Ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή μπορεί να σταματήσει. Αρκεί να υπάρξει πραγματική πίεση
Στη Μέση Ανατολή – και όχι πια απλώς στη Γάζα – έχουμε πόλεμο. Η απόφαση του Ισραήλ να αυξήσει τα χτυπήματα σε βάρος της Χεζμπολάχ και μετά να προχωρήσει σε προετοιμασία εισβολής στον Λίβανο και σε μαζικούς βομβαρδισμούς σημαίνει ότι άνοιξε και ένα δεύτερο μέτωπο, με υπαρκτό τον κίνδυνο γενικευμένης ανάφλεξης.
Είναι σαφές ότι πλέον αυτό που συμβαίνει δεν έχει να κάνει με την τιμωρία όσων έγιναν στις 7 Οκτωβρίου. Ούτε με κάποιο δικαίωμα στην άμυνα.
Αυτό που συμβαίνει είναι η πολιτική της κυβέρνησης του Ισραήλ, μια κυβέρνησης των κατεξοχήν φιλοπόλεμων δυνάμεων που εχθρεύονται την ειρηνική λύση και που πιστεύουν ότι η λύση είναι η κλιμάκωση του πολέμου ώστε να ξεμπερδέψει το Ισραήλ με όλους τους εχθρούς τους.
Μια πολιτική που έχει ήδη οδηγήσει σε πάνω από 40.000 νεκρούς, σε πράξεις που μόνο ως εγκλήματα πολέμου μπορούν να χαρακτηριστούν, σε μια ανθρωπιστική καταστροφή και βέβαια στον κίνδυνο να μπουν και άλλες χώρες στη σύγκρουση με απρόβλεπτες συνέπειες.
Μια πολιτική που όχι μόνο προσπαθεί βίαια να διαγράψει το υπαρκτό και αναγνωρισμένο δικαίωμα των Παλαιστινίων στην κρατική υπόσταση, αλλά και εξασφαλίζει ότι ο φαύλος κύκλος της βίας δεν θα σταματήσει, καθώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτοί που θα επιβιώσουν από τους βομβαρδισμούς, έχοντας δει τις οικογένειες τους να ξεκληρίζονται και το βιός τους να γίνεται συντρίμμια, μόνο την εκδίκηση θα έχουν στον νου τους.
Για να μην αναφερθούμε στο ότι σήμερα ο τρόπος που διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις το Ισραήλ και επιβάλλει όρους απλώς εμπεδώνει την πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν πλέον κανόνες και οι μονομερείς και αυθαίρετες αποφάσεις είναι ο κανόνας.
Η «διεθνής κοινότητα», ιδίως η Δύση μέχρι τώρα, είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι έχει συναινέσει σε όλη αυτή την καταστροφή. Έχει στηρίξει την κυβέρνηση του Ισραήλ και την έχει ενισχύσει με διάφορους τρόπους. Μπορεί να διατυπώνει κατά καιρούς ενστάσεις, αλλά δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει η αιματοχυσία. Βλέπετε, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το Ισραήλ και ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» της Δύσης.
Γιατί είναι μύθος ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω. Η Ισραηλινή κυβέρνηση μπορεί να μην παίρνει από λόγια, αλλά σίγουρα παίρνει από πράξεις. Και παρά την κρίση των διεθνών θεσμών, υπάρχουν ακόμη αρκετά εργαλεία για να σταματήσει μια πολεμική σύγκρουση. Αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση.
Η διακοπή της πώλησης όπλων και συνολικά της αμυντικής βοήθειας και συνεργασίας είναι ένα πολύ ισχυρό μέτρο πίεσης. Σε τελική ανάλυση, το Ισραήλ δεν μπορεί να συνεχίσει στο διηνεκές χωρίς προμήθεια πυρομαχικών και οπλικών συστημάτων. Η απόφαση απαγόρευσης πώλησης ή προσφοράς όπλων στις αντιμαχόμενες πλευρές είναι από τα βασικά εργαλεία που έχει η διεθνής κοινότητα για να πιέσει για κατάπαυση πυρός και εκκίνηση ειρηνευτικής διαδικασίας.
Αυτό σήμερα θα μπορούσε να είναι ένα πρώτο βήμα με πραγματικά αποτελέσματα. Το ίδιο και η επιβολή κυρώσεων, όπως αυτές που επιβάλλονται σε χώρες που παραβιάζουν πλευρές του διεθνούς δικαίου. Αντίστοιχα, το να πάρει το μήνυμα η κυβέρνηση του Ισραήλ ότι επί της ουσία είναι απομονωμένη και δεν έχει την ίδια δυνατότητα απεύθυνσης σε συμμάχους που είχε στο παρελθόν. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι και απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Προφανώς αυτό θα έπρεπε να συνδυαστεί με την απαίτηση και η Χεζμπολάχ και η Χαμάς να σεβαστούν την κατάπαυση του πυρός, αλλά και το Ιράν να δεσμευτεί ότι και αυτό δεν θα προσφέρει βοήθεια για ειρηνική διέξοδο.
Στην πραγματικότητα, αυτό που φαντάζει προφανώς μακρινό με δεδομένη τη σημερινή κατάσταση πνευμάτων, είναι ο μόνος δρόμος για την ειρήνευση και είναι ένας δρόμος εφικτός, αρκεί να υπάρξει επιτέλους μια διαφορετική προσέγγιση.
Μια προσέγγιση που όταν η Ισραηλινή κυβέρνηση επικαλείται το δικαίωμα στην άμυνα, να υπογραμμίζει ότι ο μόνο δρόμος ώστε και το Ισραήλ να ζει πραγματικά με ασφάλεια και οι Παλαιστίνιοι να μην αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας είναι η ειρήνη και οι διαπραγματεύσεις για το πώς θα είναι βιώσιμο το Παλαιστινιακό κράτος. Μια συνθήκη με εγγυήσεις ασφάλειας για όλους. Μια συνθήκη που θα λέει στο Ιράν ότι εάν θέλει και αυτό να απαλλαγεί από τις κυρώσεις, όπως λέει ότι θέλει η κυβέρνησή του, θα πρέπει να στηρίξει στην πράξη την ειρηνευτική διαδικασία.
Διαφορετικά το να βλέπει η διεθνής κοινότητα απλώς τη μία μετά την άλλη έκκλησή της προς το Ισραήλ να απορρίπτεται, να κλιμακώνονται οι πολεμικές επιχειρήσεις και να αυξάνεται ο κατάλογος των αμάχων θυμάτων, απλώς υπογραμμίζει και την αποτυχία και την υποκρισία της. Και στο τέλος του δρόμου την καθιστά συνένοχη. Γιατί το ζήτημα δεν είναι να μπορούν να λένε οι κυβερνήσεις της Δύσης «εμείς το είπαμε στον Νετανιάχου, αλλά αυτός δεν ήθελε να ακούσει», αλλά όντως το μήνυμα να είναι τέτοιο και τόσο πραγματικό που να ακουστεί.