Η επενδυτική βαθμίδα δεν θα πληρώσει το ενοίκιο

 

Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

 

Κάποιες φορές το πώς ζουν οι άνθρωποι, το βιοτικό επίπεδο και οι χειροπιαστές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν φαίνεται και στις στατιστικές αναλύσεις, αποτυπώνεται σε οικονομικούς δείκτες, ομολογουμένως λιγότερο δημοφιλείς, που η εκάστοτε κυβέρνηση σαφώς δεν θα αναδείξει, αλλά ίσως και να υποτιμά τη σημασία τους.

Έτσι για παράδειγμα ορθώς σχολιάστηκε την περασμένη εβδομάδα το γεγονός ότι με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από την έρευνα για την υλική και κοινωνική στέρηση και τις συνθήκες διαβίωσης, αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που δυσκολεύεται να πληρώσει το ενοίκιο ή τη δόση δανείου ή πάγιους λογαριασμούς από 29,1% το 2022 σε 47,3% το 2023.

Το στοιχείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί δείχνει την πραγματική οικονομική δυστοκία και ανασφάλεια που βιώνουν τα νοικοκυριά, που μπορεί σε ότι αφορά τις στερήσεις και την οικονομική αδυναμία να ανταποκριθούν σε άλλες ανάγκες, τα ποσοστά να κινούνται στα ίδια επίπεδα με το προηγούμενο έτος, ενίοτε και λίγο καλύτερα, αλλά σε αυτόν τον τομέα καταγράφεται σημαντική επιδείνωση.

Όχι βέβαια πως τα δεδομένα της ίδιας έρευνας, και ας εμφανίζουν σημάδια μικρής βελτίωσης, είναι όντως αισιόδοξα, εάν σκεφτούμε ότι το 2023 το 43,1% του πληθυσμού έχει οικονομική αδυναμία για πληρωμή μιας εβδομάδας διακοπών, το 44,3% δηλώνει αδυναμία να αντιμετωπίσει έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες και το 52,6% αδυνατεί να αντικαταστήσει τα φθαρμένα ή καταστραμμένα έπιπλα.

Όλα αυτά δείχνουν ότι ως προς την πραγματική οικονομία, που αντιλαμβάνονται και οι πολίτες στην τσέπη τους, απέχουμε πολύ από το να έχουμε «βγει από το τούνελ». Την  απόσταση από το «οικονομικό θαύμα» που επικαλείται συχνά η κυβέρνηση αποδεικνύουν και οι δείκτες που καταγράφουν την οικονομική ανισότητα, αλλά και τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, με το 26,1% του πληθυσμού (μείωση μόλις 0,2% έναντι του 2022) να κινδυνεύει.

Τα σημειώνω αυτά για να υπογραμμίσω ότι είναι λάθος να υπερτονίζουμε άλλες θετικές επιδόσεις της οικονομίας, όπως είναι η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, στη βάση των αξιολογήσεων των περισσότερων διεθνών οίκων.

Προφανώς δεν υποτιμώ τα οφέλη από αυτή την εξέλιξη που αυξάνοντας τη φερεγγυότητα της χώρας μειώνει το κόστος δανεισμού της, με θετικές συνέπειες για το χρέος, και προοπτικά το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων, κάτι που μπορεί να έχει αναπτυξιακά αποτελέσματα, ενώ ενισχύει και την αξιοπιστία της χώρας ως επενδυτικού προορισμού.

Όμως, αυτά δεν μεταφράζονται πάντα και σίγουρα όχι άμεσα σε μια βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών. Γιατί αυτή καθορίζεται από άλλους δείκτες. Αυτούς που αφορούν την πραγματική οικονομική θέση των νοικοκυριών.

Γιατί οι πολίτες που δηλώνουν ότι δεν μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιο ή μια δόση ενός δανείου δεν πρόκειται στην πραγματικότητα να επωφεληθούν, τουλάχιστον τους προσεχείς μήνες, από την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας.

Κάτι ανάλογο, δηλαδή η δημιουργία αναντιστοιχίας μεταξύ αυτού που βιώνει ο πολίτης στην τσέπη του και αυτού που καταγράφεται στους επίσημους δείκτες, ισχύει και για το ζήτημα του πληθωρισμού. Οι θετικές αποτιμήσεις της συγκράτησής του τείνουν να ξεχάσουν ότι τους απλούς ανθρώπους δεν τους πλήττει ο γενικός δείκτης, αλλά πολύ περισσότερο το κύμα ακρίβειας σε συγκεκριμένα προϊόντα ή η εκτίναξη των ενοικίων που απειλούν να δημιουργήσουν πραγματική «στεγαστική κρίση».

Όλα αυτά κατατείνουν σε μια κατάσταση όπου από τη μια θα υπάρχει η εικόνα μιας αναπτυξιακής δυναμικής και από την άλλη μια κοινωνία που θα τα φέρνει βόλτα με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία και γι’ αυτό θα είναι όλο και πιο δυσαρεστημένη, μια επανάληψη του οι «αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι δυστυχούν».

Και τα πράγματα θα κάνει ακόμη χειρότερα τυχόν επιδείνωση της γενικότερης οικονομικής δυναμικής, ακριβώς επειδή υπάρχουν αρκετές αβεβαιότητες και κίνδυνοι ιδίως στο διεθνές πεδίο, όπως επισημαίνεται και στην πρόσφατη έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.

Τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία εάν κανείς θέλει να αναζητήσει μία από τις κύριες αιτίες -για κάποιους ο κρισιμότερος λόγος- που αυτή τη στιγμή φθείρεται η δημοτικότητα της κυβέρνησης ή που καταγράφεται εντυπωσιακό προβάδισμα του «Κανένα» στις δημοσκοπήσεις.

Γιατί όσο και εάν παίζουν ρόλο στην πολιτική διάφοροι παράγοντες και η συγκυρία, σε τελική ανάλυση στην απόφαση των ανθρώπων πριν την κάλπη βαραίνει πολύ το εάν αισθάνονται ότι στην καθημερινότητα τους τα βγάζουν πέρα δύσκολα ή εύκολα, εάν αντιμετωπίζουν το μέλλον με μεγαλύτερη ή μικρότερη αισιοδοξία, αν βλέπουν εγγυήσεις ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα από τους ίδιους.

Άλλωστε, «πιάνουν τα μηνύματα» της πραγματικής οικονομίας πολύ πιο γρήγορα και από τους «αναλυτές» και από τους οικονομικούς δείκτες.

Και τότε οι «στατιστικές αναλύσεις» λειτουργούν ως πρόδρομοι πολιτικοί δείκτες, προοιωνίζονται αλλαγές που ενίοτε καταλήγουν σε πολιτικές ανατροπές.

Φαινομενικά απρόβλεπτες, αλλά στην πραγματικότητα ήδη ορατές από καιρό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας