Συνεχίστηκε η “βουλγαροποίηση” των ελληνικών συντάξεων και τον Οκτώβριο 2025!
Μεγάλη ανησυχία από τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας-ΕΦΚΑ που δημοσιεύθηκαν χθες
Η κατάρρευση των μισθών του ιδιωτικού τομέα κατά την περίοδο των Μνημονίων και η τριτομνημονιακή «ρήτρα Τσίπρα» (σύνταξη με βάση τους μισθούς ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ του εργασιακού βίου και όχι τον μισθό τού τελευταίου έτους ή της τελευταίας πενταετίας, όπως ίσχυε πριν το γ’ Μνημόνιο) είχαν άμεσο αντίκτυπο στο ύψος των νέων συντάξεων μετά το 2019 και ιδιαίτερα στις νέες συντάξεις των ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα (εργάτες, υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, επιστήμονες), όπως είχαμε καταδείξει στο βιβλίο μας «Κείμενα για το Κοινωνικό Κράτος» (Εκδόσεις «60+», 2025). Ειδικότερα:
●Το «πάγωμα» των αυξήσεων στους μισθούς κατά τη διάρκεια των Μνημονίων,
●η κατάργηση αρκετών επιδομάτων,
●το «πάγωμα» των τριετιών για την περίοδο 2012-2023,
●η μη χορήγηση ακόμη και σήμερα των οικογενειακών επιδομάτων στους νέους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα μετά το 2012,
●η αδρανοποίηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, που καλύπτουν μόνο το 26% των μισθών,
●η εφαρμογή δυστυχώς από τον ΟΜΕΔ -όλα τα προηγούμενα χρόνια- των περιοριστικών μνημονιακών πολιτικών στους μισθούς, καθώς και
●η επιλογή χαμηλών εισφορών από τους ελεύθερους επαγγελματίες-αγρότες λόγω της «φορομπηχτικής» τεκμαρτής φορολόγησης και της κατ’έτος αύξησης των ασφαλιστικών τους εισφορών,
όχι μόνο οδήγησαν στην κατάρρευση των μισθών τού ιδιωτικού τομέα, αλλά επηρέασαν (όπως ήταν επακόλουθο) και το ύψος των νέων συντάξεων, κυρίως αυτών που χορηγήθηκαν μετά το 2022.
Ι. Κατά 42,45% μικρότερες οι νέες συντάξεις του ιδιωτικού τομέα έναντι των αντίστοιχων του Δημοσίου!!
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας (Πληροφοριακό Σύστημα «ΗΛΙΟΣ» της ΗΔΙΚΑ ΑΕ) από τη «Μηνιαία απεικόνιση των συνταξιοδοτικών παροχών» για τον Οκτώβριο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα είναι κατά 42,45% χαμηλότερος από τον αντίστοιχο μέσο όρο για τους συνταξιούχους του Δημόσιου τομέα, όπως και τα έτη 2022-2024.
Πιο συγκεκριμένα, για τον Οκτώβριο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 732,25 €, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.272,45 € (διαφορά 540,20 € ή 42,45%), όπως αποδεικνύεται από τον αντίστοιχο Πίνακα 5 (σελίδα 8) της μηνιαίας απεικόνισης συνταξιοδοτικών παροχών.
Η μεγάλη διαφορά των 540,20 € (1.272,45 – 732,25) ανάμεσα στις συντάξεις των δύο κύριων φορέων ασφάλισης της χώρας τον Οκτώβριο 2025 και σε ποσοστό 42,45%, προκαλεί ανησυχία, πλην του ότι αποδεικνύει την ύπαρξη συνταξιούχων «δύο ταχυτήτων» και μάλιστα όλως αναιτιολόγητα και παράνομα.
Την ίδια περίοδο, εξάλλου, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους-ανασφάλιστους υπερήλικες του ΟΠΕΚΑ ανέρχεται στο ποσό των 369,04 € και για τους συνταξιούχους της Τράπεζας Ελλάδος σε 2.189,51 €!
Εξάλλου και τους προηγούμενους μήνες, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους από ιδιωτικό και δημόσιο τομέα είχε μεγάλη απόκλιση. Πιο συγκεκριμένα:
–Τον Φεβρουάριο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 782,99 €, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.264,35 € (διαφορά 481,36 € ή 38,07%).
