάν υποθέσουμε, ότι το 70% της επιπλέον αυτής ενέργειας απορροφάται εξ ολοκλήρου από τους ωκεανούς (αντίστοιχο ποσοστό με την κάλυψη από τις θάλασσες της επιφανείας της γης), τότε έχουμε από αυτούς μια συνεχή επιπλέον απορρόφηση 7.675 Twh. Διαιρώντας το σύνολο της ενέργειας που απαιτείται για να αυξηθεί η μέση θερμοκρασία των θαλασσών κατά 1,31 βαθμούς και εξ αιτίας αυτής της αύξησης να ανέλθει η στάθμη του νερού κατά ένα μέτρο θα χρειάζονταν -εάν ολόκληρη αυτή η ποσότητα ενέργειας μπορούσε να απορροφηθεί, δίχως επίσης την παραμικρή απώλεια-, ούτε λίγο ούτε πολύ 265.000 ώρες, ή 11.042 ημέρες, ή 30,25 χρόνια. Voilà! Η καταστροφή επέρχεται μέχρι το τέλος του αιώνα (το γιατί δεν έχει επέλθει μέχρι τώρα, κανείς δεν μας το λέει)!
Φυσικά αυτό είναι ψευδές και η υπόθεση δεν ισχύει!
Και η υπόθεση είναι ψευδής και δεν ισχύει, διότι μόνον μικρό μέρος της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας συμβάλει στη διατήρηση του φαινομένου του θερμοκηπίου και όχι το σύνολο αυτής, συνεπώς η αναφορά σε τέτοιες ποσότητες ισοδυνάμου ενέργειας που εγκλωβίζονται είναι εσφαλμένη εξ αρχής. Αλλά και όχι μόνον επειδή αμφισβητείται η κατά 1,5 βαθμό άνοδος των μέσων θερμοκρασιών από την εποχή προ της βιομηχανικής επανάστασης. Διότι, σε αυτήν την περίπτωση, θα είχαμε τότε (προβιομηχανική εποχή) μέσες ετήσιες θερμοκρασίες μεταξύ 13 και 14 βαθμών Κελσίου. Κάτι που με τη σειρά του θα σήμαινε, ότι οι χειμώνες τότε θα ήσαν εξαιρετικά βαρείς, παγωμένοι και παρατεταμένοι πολύ περισσότερο απ’ όσο σήμερα, με τους πάγους να καλύπτουν εκτεταμένες περιοχές της βόρειας Ευρώπης για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία. Αντίθετα, γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι υπήρξαν βεβαίως ισχυρά ψυχρότερες περίοδοι από τη σημερινή (όπως το ελάχιστο Maunder από το 1645 έως το 1715 μΧ, με τους πάγους να φτάνουν μέχρι τη Βενετία), αλλά και μακρές περίοδοι αρκετά θερμότερες (πχ μεσαιωνικό μέγιστο μεταξύ 750 έως 1250 μΧ).
Αλλά και διότι ακόμη και μια ανθρωπογενής αύξηση της έντασης του θερμοκηπικού φαινομένου κατά 4,5% επ’ ουδενί θα σήμαινε αναλογική άνοδο της θερμοκρασίας και μάλιστα αυτής των θαλασσών. Πολύ περισσότερο όταν μια τέτοια αύξηση της έντασης θα προϋπέθεται πολύ μεγαλύτερες συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα και κυρίως υδρατμών στην ατμόσφαιρα από τις σημερινές, με το διοξείδιο να υπερ-τριπλασιάζει τις συγκεντρώσεις του ξεπερνώντας μεσοσταθμικά τα 1.500 ppm -και πάλι δεν θα έφθανε. Εξ άλλου είναι γνωστό, ότι την εποχή των παγετώνων (Ice age), το διοξείδιο του άνθρακα ήταν σε πολύ υψηλότερες συγκεντρώσεις στην ατμόσφαιρα από τις σημερινές τιμές. Είναι χαρακτηριστικό το επισυναπτόμενο διάγραμμα.
Πράγματι, από το 1980 (που ξεκίνησε εντατικά το «αφήγημα» της υπερθέρμανσης), μέχρι σήμερα έχουν περάσει 42 ολόκληρα χρόνια κι όμως καμία αξιοσημείωτη μεταβολή δεν έχει υπάρξει στη στάθμη του νερού των θαλασσών -παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις.
