Μενέλαος Λουντέμης: «Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια»

913

Οβόγκος του «ακούμπησε στο στήθος μας». Ο Μενέλαος Λουντέμης , αγωνίστηκε για όλα τα πανανθρώπινα ιδανικά. Το έργο του αποτελεί ραψωδία αναστάσιμη των ανθρώπων που αγωνίζονται για το «όραμα». Η «πένα» του, με αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό ακουμπά τις καρδιές μας και ενεργοποιεί τη σκέψη (…).

Η οικογένειά του που ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, αρχικά στην Αίγινα, ύστερα στην Εδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας όπου έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Ετσι, αναγκάστηκε από τα νεανικά του χρόνια να εργαστεί σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού. Η στράτευσή του και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ τού στοίχισε την αποβολή του απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας.

Ετσι ακολουθώντας τον Μέλιο του («Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα») θα μετράμε πάντα τα άστρα όπως εκείνος μετράει τα όνειρά του, με αγωνία, προσδοκίες και αγάπη για τη ζωή. Θα φτάσουμε μαζί του στη μεγάλη πολιτεία, εκεί που βρίσκεται το σχολείο, η πραγματοποίηση του μεγάλου ονείρου. Ποτέ πριν δεν είχε πάει σε σχολείο… και τώρα το Γυμνάσιο φάνταζε στην καρδιά του σαν το ωραιότερο του κόσμου μέρος:

Remaining Time-0:00
Fullscreen
Mute

«–Κι άλλοτε, κύριε γυμνασιάρχα, μου κλείσατε το δρόμο και λυπάμαι που δε μ’ αφήνετε να το ξεχάσω. Ξέρω ότι μισείτε τη φτώχεια. Οτι περιφρονείτε την κακοτυχιά των άλλων, ότι αποστρέφεστε την ορφάνια. Ξέρω ότι τα γράμματα τα πουλάτε μόνο σε κείνους, που τα πληρώνουν ακριβά. Μα – σας ρωτώ – ξέρετε κανέναν, που να τα ‘χει πληρώσει ακριβότερα από μένα; Ορίστε τα “βιβλία” μου, κύριε γυμνασιάρχα. Τα καταθέτω στην έδρα. Είναι όλα κι όλα αυτό το τετράδιο. Σας το αφιερώνω. Για να σας θυμίζει ένα άρρωστο, άστεγο και καταδιωγμένο παιδί, και την απάνθρωπη στάση που του δείξατε. Χαίρετε»!

Δικάζεται για εσχάτη προδοσία

 

Στα Ελληνικά Γράμματα εμφανίσθηκε πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Εδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Φθάνοντας μετά από οδύσσεια μετακινήσεων στην Αθήνα, συνδέθηκε στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Αγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση, ενώ ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Νίκος Βέης τον βοήθησε να παρακολουθήσει μαθήματα ως ακροατής. Το 1938 ήταν ήδη φτασμένος συγγραφέας.

Στην Κατοχή, οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε Γραμματέας της Οργάνωσης Διανοουμένων. Κατά τον Εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα «φρονήματα», δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο. Το 1947 ο Λουντέμης συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Μακρόνησο, ενώ η γυναίκα του Εμυ με την τρίχρονη κόρη τους Μυρτώ εξορίζεται στη Χίο και μετά στο Τρίκερι. Από την εξορία, ο Λουντέμης γράφει:

(Η Μυρτώ ανεβαίνει τριών χρονών στο Γολγοθά) Αντίο μητερούλα, μητερούλα της Μυρτώς, και των χεριών μου. Με το γήινο βρέφος στην αγκαλιά, που μπήκε στο μαρτύριο. Τριάντα χρόνια μικρότερο απ’ τον Χριστό, Αντίο … Τώρα μας χωρίζουν οι ουρανοί. Αγρύπνιες ιδρωμένες και ατέλειωτες. Κι ένας κόσμος τρομαγμένος που κρυώνει – κρυώνει κάτω απ’ τον βοριά και τα σίδερα.

Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» υπάρχουν «….προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας….». Στη δίκη που έγινε με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, οι μάρτυρες υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη, καλλιεργεί το μίσος».

Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στράτης Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς). Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο, ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς». Οταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού και της γυναίκας του ο πρόεδρος παρατηρεί: «Αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα ’πρεπε να ’χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ». Αλλωστε, το γράφει και στο «Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα»: «Ζωντανός θα πει περήφανος»!

 

Αυτοεξορία και απώλεια ελληνικής ιθαγένειας

 

Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του το κλίμα ήταν βαρύ για τον Λουντέμη . Γι’ αυτό αναγκάζεται να πάρει το δρόμο της αυτοεξορίας και της πολιτικής προσφυγιάς, το 1959, αφαιρώντας του μάλιστα την ελληνική ιθαγένεια η τότε ελληνική κυβέρνηση. Ο λόγος; Επειδή παραβρέθηκε στα εγκαίνια του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπούχενβαλτ και μίλησε ζητώντας να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της Γης όλοι οι τόποι ομαδικής εξόντωσης. «Η καλύτερη τιμή για την ανθρωπότητα», είπε, «θα ήταν να μην εγκαινιάζει τέτοια μνημεία. Βρισκόμαστε τούτη τη στιγμή σε μια μητρόπολη των στρατοπέδων. Μα υπάρχουν και οι αποικίες… Ερχομαι από μία απ’ αυτές. Βρίσκεται στο Αιγαίο και λέγεται Αη-Στράτης».

Στην εφημερίδα «Μακεδονία», στις 07/05/1959 και με τίτλο «Συνεχίζονται οι διενέξεις των εις το παραπέτασμα καταφυγόντων συμμοριτών», δίνεται η πληροφορία πως από τον Μάρτη του 1959 έφτασε στην Οστράβα της Τσεχοσλοβακίας και ο Μενέλαος Λουντέμης που μίλησε στους πολιτικούς εξόριστους: «[…] Εξ άλλου – κατά τους επαναπατρισθέντας πάντοτε- προ διμήνου αφίχθη επίσης εις Οστράβαν και ο γνωστός κομμουνιστής λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης , ο οποίος, ομιλήσας προς τους συγκεντρωθέντας Ελληνας συμμορίτας, κατεφέρθη δριμύτατα εναντίον των επαναπατριζομένων διά τους οποίους είπεν ότι μόλις φθάσουν εις την Ελλάδα σπεύδουν να ενισχύσουν τον εναντίον του Κ.Κ.Ε. αγώνα και επιφέρουν μεγίστην ζημίαν εις το έργον της Ε.Δ.Α. Αμεσον αποτέλεσμα της ομιλίας αυτής του Λουντέμη ήτο ν’ αρχίση ασκουμένη έντονος τρομοκρατία εις βάρος παντός εκδηλούντος πρόθεσιν επαναπατρισμού».

Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί πάντα την Ελλάδα. Μετά τη μεταπολίτευση και μετά από μεγάλες περιπέτειες ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει το 1976. Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Γενάρη 1977 πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και ενταφιάζεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

 

«Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια»

 

Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Οπως ο ίδιος υποστήριζε, δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη, αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας… Για την Οχτωβριανή Επανάσταση έγραψε στη συλλογή του «Κραυγή στα πέρατα»: «Είδα το Λένιν. Τον είδα να τρέχει χέρι – χέρι με τη ζωή. Να σπρώχνει κατά τον ανήφορο, με τον ώμο, την Ιστορία. Τον είδα να λαχανιάζει και να βιάζεται. Γιατί όλα τότε ήταν βιαστικά. Ολα. Οι ώρες, οι σελίδες, οι στιγμές. “Σήμερα νωρίς – αύριο θα ‘ν’ αργά”. Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια. Ναι. Ηταν καιρός. Το φώναξε κι η “Αβρόρα” από το ποτάμι. Ηταν καιρός. Θολός σιγόψελνε δίπλα της κι ο Νέβας. Τον ακολούθησαν σιγοψέλνοντας και τα κανάλια. Ηταν καιρός. Η πόλη σώπαινε πνιγμένη στα σκότη. Και μόνο το “Σμόλνυ” έφεγγε. Μόνο το “Σμόλνυ” έφεγγε σαν φανάρι. Για να δείξει στο μέλλον να περάσει”».

Πηγή: Σοφία Αδαμίδου – Ριζοσπάστης 1/2/2015 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας