Η πολιτική και κοινωνική αναταραχή που προκάλεσε στο Ισραήλ η πρόθεση του κυβερνητικού συνασπισμού να θεσπίσει αλλαγές στην οργάνωση της δικαιοσύνης οδηγήθηκε σε μία “ανακωχή”, μετά την απόφαση του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου να αναστείλει μέχρι το καλοκαίρι την προώθηση του επίμαχου νομοθετήματος και να εμπλακεί σε διάλογο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η οπισθοχώρηση αυτή κατέστη δυνατή μετά την κλιμάκωση των διαδηλώσεων, των απεργιακών κινητοποιήσεων και των πολιτικών αντιδράσεων (εγχώριων και διεθνών) που επέφερε την Κυριακή και τη Δευτέρα το μοιραίο “βήμα παραπάνω” του Νετανιάχου να αποπέμψει τον υπουργό Άμυνας Γιοάβ Γκαλάντ, πρώτο στέλεχος του κόμματός του που αμφισβήτησε την αναγκαιότητα προώθησης της αμφιλεγόμενης δικαστικής μεταρρύθμισης.
Εντέλει, η (ασυνήθιστη για μη εκτελεστικό πρόεδρο) παρέμβαση του αρχηγού του κράτους Γιτζάκ Χέρτσογκ και η ετοιμότητα του κύριου ηγέτη της αντιπολίτευσης, Μπένι Γκαντς, να προσέλθει σε διάλογο, διευκόλυνε την απεμπλοκή, που όμως οι πάντες θεωρούν προσωρινή. Το δε τίμημα που πλήρωσε ο Νετανιάχου στους ακροδεξιούς κυβερνητικούς του εταίρους, οι οποίοι αρνούνταν την υποχώρηση, ήταν βαρύ: η υπόσχεση για ίδρυση Εθνοφυλακής, ήτοι ουσιαστικά για νομιμοποίηση των οπλοφόρων φανατικών, που παρακολουθούμε λ.χ. αυτές τις μέρες να πραγματοποιούν επιδρομές στην παλαιστινιακή πόλη Χουάρα.
Όμως η υπόθεση αυτή καταγράφει ήδη υψηλό κόστος: για τον Νετανιάχου, για την εθνική ενότητα του Ισραήλ, για την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, αλλά και για τις αμερικανο-ισραηλινές σχέσεις.
Οι άμεσες δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν το βράδυ της Δευτέρας φέρουν το Λικούντ του Νετανιάχου να προσγειώνεται, εάν οι εκλογές διενεργούνταν τώρα, από τις 32 σε περίπου 25 κοινοβουλευτικές έδρες (επί συνόλου 120), ενώ το κόμμα του Γκαντς φέρεται να εκτοξεύεται από τις 12 έδρες σε περισσότερες από 20.
Διαίρεση
Οι πιο δραματικές επιπτώσεις, ωστόσο, δεν είναι αυτές που καταγράφονται στο πολιτικό σκηνικό. Το γεγονός ότι στο επίκεντρο της κρίσης βρέθηκε ο υπουργός Άμυνας, μετά και από τις προειδοποιήσεις του ότι ο διχασμός αρχίζει και διαπερνά το σώμα των εφέδρων, ολοένα και περισσότεροι από τους οποίους αρνούνται να εμφανιστούν για την εκτέλεση διαταγών, αναδεικνύει μια βαθύτερη διαίρεση. Αυτήν ανάμεσα αφενός στους κοσμικούς Ισραηλινούς που κατεξοχήν σηκώνουν το βάρος της συμμετοχής στις ένοπλες δυνάμεις και τα φορολογικά έσοδα (και τώρα θεωρούν ότι ο τρόπος ζωής τους απειλείται) και αφετέρου στους υπερορθοδόξους που απαλλάσσονται από τη στρατιωτική θητεία. Σημειώνεται ότι το Ισραήλ δεν έχει γραπτό Σύνταγμα ακριβώς λόγω του λεπτού συμβιβασμού ανάμεσα στους κοσμικούς και τους θρησκευόμενους.
Σε αυτό το φόντο, δεν μπορεί να αγνοηθεί και το μήνυμα των αγορών. Η Fitch και η Moody’s έχουν προχωρήσει σε προειδοποιήσεις ότι η αναταραχή θα μπορούσε να επηρεάσει την πιστοληπτική αξιολόγηση του Ισραήλ, ενώ πολλοί επενδυτές εκφράζουν επιφυλάξεις για την πιθανότητα διαμόρφωσης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος από ένα Ανώτατο Δικαστήριο διορισμένο από μία κοινοβουλευτική πλειοψηφία (ακρο)δεξιών και θρησκευτικών κομμάτων. Επιπλέον, ενώ η χώρα αντιμετωπίζει ήδη πρόβλημα “διαρροής εγκεφάλων” (κατεξοχήν στον ανεπτυγμένο κλάδο των start-ups), πιθανή επικράτηση του Νετανιάχου και των συμμάχων του στη διαμόρφωση του θεσμικού τοπίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε πραγματική φυγή του πιο “ζωηρού” τμήματος των νέων εργαζομένων.
Σημειώνεται ότι το Χρηματιστήριο του Τελ Αβίβ καταγράφει απώλειες της τάξης του 20% από την αρχή του έτους, ενώ το σέκελ αποδυναμώθηκε το τελευταίο διάστημα κατά 10% έναντι του δολαρίου.
Εκείνο που κυριαρχεί στην επικαιρότητα προς το παρόν είναι η διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στον Νετανιάχου και τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Ο τελευταίος, καίτοι τονίζει πάντα τους ακατάλυτους δεσμούς του με το Ισραήλ, απηύθυνε επανειλημμένες εκκλήσεις προς την ισραηλινή κυβέρνηση να υποχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Νετανιάχου να απαντήσει, στον “εδώ και 40 χρόνια” γνωστό του, ότι “το Ισραήλ είναι κυρίαρχη χώρα, που παίρνει τις αποφάσεις της βάσει της λαϊκής βούλησης και όχι βάσει πιέσεων από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων και των καλύτερων φίλων”.
Εννοείται ότι πρόκληση του Νετανιάχου στον Λευκό Οίκο δεν προβλέπεται στο άμεσο μέλλον, όπως δήλωσε ο Μπάιντεν. Αλλά βέβαια οι τριβές αυτές σε τίποτε δεν θίγουν την ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς το Ισραήλ.
Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα που παρουσιάζει το Ισραήλ τους τελευταίους μήνες προκαλεί μεγάλη ανησυχία και αμηχανία στην αμερικανο-εβραϊκή κοινότητα, ακόμη και στους πιο ηχηρούς υποστηρικτές του εβραϊκού κράτους ή και του Νετανιάχου προσωπικά. Ούτως ή άλλως έχουν χαλαρώσει οι δεσμοί των κοσμικών και φιλελεύθερων Αμερικανοεβραίων της νέας γενιάς με το Ισραήλ, το οποίο μοιάζει να έχουν “υιοθετήσει” οι Ρεπουμπλικανοί και η Χριστιανική Δεξιά.
Από την άλλη, η εικόνα ενός Ισραήλ το οποίο εμφανίζεται λιγότερο δημοκρατικό και απειλείται περισσότερο από τις εσωτερικές του διαιρέσεις απ’ ό,τι από τους εξωτερικούς τους εχθρούς είναι όντως οδυνηρή για το αμερικανο-εβραϊκό κατεστημένο.