Διότι, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, όσο ισχυρό κι εάν είναι, δεν καταφέρνει παρά να εγκλωβίζει μόνον ένα ελάχιστο ποσοστό από τα 243.653 Tw ισοδύναμο της προσπίπτουσας στην επιφάνεια της γης ηλιακής ακτινοβολίας, ανά ώρα, με μεγάλο μέρος αυτής, μετατρεπόμενης σε ενέργεια, να «δαπανάται» στη λειτουργία συνολικά του γήινου οικοσυστήματος και ακόμη μεγαλύτερο να αντανακλάται πίσω στο διάστημα, με μόνον ένα μικρό μέρος να «απασχολείται» με τη ρύθμιση της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας, μέσω του θερμοκηπικού φαινομένου (αν δεν κάνω λάθος υπολογίζεται γύρω στο 11%). Συνεπώς και η απορροφούμενη ενέργεια από τους ωκεανούς είναι αντίστοιχη. Και εάν ισχύει η κατά 4,5% αύξηση της έντασης του φαινομένου του θερμοκηπίου (που δεν ισχύει), αυτό πρώτον δεν σημαίνει επ’ ουδενί αντίστοιχη αύξηση της δυνατότητας των ωκεανών να απορροφούν σε μεγάλα βάθη ενέργεια μετατρεπόμενη σε θερμότητα. Δεύτερον -και ως εκ τούτου- η όποια επιπλέον ποσότητα ενέργειας που μπορεί να απορροφάται λόγω της θερμοκηπικής διαδικασίας είναι ελάχιστη σε σχέση με τις 7.675 Twh της προηγούμενης αποκλειστικά θεωρητικής και πολλαπλά εσφαλμένης υπόθεσης.
Το ερώτημα παραμένει…
Το ερώτημα όμως παραμένει, πως μπορεί μια αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας ακόμη και 3, ή 4 βαθμούς (που έτσι κι αλλιώς δεν υφίσταται τέτοια αύξηση και όλοι αναφέρονται στο να ληφθούν μέτρα για να μην ανεβεί η θερμοκρασία κατά 1 ή 2 βαθμούς μέχρι το τέλος του αιώνα), θα μπορούσε να μεταφερθεί και να απορροφηθεί στα βάθη των ωκεανών, δίχως αυτό να σημαίνει ταυτόχρονη ψύχρανση της ατμόσφαιρας; Που σημαίνει, στον βαθμό που όντως η ατμόσφαιρα «υπερθερμαίνεται», μια άκρως αργή και σε πολύ μεγάλα βάθη χρόνου, πολλών εκατοντάδων, ή και χιλιάδων ετών διαδικασία, για να φτάσουμε να διαπιστώνουμε αξιοσημείωτη διαστολή του νερού εξ αιτίας της.
Πολύ περισσότερο, όταν η θερμοχωρητικότητα του αέρα είναι πολλές φορές μικρότερη του νερού, συνεπώς ο αέρας έχει την τάση μεταβολής της θερμοκρασίας του πολύ πιο εύκολα και γρήγορα από εκείνη του νερού. Κάτι που με τη σειρά του σημαίνει, ότι η όποια άνοδος της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας αντισταθμίζεται ως ένα μεγάλο βαθμό από την χαμηλότερη θερμοκρασία στην επιφάνεια των θαλασσών (απαιτείται πολύ μεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας και χρόνος για να θερμανθεί το νερό, απ’ ό,τι να ψυχρανθεί ο αέρας στην επαφή του με το νερό). Οι ωκεανοί, λοιπόν, μαζί με τους παγετώνες στους πόλους, λειτουργούν κατά κάποιον τρόπο ως «ψυγείο» διατήρησης της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας στα κατώτερα στρώματά της. Πρόκειται για μια ισορροπία που δίχως την κατανάλωση τεραστίων ποσοτήτων εξωγενούς ενέργειας δεν μπορεί να ανατραπεί, ανεξαρτήτως περιορισμένου εύρους (της τάξης του ενός έως 3-4 βαθμών Κελσίου) αέναες θερμοκρασιακές μεταβολές -μέσων τιμών- της ατμόσφαιρας. Κι όπως είδαμε, η ανθρωπογενής παραγωγή ενέργειας, με κάθε τρόπο και μέσο, ουδόλως μπορεί να προκαλέσει την παραμικρή ανισορροπία ανατρέποντας το υπάρχον ενεργειακό ισοζύγιο.
