Ο Κώστας Βουτσάς, ο αγαπημένος ηθοποιός, ο οποίος απλόχερα χάρισε γέλιο με τις ερμηνείες του τόσο στη μεγάλη οθόνη όσο και στο θέατρο, αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του, έφυγε από τη ζωή στις 26 Φλεβάρη 2020.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 31 Δεκέμβρη 1931 από γονείς πρόσφυγες, με καταγωγή από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης. Το οικογενειακό του επίθετο ήταν Σαββόπουλος, αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του, που έφτιαχνε βαρέλια (βουτσιά). Οι συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολες και σκληρές. Ζούσαν σε ένα μικρό άδειο μαγαζί, στον Βύρωνα, του οποίου τη βιτρίνα είχαν καλύψει με χαρτιά για να μην τους βλέπουν οι περαστικοί. Οταν ο Κώστας ήταν μικρός μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Ο πατέρας του ήταν εργάτης οδοποιός και η μητέρα του φρόντιζε το σπίτι. Τα παιδιά της οικογένειας βοηθούσαν να συμπληρωθεί το οικογενειακό εισόδημα κάνοντας διάφορες μικροδουλειές.
Ο πατέρας του, Απόστολος, ήταν μέλος του ΚΚΕ και ο μικρός τότε Κώστας έζησε από πρώτο χέρι τις διώξεις και τα κυνηγητά. Την περίοδο της Κατοχής ο Κώστας Βουτσάς ήταν Αετόπουλο και μοίραζε προκηρύξεις της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ.
Η πρώτη του γνωριμία με το θέατρο έγινε κατά τύχη, όπως έλεγε. «Βρέθηκα τυχαία σε μια κατασκήνωση όπου έπαιζαν θέατρο και άρχισα να παίζω μαζί τους. Και το βράδυ στη Μηχανιώνα έγινε χαμός από τα γέλια». Σπούδασε στη Δραματική Σχολή Τριανταφυλλίδη «Μακεδονικό Ωδείο» της Θεσσαλονίκης, από όπου αποφοίτησε το 1952. Συμμετείχε ως ηθοποιός σε μπουλούκια, για τα οποία είχε πει χαρακτηριστικά ότι με την πειθαρχία τους «με κάνανε θεατρίνο». Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στη σκηνή ήταν το 1953 στο «Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης», με το έργο «Ανθος του Γιαλού». Την ίδια χρονιά έκανε και την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση, ως κομπάρσος στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται». Ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν στο «Η κυρά μας η μαμή».
Στην Αθήνα ήρθε για μόνιμη εγκατάσταση το 1958, ύστερα από προτροπή της πρωταγωνίστριας του μουσικού θεάτρου Καλής Καλό, και μαζί της εμφανίστηκε στην επιθεώρηση «Πάρε Κόσμε», στο Θέατρο «Περοκέ». Την περίοδο 1964 – 1972 είναι συνθιασάρχης με μεγάλα ονόματα της κωμωδίας, ενώ από το 1972 και μετά συγκροτεί δικούς του θιάσους.
Επλασε έναν απόλυτα δικό του, μοναδικό, αυθεντικά λαϊκό, πληθωρικότατο, ευφάνταστο, πάντα ελεύθερο και πάντα παιγνιώδη, υποκριτικό κώδικα, ανοιχτό και πρόσφορο σ’ όλα τα είδη της κωμωδίας. Το μεγάλο, όμως, “όπλο” της υποκριτικής του ήταν η μη επανάπαυση στους “κώδικές” του. Μια διαρκής, καθημερινή αναδημιουργία των ρόλων και των χαρακτήρων, έξω από τις ευκολίες και τη ρουτίνα της τυπικής επανάληψης, που τον έκανε να ξεχωρίζει όχι μόνο με την τέχνη του, αλλά και με την εντιμότητά του απέναντι στο κοινό, που ζούσε μαζί του την παράσταση.
Στις θεατρικές του ερμηνείες δεν έλειψαν άλλωστε και οι κλασικοί ρόλοι, όπως στις “Σφήκες” και τους “Αχαρνείς” του Αριστοφάνη, στον “Αρχοντοχωριάτη” και τον “Ταρτούφο” του Μολιέρου.
Ολο όμως το εύρος των δυνατοτήτων του και το βάθος της τέχνης του φάνηκε στις ταινίες του Βασίλη Βαφέα “Ο έρωτας του Οδυσσέα” και “Ο μώλος”. Ειδικά στον “Ερωτα του Οδυσσέα”, όπου απέσπασε και βραβείο για το ρόλο αυτό, δημιούργησε ένα χαρακτήρα με τον οποίο αναμετρήθηκε για πρώτη φορά στην καριέρα του.
ΠΗΓΗ ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