Στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αγρότες ξεσηκώνονται εναντίον των πολιτικών που εφαρμόζουν οι εθνικές κυβερνήσεις και η Κομισιόν για την πρωτογενή παραγωγή.
Οι αγρότες αντιτίθενται στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ, στις πολιτικές της «πράσινης μετάβασης», στις αθρόες εισαγωγές από τρίτες χώρες και στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες (π.χ. με χώρες της Λατινικής Αμερικής-Mercosur). Παράλληλα ζητούν μειώσεις στις τιμές των καυσίμων και του ηλεκτρικού ρεύματος για να παράγουν φτηνότερα και πιο ανταγωνιστικά προϊόντα.
Η κατανάλωση όμως υδρογονανθράκων αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους υστερικούς περιβαλλοντολόγους των Βρυξελλών που φαντασιώνονται ότι μπορούν να σταθεροποιήσουν τη θερμοκρασία της Γης, «φυτεύοντας» ανεμογεννήτριες στα βουνά και φωτοβολταϊκά στα χωράφια, καταστρέφοντας έτσι και τα δάση και τις καλλιέργειες.
Στην Ελλάδα ο αγροκτηνοτροφικός τομέας βρίσκεται σε δραματική κατάσταση. Μέσα στην τελευταία δεκαετία (Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ) οι καλλιεργούμενες εκτάσεις μειώθηκαν κατά 6.500.000 στρέμματα ή κατά 18,8%. Στην κτηνοτροφία, τα εκτρεφόμενα ζώα μειώθηκαν κατά 12,5 εκατομμύρια ή κατά 24,2%. Παράλληλα οι απασχολούμενοι στην πρωτογενή παραγωγή μειώθηκαν κατά 280.000 ή κατά 31%.
Η άλλοτε αγροτική Ελλάδα που, πριν μερικές δεκαετίες, ήταν αυτάρκης σ’ όλα σχεδόν τα βασικά είδη διατροφής, σήμερα είναι υποχρεωμένη να εισάγει τα περισσότερα από αυτά. Οι σημαντικότερες ελλείψεις υφίστανται στο μαλακό σιτάρι (για την παρασκευή του ψωμιού), στο βοδινό και το χοιρινό κρέας, στο αγελαδινό γάλα (για την παραγωγή τυριών), στη ζάχαρη κ.α.
Ακόμα και στον τομέα των οπωροκηπευτικών, που υποτίθεται ότι η χώρα μας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, κάνουμε σημαντικές εισαγωγές. Το πρώτο εννεάμηνο του 2023 η Ελλάδα εισήγαγε περίπου 500.000 τόνους οπωροκηπευτικών (αύξηση 14,3%). Συγκεκριμένα εισήχθησαν στη χώρα μας 180.000 τόνοι πατάτας, 24.200 τόνοι κρεμμύδια, 21.300 τόνοι λεμόνια, 21.000 τόνοι ντομάτας, 5.100 τόνοι μήλα, 4.000 τόνοι πιπεριές/γλυκοπιπεριές κ.α.
Απέναντι στα υπαρξιακά αιτήματα των ελλήνων αγροτών, που αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις βιοτικές ανάγκες των οικογενειών τους και να εξασφαλίσουν τη διατροφική επάρκεια της χώρας, η Κυβέρνηση τούς δίνει κάποια «ψίχουλα», εν όψη των Ευρωεκλογών και διαμηνύει ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι περιορισμένα. «Θα ξύσω τον πάτο του βαρελιού» υπόσχεται στους αγρότες ο Κ. Μητσοτάκης.
Αλλά, όσο και «να ξύσει τον πάτο του βαρελιού» ο κ. Μητσοτάκης λεφτά δε θα βρει. Ο εφετινός Προϋπολογισμός της Κυβέρνησης προβλέπει ένα έλλειμμα 6.253 εκατομμυρίων ευρώ για το 2024. Το έλλειμμα αυτό θα καλυφθεί, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, με πρόσθετο δανεισμό, που αυξάνει το δημόσιο χρέος (403 δις. μέχρι στιγμής).
Τα «λεφτόδενδρα», στην οδό Πανεπιστημίου (Τράπεζα της Ελλάδος) και στον Χολαργό (Νομισματοκοπείο) έχουν ακαρπία εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες.
Η Κυβέρνηση θα μπορούσε να αυξήσει το δανεισμό και με τα χρήματα αυτά να στηρίξει αποτελεσματικά την αγροτική παραγωγή. Δε θέλει όμως να το κάνει γιατί: Πρώτον θα αντιδράσει η Κομισιόν που εγκρίνει κάθε χρόνο τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών και απαιτεί τη συγκράτηση του χρέους. Δεύτερον γιατί ο πρωτογενής τομέας δεν είναι στις κυβερνητικές προτεραιότητες σε αντίθεση με την «πράσινη μετάβαση» και τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό. Σ’ αυτούς τους δύο τομείς πηγαίνει το μεγαλύτερο μέρος από τα δάνεια του «Ταμείου Ανάκαμψης» της Ε.Ε.
Αν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωζώνη και είχε δικό της εθνικό νόμισμα τότε η όποια κυβέρνηση θα μπορούσε να εκδώσει (όχι να δανειστεί) νέο χρήμα για να στηρίξει με κάθε τρόπο την αγροτική παραγωγή και να αποκαταστήσει άμεσα τις καταστροφές στη Θεσσαλία. Τότε, τα «λεφτόδενδρα» θα έδιναν πλούσια παραγωγή.
Σωστά υποστηρίζει η σημερινή κυβέρνηση ότι «λεφτόδενδρα» μέσα στην Ευρωζώνη δεν υπάρχουν. Οι αγρότες και οι λοιποί Έλληνες πρέπει κάποια στιγμή να κάνουν τις επιλογές τους και στο ξεχασμένο, τις μέρες μας, θέμα της νομισματικής ανεξαρτησίας. Χωρίς αυτήν οικονομική προοπτική δεν μπορεί να υπάρξει.
Υ.Γ. 1 Αν κάποιοι φοβούνται ότι η έκδοση νέου χρήματος θα προκαλέσει πληθωρισμό να διευκρινίσουμε ότι αυτό θα συμβεί μόνο αν το νέο χρήμα κατευθυνθεί στην κατανάλωση (καταναλωτική δαπάνη) και όχι αποκλειστικά στις επενδύσεις (επενδυτική δαπάνη) που αυξάνουν την προσφορά αγαθών και άρα συμπιέζουν τις τιμές. Εξάλλου, σήμερα που δεν εκδίδεται νέο χρήμα έχουμε υψηλό πληθωρισμό, ιδιαίτερα στα τρόφιμα.
Υ.Γ. 2 Δε φτάνει που ο πρωτογενής τομέας έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του. Δε φτάνει που ο αγροτικός πληθυσμός, ιδιαίτερα στους παραμεθόριους νομούς της Μακεδονίας και της Θράκης, μειώνεται δραματικά, η Κυβέρνηση επιδοτεί την εγκατάσταση «φωτοβολταϊκών πάρκων» στα χωράφια και τους βοσκοτόπους. Μπορεί σε λίγο να μην έχουμε να φάμε, αλλά, θα έχουμε «σώσει» τον Πλανήτη από την κλιματική αλλαγή, που όμως λαμβάνει χώρα εδώ και εκατομμύρια χρόνια.