Συνεπώς το ερώτημα που εξακολουθεί να απαιτεί απάντηση, είναι, που θα βρεθούν όλα αυτά τα τεράστια ποσά ενέργειας που είναι αναγκαία για να υπάρξει η οποιαδήποτε μεταβολή στη θερμοκρασιακή κατάσταση των ωκεανών. Ο άνθρωπος με τις δραστηριότητές του θα χρειάζονταν 36.000 χρόνια, κατευθύνοντας με κάποιο μαγικό τρόπο το σύνολο που παράγει και καταναλώνει σε ενέργεια από πετρέλαιο σε απορρόφηση από τις θάλασσες (ή 12.000 χρόνια εάν κατηύθυνε το σύνολο της δαπανόμενης ενέργειας από και για την ύπαρξη του ιδίου και του πολιτισμού του). Δημιουργία ενέργειας εκ του μηδενός δεν υπάρχει! Εκτός κι εάν ακυρώσουμε όλους του θεμελιώδεις νόμους της φύσης στους οποίους στηρίζεται η επιστήμη, και τους αντικαταστήσουμε με δικούς μας αναγάγοντας τη μαγεία σε ανώτερο στάδιο αυτής.
Η «πλαστικότητα» του πλανήτη, ο γεωλογικός χρόνος και το κλίμα
Βεβαίως θα βρεθούν πολλοί που θα ισχυρισθούν, ότι στο παρελθόν είχαμε πολλές φορές μεγάλες αυξομειώσεις, ακόμη κι εκατοντάδων μέτρων στην υψομετρική στάθμη της επιφάνειας των θαλασσών και αυτό είναι σε πολλές περιπτώσεις εμφανές ακόμη και με γυμνό μάτι σε γεωλογικούς σχηματισμούς. Αυτό είναι αλήθεια! Ξεχνούν όμως ότι αυτές οι μεταβολές συνέβησαν σε βάθος εκατοντάδων χιλιετιών, ακόμη και εκατομμυρίων ετών. Πράγματι, ο πλανήτης μας είναι πλαστικότατος και βρίσκεται υπό συνεχή αλλαγή. Καμία σχέση δεν έχει το σχήμα και η θέση των ηπείρων σήμερα με την κατάστασή τους πριν μερικά εκατομμύρια χρόνια. Ακόμη και η παγωμένη Ανταρκτική υπήρξε μια εύκρατη ήπειρος μέχρι που σπρωγμένη από τιτάνιες τεκτονικές δυνάμεις βρέθηκε στον νότιο πόλο και πάγωσε. Και αυτές οι συγκλονιστικές αλλαγές της ίδιας της γεωγραφίας, μέσω των γεωλογικών φαινομένων, συνεχίζουν και σήμερα. Δεν τις αντιλαμβανόμαστε, διότι εξελίσσονται εξαιρετικά αργά.
Όπως είναι λογικό, και το κλίμα αλλάζει. «Τα πάντα ρει»! Και οι θερμότερες περίοδοι εναλλάσσονται με ψυχρότερες. Ο ιστορικός γεωλογικός χρόνος δεν έχει καμία σχέση με τον απειροελάχιστο χρόνο που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ακόμη και ο ήλιος γίνεται θερμότερος όσο «γερνάει». Πολύ πριν καταστραφεί θα γίνει τόσο θερμός και ογκώδης ως κόκκινος γίγαντας που η γη μας θα γίνει ακατοίκητη και κανένας ζων οργανισμός δεν θα μπορεί να επιβιώσει πάνω σ’ αυτήν μέχρι να εξαχνωθεί πλήρως (σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια -ευτυχώς!).
Μέρος 2ο -Οι πάγοι στους πόλους
Οι πάγοι στους πόλους χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη αφορά στους πάγους που σχηματίζονται στην επιφάνεια της θάλασσας πέριξ και στους πόλους, ενώ η δεύτερη κατηγορία αφορά στις τεράστιες ποσότητες πάγου που σχηματίστηκαν στη διάρκεια εκατομμυρίων ετών στη χερσαία γη στη Γροιλανδία στο βόρειο ημισφαίριο και στην Ανταρκτική στο νότιο. Υπάρχουν και οι παγετώνες στις βουνοκορυφές πχ στις Άλπεις, ή τα Ιμαλάια κτλ, αλλά οι ποσότητες αυτών των πάγων είναι σχεδόν αμελητέες μπροστά στις ποσότητες των πάγων στους πόλους.
Οι θαλάσσιοι πάγοι της πρώτης κατηγορίας βρίσκονται σε μια αέναη διαδικασία αυξομείωσης ανάλογα τις εποχές, με σημαντική συρρίκνωση της παγοκάλυψης το καλοκαίρι, και σημαντική επέκταση τον χειμώνα. Αυξομειώσεις μπορούν να παρατηρηθούν και κατά μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Υπάρχει ο ισχυρισμός, βάσει παρατηρήσεων, ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε σταδιακή μείωση αυτού του τύπου της παγοκάλυψης, δηλαδή το ετήσιο ισοζύγιο «γέρνει» σε βάρος του «θαλάσσιου» πάγου και φέρεται ως απόδειξη της λεγόμενης «υπερθέρμανσης». Υπάρχουν όμως και αντίθετες παρατηρήσεις.