–Τον Μάρτιο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 765,98 €, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.216,92 € (διαφορά 450,94 € ή 37%).
–Τον Απρίλιο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 774,18 €, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.317,43 € (διαφορά 543,25 € ή 41,2%).
-Τον Μάιο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 761,71 €, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.405,81 € (διαφορά 644,10 € ή 45,8%).
-Τον Ιούνιο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 760,16 €, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.327,67 € (διαφορά 567,51 € ή 42,7%).
-Τον Ιούλιο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 776,12 €, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.226,74 € (διαφορά 450,62 € ή 36,7%).
-Τον Αύγουστο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 760,97 €, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.246,47 € (διαφορά 485,50 € ή 38,94%).
-Τον Σεπτέμβριο 2025, ο μέσος όρος δαπάνης σύνταξης για τους συνταξιούχους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα ανήλθε σε 770,23 €, ενώ για τους συνταξιούχους του Δημοσίου ο μέσος όρος δαπάνης ανήλθε σε 1.359,55 € (διαφορά 589,32 € ή 43,34%).
ΙΙ.Η συνταξιοκτόνα «ρήτρα Τσίπρα» (υπολογισμός τής σύνταξης με βάση τον μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ του εργασιακού βίου και ότι του τελευταίου έτους ή της τελευταίας πενταετίας): Η βασική αιτία για τη φτωχοποίηση των νέων συνταξιούχων (μετά τον Μάιο 2016)
Δυστυχώς ο νόμος Βρούτση 4670/2020 διατήρησε και ενίσχυσε τον θεσμό τής ανταποδοτικής σύνταξης με βάση τις αποδοχές τού συνόλου τού εργασιακού βίου, όπως πρωτοθεσπίστηκε με το Μνημόνιο της κυβέρνησης Τσίπρα (ν. 4336/2015) και πρωτοεφαρμόστηκε με τα άρθρα 8 και 28 του ν. 4387/2016 («νόμος Κατρούγκαλου»).
Ειδικότερα το άρθρο 8 παρ. 2α του ν. 4387/2016 όριζε για την ανταποδοτική σύνταξη ότι: «2.α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. (…) Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, η οποία και υπολογίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή.».
Η θέσπιση αυτού τού μέτρου («ρήτρα Τσίπρα») είναι η εφαρμογή τού απόλυτου νεοφιλελευθερισμού στο Ελληνικό Σύστημα Συντάξεων. Πρόκειται περί μιας ακραίας νεοφιλελεύθερης αρχής-«θεσμού» που οδηγεί σε συνεχή δραστική μείωση τις συντάξεις. Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΝΥΠΕΚΚ, μετά το 2028 ο μέσος όρος ειδικά των νέων κύριων συντάξεων που προέρχονται κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, θα ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 700-800 €. Καταλυτικά θα επηρεαστούν οι μελλοντικές συντάξεις λόγω των χαμηλών μισθών, κυρίως του 1/3 του εργατικού δυναμικού που σήμερα ασχολείται στις ποικιλώνυμες μορφές εργασιακής ευελιξίας. Επίσης χαμηλές θα είναι οι μελλοντικές συντάξεις όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ενώ πολύ χαμηλές θα είναι οι συντάξεις των ελευθέρων επαγγελματιών-αγροτών αφού 9 στους 10 εξ αυτών επιλέγουν τη χαμηλότερη ασφαλιστική κλάση.
Αυτή την αντικοινωνική αρχή προσπάθησε να επιβάλλει η Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά εν τέλει υποχώρησε υπό την πίεση των γενικευμένων απεργιών και της μεγάλης κοινωνικής αναταραχής που δημιουργήθηκε, κάτι που επιχειρήθηκε, και για την ίδια αιτία, με τον ασφαλιστικό νόμο Μακρόν (βλέπε την ανάλυσή μας «Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία», φύλλο 66 στις 15-16/4/2023).