Ακόμη κι εάν αυτό αληθεύει, δηλαδή μείωση της θαλάσσιας παγοκάλυψης, δεν σημαίνει τίποτε ως προς την άνοδο της στάθμης των θαλασσών. Ακόμη και να εξαφανιστεί η θαλάσσια παγοκάλυψη στους πόλους η στάθμη της θάλασσας δεν θα ανεβεί. Κι αυτό επειδή, όπως προελέγχθη, οι πάγοι βρίσκονται ήδη μέσα στο νερό και καταλαμβάνουν τον αντίστοιχο όγκο. Η τήξη τους δεν θα προσφέρει περισσότερο όγκο, αλλά λιγότερο, αφού όπως είναι γνωστό ο πάγος καταλαμβάνει μεγαλύτερο όγκο από το νερό, συνεπώς μάλλον μια ελαφρά υποβάθμιση της στάθμης θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια ολοκληρωτική τήξη κι εξαφάνιση αυτού του τύπου της παγοκάλυψης.
Τήξη των χερσαίων πάγων
Το πρόβλημα, εάν υπάρχει, αφορά στους «χερσαίους» πάγους της Γροιλανδίας και κυρίως της Ανταρκτικής.
Πράγματι, εκεί συσσωρεύονται τεράστιοι όγκοι πάγου. Υπολογίζεται ότι στην Ανταρκτική έχουν συσσωρευθεί περί τα 27,5 εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα πάγου κι άλλα 2,7 εκατομμύρια κυβικά χιλιόμετρα στη Γροιλανδία. Εάν οψέποτε αυτοί οι πάγοι θα μπορούσαν να λειώσουν, όντως θα προκαλούνταν μια σημαντική άνοδο της στάθμης της επιφάνειας των θαλασσών κατά περίπου 84 μέτρα!
Για να καταλάβουμε τι θα σήμαινε εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ας φανταστούμε, ότι το νερό θα κάλυπτε ολόκληρες τις περιοχές της Αττικής νότια και δυτικά της πλατείας Συντάγματος, στο κάτω μέρος της οποίας θα μπορούσαμε άνετα να κάνουμε το μπάνιο μας. Ενώ θα πλημύριζαν και οι διάδρομοι προσγείωσης και απογείωσης του «Ελευθέριος Βενιζέλος»!
Μόνον οι πάγοι της Γροιλανδίας να λειώσουν θα προκαλέσουν μια άνοδο της στάθμης των θαλασσών κατά 7,5 μέτρα!
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω την ανάλυσή μας, ας πούμε μερικά πράγματα για χερσαίους αυτούς παγετώνες στη Γροιλανδία και στην Ανταρκτική. Πολλοί ίσως νομίζουν ότι πρόκειται περί συμπαγών άκαμπτων συστημάτων. Δεν πρόκειται περί αυτού. Οι τεράστιοι αυτοί παγετώνες που σε αρκετές περιπτώσεις περνούν σε ύψος και τα 3 χιλιόμετρα με μέσο ύψος στη Γροιλανδία τα 1.500 μέτρα και αντίστοιχα τα 1.950 μέτρα στην Ανταρκτική, σχηματίστηκαν σταδιακά στη διάρκεια εκατοντάδων εκατομμυρίων ετών, έχοντας, ως εξ αυτού, μια στρωματική διαμόρφωση. Κάθε στρώμα πάγου έχοντας σχηματιστεί σε διαφορετική εποχή, έχει διαφορετική πυκνότητα, πάχος, περιεκτικότητα σε διάφορα σωματίδια κτλ, ακόμη και διαφορετική θερμοκρασία. Ως εκ τούτου κι εξ αιτίας του βάρους, μεταξύ των στρωμάτων αυτών υπάρχει η τάση της ολίσθησης προς χαμηλότερα επίπεδα, δημιουργούνται τριβές κι εν τέλει το όλο σύστημα παρουσιάζει έντονη «πλαστικότητα». Αυτό οδηγεί σταδιακά, στις πιο κοντινές στα παράλια περιοχές, στρώματα πάγου τελικά να κατολισθαίνουν και να χάνονται στους ωκεανούς υπό την μορφή παγόβουνων.
Η απώλεια αυτή πάγου, αναπληρώνεται στη συνέχεια από άλλους πάγους που σχηματίζονται μετά από χιονοπτώσεις. Απώλεια μεγάλων ποσοτήτων επιφανειακού πάγου έχουμε επίσης, όταν κάτω από συγκεκριμένες μετεωρολογικές συνθήκες παρουσιάζεται το φαινόμενο της εξάχνωσης. Δηλαδή, τη διαδικασία της απ’ ευθείας μετατροπής του πάγου στην αέρια κατάσταση του νερού (υδρατμοί), μολονότι η θερμοκρασία παραμένει πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Πρόκειται για μια αέναη διαδικασία μετάπτωσης του νερού από τη μια κατάστασή του στην άλλη, που την αντιλαμβανόμαστε και ως συνεχή αυξομείωση της παγοκάλυψης. Ολόκληρη η διαδικασία αυτή έχει να κάνει με δαπάνη μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας, είτε με τη μορφή λανθάνουσας θερμότητας, είτε διαφορετικά. Είναι το ενεργειακό ισοζύγιο πάντα που καθορίζει την ισορροπία των συστημάτων, με τον άνθρωπο ουδόλως να μπορεί να την επηρεάσει.
Έτσι η μελέτη – ανάλυση αυτή έχει ακριβώς αυτό τον σκοπό, να εξετάσει την ενδεχόμενη άνοδο της στάθμης της επιφάνειας των θαλασσών από την πλευρά της ενέργειας που απαιτείται να δαπανηθεί, είτε εάν αυτή η άνοδος της στάθμης θα οφείλεται σε θερμική διαστολή του νερού, είτε σε τήξη των πάγων, είτε σε συνδυασμό τους. Για τον λόγο αυτό θα ακολουθήσουμε την ίδια μέθοδο του πρώτου μέρους υπολογίζοντας τη συνολική ποσότητα ενέργειας που απαιτείται προκειμένου να ανέλθει η στάθμη της επιφάνειας των θαλασσών, μέσω της τήξης των πάγων στην Γροιλανδία και την Ανταρκτική, αρχικά, κατά ένα (1) μέτρο.
Υπ’ όψιν ότι η μέση ετήσια θερμοκρασία στην Ανταρκτική σήμερα είναι -58ο C. Αντίστοιχα η μέση ετήσια θερμοκρασία στην Γροιλανδία είναι σήμερα -32,5ο C. Γνωρίζουμε ότι ο πάγος μετατρέπεται σε νερό στους 0ο C. Όπως είναι λογικό να υποθέσει κανείς, για να εκκινήσει η διαδικασία της σταδιακής διάλυσης των παγετώνων, πέραν της αενάου διαδικασίας αυξομείωσης τους, που αναφέρθηκε προηγουμένως, οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες της ατμόσφαιρας στις παγωμένες περιοχές θα πρέπει να ανέλθουν αρκετούς βαθμούς, έτσι ώστε το ισοζύγιο μεταξύ του πάγου που χάνεται και αυτού που επαναδημιουργείται να κλείνει σημαντικά υπέρ των απωλειών. Η κρίσιμη αυτή μέση θερμοκρασία, που θα επιτρέψει πραγματικά τη σταδιακή τήξη των πάγων είναι δύσκολο να υπολογιστεί, αλλά σαφώς δεν μπορεί παρά να είναι αρκετά υψηλότερη των σημερινών, παραμένοντας για αρκετές ημέρες του έτους άνω ή γύρω από το μηδέν. Παρ’ όλα αυτά οι θιασώτες της κλιματικής κρίσης υπαινίσσονται ότι την έχουμε φτάσει και ίσως ξεπεράσει αυτήν τη θερμοκρασία, ή πρόκειται σύντομα να την φτάσουμε, χωρίς αυτό να μπορεί να τεκμηριωθεί επιστημονικά, με τα διάφορα μοντέλα να ελέγχονται για την αξιοπιστία τους.
Για τον λόγο αυτό η διερεύνηση του ζητήματος από την πλευρά της ενεργειακής «δαπάνης», έχει βαρύνουσα σημασία, για να αντιληφθούμε τι συμβαίνει κι εάν ισχύουν τα καταστροφολογικά σενάρια. Επειδή οι πάγοι θα εξακολουθούν να τήκονται ακριβώς στους 0ο C, άρα η ενέργεια που θα απαιτηθεί για να συμβεί αυτό έχει να κάνει ακριβώς με τη σταδιακή άνοδο της θερμοκρασίας του πάγου (κι όχι της ατμόσφαιρας) έως τους 0ο C και στο σημείο αυτό ακριβώς με την ενέργεια που θα απαιτηθεί για την τήξη. Συνεπώς στην περίπτωση της Γροιλανδίας η άνοδος της θερμοκρασίας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον κατά 32,5 βαθμούς, αφού δεν μπορεί ο πάγος να έχει υψηλότερη θερμοκρασία από το περιβάλλον του για να μπορέσει να τηχθεί. Επειδή η θερμότητα μεταφέρεται μονοσήμαντα από τις θερμότερες μάζες στις ψυχρότερες, ανεξαρτήτως της πυκνότητάς τους και μέχρις ότου υπάρξει θερμοκρασιακή ισοβαθμία μεταξύ τους.
Όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο κεφάλαιο για να ανέλθει η στάθμη της επιφάνειας των θαλασσών κατά 1 μέτρο θα πρέπει να προστεθεί επιπλέον όγκος 361.132 Km3. Με δεδομένο ότι ο πάγος καταλαμβάνει περίπου 11% παραπάνω όγκο από το νερό, θα πρέπει να τηχθούν πάγοι συνολικού όγκου 400.856 Km3.
Γνωρίζουμε, ότι κατά την τήξη του πάγου απορροφάται από το περιβάλλον θερμότητα (δηλαδή ενέργεια) 79,4 kcal ανά λίτρο τηκόμενου πάγου, ή 0,0923 Kwh. Άρα έχουμε (4,00856 Χ 1017) Χ 0,0923 = (3,7016 Χ 1016)Kwh = 37.015.925 Twh! Και αυτό χωρίς να υπολογίσουμε την ποσότητα ενέργειας που απαιτείται για να αυξηθεί σταδιακά η θερμοκρασία του πάγου μέχρι να φτάσει στη θερμοκρασιακή περιοχή που θα επιτρέψει την τήξη του.
Όπως είπαμε παραπάνω, η ημερήσια κατανάλωση πετρελαίου σήμερα ανέρχεται σε 100.000.000 βαρέλια με ενεργειακό ισοδύναμο (1Χ108) Χ 159 lt/br X 8.400 Kcal X 0,001163 = 1,5533 Χ 102 = 155,33 Twh ημερησίως, ή επί 365 ημέρες = 56.696 Twh ετησίως. Συνεπάγεται, ότι προκειμένου να τηχθεί όγκος πάγου που θα προκαλέσει άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 1 μέτρο, θα χρειαστεί η απορρόφηση του ισοδυνάμου ολόκληρης της καταναλισκόμενης ενέργειας από πετρέλαιο, χωρίς την παραμικρή απώλεια, επί 37.015.925/56.696 = 652,89 χρόνια!
Από που θα αντληθεί όλη αυτή η ενέργεια; Αρκεί η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας στους πόλους κατά περίπου 3,1 βαθμούς -όπως την υπολογίζουν- για να προσφέρει αυτές τις αναγκαίες ποσότητες ενέργειας, όταν ακόμη και 5 και 6 βαθμούς να ανεβεί η μέση θερμοκρασία εκεί, πάντα θα παραμένει μεσοσταθμικά αρκετές δεκάδες βαθμούς κάτω από το μηδέν;
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη. Μας πληροφορούν διάφορες ερευνητικές ομάδες στη Γροιλανδία ότι η απώλεια πάγων εκεί έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια και φτάνει περίπου τα 254 δις κυβικά μέτρα πάγου ετησίως. Αυτό σημαίνει -κι εάν υποθέσουμε ότι η μέτρηση είναι σωστή και συνεχιστεί η απώλεια- ότι κάθε χρόνο θα χάνονται από τη Γροιλανδία 254 Km3. Εάν υποθέσουμε, επίσης, ότι θα χάνονται άλλα τόσα από την Ανταρκτική, δηλαδή συνολικά 500 Km3 πάγου ετησίως, θα χρειαστούν σε ευθεία προβολή 400.856/500 = 801,7 χρόνια, για να λειώσουν τέτοιες ποσότητες πάγου και να ανεβεί η στάθμη των υδάτων κατά 1 μέτρο, χωρίς φυσικά να υπάρχει η παραμικρή αναπλήρωση των χαμένων όγκων – εάν θα μπορούσε ποτέ αυτό να γίνει δυνατόν ακόμη και με θερμοκρασιακά επίπεδα στους πόλους υψηλότερα των σημερινών.