Αυτή την ακραία νεοφιλελεύθερη συνταξιοδοτική αρχή συμφώνησε με τον Σόιμπλε και τους δανειστές, δυστυχώς, η κυβέρνηση Τσίπρα το 2015. Η αρχή αυτή στην ουσία ακυρώνει όλα τα συστήματα που ισχύουν στις ευρωπαϊκές χώρες και ίσχυαν και στη χώρα μας πριν το γ’ Μνημόνιο (ν. 4336/2015) και τον νόμο Κατρούγκαλου 4387/2016. Δηλαδή, αντί του «μισθού αναφοράς» τού τελευταίου μήνα ή έτους ή, εν πάση περιπτώσει, της καλύτερης πενταετίας (όπως ίσχυε έως το 2016), ο ν. 4387/2016 (νόμος Τσίπρα-Κατρούγκαλου) και τώρα το γνήσιο «τέκνο» του, ο ν. 4670/2020, επιβάλλει ως βάση υπολογισμού τής ανταποδοτικής σύνταξης να λαμβάνεται ο μέσος μισθός τού συνόλου του εργασιακού βίου από το 2002 (έτος εισόδου μας στο ευρώ) μέχρι το έτος υποβολής τής αίτησης συνταξιοδότησης.
Με αυτό το νεοφιλελεύθερο και ετεροχρονισμένο τέχνασμα, οι νέες συντάξεις μειώνονται διαρκώς και δραστικά αφού, στη χώρα μας αλλά και στα κύρια ευρωπαϊκά συστήματα μισθών και συντάξεων, οι καταληκτικοί μισθοί ήταν πάντα οι πιο ώριμοι, οι πιο υψηλοί κι επομένως απέδιδαν και αποδίδουν μεγαλύτερη σύνταξη.
Ο θεσμός τού «μέσου μισθού» τού συνολικού εργασιακού βίου είναι αυστηρά δομική δημοσιονομική και περιοριστική παράμετρος για τις συντάξεις και τις κρατικές ασφαλιστικές δαπάνες, που δυστυχώς ισχύει ακόμη, παρότι υποστηρίζεται ότι «έχουμε βγει από τα Μνημόνια».
Ο νόμος Βρούτση, ΟΧΙ ΜΟΝΟ διατήρησε τη συνταξιοκτόνα «ρήτρα Τσίπρα» (όπως ήδη αναφέρεται ευρέως στην εσωτερική και διεθνή βιβλιογραφία), όπως θεσπίστηκε με τα άρθρα 8 και 28 του 4387/2016, δηλαδή τον θεσμό τής σύνταξης με βάση τους μισθούς ολόκληρου του εργασιακού (ασφαλιστικού) βίου, ΑΛΛΑ και τον ενίσχυσε θεσμικά.
Ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 24 (παρ. 2α) του ν. 4670/2020 ορίζεται ότι: «Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του.».
Ο υπολογισμός των συνταξίμων αποδοχών με βάση τις αποδοχές ολόκληρου του εργασιακού βίου (με δεδομένες τις ισχύουσες, ακόμη, διατάξεις του Εργατικού Δικαίου για την εξέλιξη και ωρίμανση των μισθών, για το ύψος της τελικής σύνταξης) συνεχίζει ουσιαστικά να οδηγεί στη μεγάλη μείωση των νέων συντάξεων και ειδικότερα αυτών που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα.
Συνεπώς, η διευρυνόμενη «συνταξιοδοτική φτώχεια» («pension poverty») είναι συνέπεια της γενικευμένης εφαρμογής τής αντικοινωνικής «ρήτρας Τσίπρα» σε όλους τους σημερινούς και μελλοντικούς συνταξιούχους. Είναι επίσης συνέπεια των μνημονιακών περικοπών που δυστυχώς διατηρούνται ακόμη, πολύ περισσότερο που η απαγόρευση τής αύξησης των συντάξεων («πάγωμα» αυξήσεων) μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022 (σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4475/2017 της κυβέρνησης Τσίπρα), διατηρήθηκε σε ισχύ και από την παρούσα κυβέρνηση με τον νόμο Βρούτση 4670/2020 (άρθρο 25 παρ. 4).
Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση οφείλει να καταργήσει ΑΜΕΣΑ και ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ τη «ρήτρα Τσίπρα» που αποτελεί μόνιμο μηχανισμό παραγωγής φτωχών συνταξιούχων στο μέλλον.
Αλέξης Π. Μητρόπουλος
Καθηγητής ΕΚΠΑ-Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ










