Λείπει ο μηχανισμός
Όμως εξακολουθεί να λείπει ο μηχανισμός που θα μπορούσε να ερμηνεύσει το γιατί να συμβεί αυτό ακόμη και στη διάρκεια τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος πέραν των 800 ετών, που εκφεύγει κάθε ανθρώπινης πρόβλεψης. Από που θα προέκυπτε όλη αυτή η ενέργεια που θα οδηγούσε σε τήξη τους πάγους σε ατμοσφαιρικές θερμοκρασίες που εξακολουθούν να παραμένουν σε πολλούς βαθμούς κάτω του μηδενός; Ενώ θα χρειαζόντουσαν ακόμα και πολλές δεκαετίες για να λειώσουν αυτοί οι πάγοι, εάν υποθέταμε, ότι η ατμοσφαιρική θερμοκρασία ανέβαινε ακόμη και μερικούς βαθμούς πάνω από το μηδέν στους πόλους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Κάτι που φυσικά θα σήμαινε, με θερμοκρασίες στους πόλους άνω του μηδενός, μέσες θερμοκρασίες ατμόσφαιρας ακόμη και αρκετών δεκάδων βαθμών υψηλότερες των σημερινών και πλήρη εξαφάνιση της ζωής (πχ μέση ετήσια θερμοκρασία ατμόσφαιρας 50 βαθμούς Κελσίου και άνω). Πράγμα εντελώς αυθαίρετο να το υποθέσει κανείς, ακόμη κι εάν θεωρήσουμε, επίσης αυθαιρέτως κι εκτός κάθε πρόβλεψης ακόμη και από τους υπέρμαχους της κλιματικής «κρίσης», ότι μέχρι το τέλος του αιώνα η μέση ετήσια θερμοκρασία της ατμόσφαιρας να ανεβεί ακόμη και 3, ή και 4 βαθμούς Κελσίου.
Αλλά ακόμη κι εάν υποθέσουμε ότι οι πάγοι λειώνουν, αυτό δεν οδηγεί σε απορρόφηση αντίστοιχης ενέργειας, όπως περιγράφηκε, και σε συνθήκες ψύξης την ατμόσφαιρα, εξασφαλίζοντας νέες ισορροπίες στη φύση;
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι εάν δεχθούμε ότι στην παρούσα συγκυρία τυχαίνει το ισοζύγιο παγοκάλυψης να είναι αρνητικό, τίποτε δεν αποκλείει σε λίγα χρόνια να γίνει έντονα θετικό. Αντίθετα, με βάση την ιστορία είναι το απολύτως αναμενόμενο, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε χρονικά το πότε θα μπορούσε να υπάρξει αυτή η αντιστροφή της τάσης. Πολύ περισσότερο όταν πολλοί επιστήμονες προβλέπουν ότι ήδη εισερχόμαστε σε μια μακρά περίοδο μείωσης της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, δηλαδή ψύξης, αντί για υπερθέρμανση -κι έχουμε σαφείς ενδείξεις γι’ αυτό (και με παρατηρήσιμη σταδιακή αύξηση της παγοκάλυψης).
Συμπεράσματα
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει συνολικά από την παραπάνω ανάλυση είναι οι κολοσσιαίων διαστάσεων ποσότητες πρόσθετης ενέργειας που πρέπει να εισέλθουν εξωγενώς στο γήινο σύστημα προκειμένου να υπάρξουν οι δυσμενείς μεταβολές που προβλέπονται. Η αποθηκευμένη στο υπέδαφος ενέργεια υπό τη μορφή ορυκτών καυσίμων, ακόμη κι εάν εξ ολοκλήρου καταναλωθεί γι’ αυτόν το σκοπό, όπως αποδεικνύεται με βάση απλούς υπολογισμούς, ουδόλως επαρκεί για να προκαλέσει τέτοιες μεταβολές, ακόμη και σε πολύ μεγάλα βάθη χρόνου.
Αναφέρθηκα για άνοδο της στάθμης των ωκεανών παραδειγματικά μόνον για ένα μέτρο, κάτι που θα προκαλούσε μεν προβλήματα, αλλά όχι τις καταστροφές που προβλέπονται. Ας προσπαθήσουμε, να φανταστούμε τα μεγέθη εάν επρόκειτο για ανύψωση της στάθμης των θαλασσών σε πολύ υψηλότερα επίπεδα και τις πολλαπλάσιες ποσότητες της ενέργειας που θα απαιτούνταν για να προκληθούν οι προσφιλείς στα ΜΜΕ αρμαγεδδωνικές καταστροφές. Στην πραγματικότητα -και όπως αποδεικνύεται με τον παραπάνω σχετικά απλό, αλλά απόλυτα ασφαλή τρόπο- είναι αδύνατον να προκληθούν τέτοια φαινόμενα, όπως η ανύψωση της στάθμης της επιφανείας των θαλασσών από ανθρωπογενή αίτια.
Ακόμη κι εάν δεχθούμε, ότι ενισχύθηκε το θερμοκηπικό φαινόμενο εξ αιτίας της καύσης ορυκτών καυσίμων. Μια ενίσχυση με συνέπεια την άνοδο των μέσων ετήσιων θερμοκρασιών των κατώτερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας (τροπόσφαιρα), που καταλαμβάνουν χώρο περίπου 5,1 δισεκατομμυρίων km3, κατά 1, 2 ή και περισσότερους βαθμούς (υπολογίζεται, όπως προαναφέρθηκε, μια άνοδος της τάξης των 1,5ο C από την προβιομηχανική εποχή, χωρίς φυσικά να μπορεί να επιβεβαιωθεί στη βάση πραγματικών δεδομένων κάτι τέτοιο). Πάλι θα χρειάζονταν πολλές χιλιετίες για την απορρόφηση αυτής της ενέργειας υπό τη μορφή θερμότητας από τους παγετώνες και τους ωκεανούς. Και αυτό χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες μέσω της μετατροπής αυτής της ενέργειας σε άλλες μορφές της εντός της ατμόσφαιρας, η της διαφυγής μέρους της στο διάστημα ως υπέρυθρη ακτινοβολία.
Εάν μάλιστα σκεφτούμε λίγο αντίστροφα και υπολογίσουμε πόση ενέργεια θα έπρεπε να δαπανηθεί τα τελευταία 200 χρόνια για να αυξηθεί, όπως μας λένε, η μέση θερμοκρασία της τροπόσφαιρας κατά 1,5 βαθμό, βρίσκουμε, στη βάση απλών υπολογισμών επίσης, ότι αυτή χονδρικά θα έπρεπε να ανέλθει σε 1,72 εκατομμύρια Twh. Αυτή θα ήταν περίπου η συνολική επιπλέον θερμική ενέργεια που θα έπρεπε να συσσωρευθεί στην κατώτερη ατμόσφαιρα για 200 χρόνια προκειμένου να αυξηθεί η θερμοκρασία που μας λένε, ή περίπου 8.583 Twh μεσοσταθμικά ετησίως.
Συνεπώς, το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο επιτακτικά αναγκαίο να απαντηθεί.
Που και πως θα βρεθεί η κατά 2.033.912.550/1.716.537 =1.185 φορές περισσότερη ενέργεια που απαιτείται για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 1 μέτρο, λόγω θερμοκρασιακής διαστολής, ή η κατά 22 φορές περισσότερη ενέργεια που χρειάζεται για να προκληθεί η τήξη της αντίστοιχης ποσότητας πάγου, ώστε να οδηγηθούμε πάλι σε άνοδο κατά 1 μέτρο της στάθμης της επιφάνειας των θαλασσών; Από που θα αντληθεί η πολύ περισσότερη ενέργεια που θα απαιτηθεί για την καταστροφικού επιπέδου ανύψωση της στάθμης των θαλασσών κατά πολλά μέτρα, που «προφητεύεται» ελαφρά τη καρδία από υποτιθέμενους επιστήμονες κι ενδεχομένως με το αζημίωτο;
Κι εάν για την ατμόσφαιρα χρειάστηκαν 200 χρόνια για την άνοδο της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας κατά 1,5 βαθμό (κι εφ’ όσον ισχύει κάτι τέτοιο), πόσες χιλιετίες θα χρειαστούν για να λειώσουν οι πάγοι απορροφώντας την υποτιθέμενη πλεονάζουσα ενέργεια (κατά 1.185 και 22 φορές περισσότερη αντίστοιχα απ’ αυτήν που χρειάστηκε -ή θα χρειάζονταν- η ατμόσφαιρα);
Προφανώς, εάν -όπως διαπιστώσαμε και με την περίπτωση της πανδημίας- η επιστήμη αντικαθίσταται με τη… μαγεία, στο πλαίσιο του IPCC και των πολιτικών, επιχειρηματικών, επικοινωνιακών και άλλων συνοδοιπόρων και χρηματοδοτών του, όλα είναι πιθανά για τον «μάγο της φυλής» -και νομιμοποιούνται οι θυσίες που πρέπει να υποστούμε για να κατευναστεί η οργή των «πνευμάτων» που τον εμπνέουν και τον κατευθύνουν.
Ωστόσο, είναι τελικά η δραστηριότητα του ηλίου σε συνδυασμό με τη γεωλογία, που μπορεί να τα προκαλέσει όλα αυτά, καθώς και τα αντίθετά τους, σε πολύ μεγάλα βάθη χρόνου. Κάτι που έχει συμβεί πολλάκις στα δισεκατομμύρια ετών της ύπαρξης του πλανήτη.
Όθωνας Κουμαρέλλας, Αθήνα -Σεπτέμβρης 2022