Γιατί η Μέση Ανατολή κοιτά προς την Κίνα

1069

Το ότι η Σαουδική Αραβία και το Ιράν οδηγήθηκαν σε μιας μορφής συμφιλίωση μετά από επτά χρόνια διακοπής των διπλωματικών τους σχέσεων (στο φόντο ενός ανταγωνισμού που κρατά από την ιρανική Ισλαμική Επανάσταση του 1979) αποτελεί εντυπωσιακή εξέλιξη, αλλά όχι ακριβώς έναν κεραυνό εν αιθρία, αν αναλογισθούμε ότι οι δύο πλευρές πραγματοποιούν εμπιστευτικές συνομιλίες στη Βαγδάτη και το Ομάν εδώ και τρία χρόνια. (Ο Ιρανός στρατηγός Κάσεμ Σολεϊμανί δολοφονήθηκε από την κυβέρνηση Τραμπ ακριβώς ενώ κατέφθανε στην πρωτεύουσα του Ιράκ σε διπλωματική αποστολή με στόχο την εξομάλυνση με τη Σαουδική Αραβία).

Αλλά το ότι η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε με κινεζική μεσολάβηση σε συνάντηση στο Πεκίνο (την ημέρα ακριβώς που ξεκινούσε η δίχως προηγούμενο τρίτη προεδρική θητεία του Σι Τζινπινγκ) και αποτυπώθηκε σε κείμενο υπογραφόμενο και από τις τρεις πλευρές, καθιστά το γεγονός ιστορικό. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι κατά το “δόγμα Κάρτερ”, που χρονολογείται από το 1979, ο έλεγχος του Περσικού Κόλπου αποτελεί ζήτημα εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ.

Και εδώ έγκειται το μεγάλο παράδοξο της συμφωνίας της περασμένης Παρασκευής. Ενώ οι ΗΠΑ διαθέτουν δεκάδες βάσεις και χιλιάδες στρατιώτες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου άλλωστε έχουν επέμβει επανειλημμένα, είναι η Κίνα η οποία προβάλλει τώρα ως ο εγγυητής της σταθεροποίησης της περιοχής, αξιοποιώντας αποκλειστικά διπλωματικά μέσα, καθώς εκτός συνόρων διαθέτει μία μόνο στρατιωτική βάση, αυτήν του Τζιμπουτί.

Το πώς θα μπορέσει το Πεκίνο να καθοδηγήσει, χωρίς αυτοπρόσωπη στρατιωτική παρουσία, μία διαδικασία η οποία κρύβει πολλά ρίσκα και μπορεί να εκτροχιασθεί ανά πάσα στιγμή (με τη συνδρομή και ενοχλημένων τρίτων) είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Αλλά ότι η “μαλακή ισχύς” του Πεκίνου φαντάζει περισσότερο πειστική στους τοπικούς πρωταγωνιστές, αποτελεί επίσης ένα μεγάλο δίδαγμα.

Η Σαουδική Αραβία επιδιώκει τη διαφοροποίηση της οικονομίας της και το Ιράν την έξοδο από τον κλοιό των κυρώσεων – η προσφυγή τους στην Κίνα είναι κατανοητή, όσο και η επιθυμία της τελευταίας να εξασφαλίσει ένα σταθερό περιβάλλον για την ενεργειακή της τροφοδοσία και το ξεδίπλωμα των “νέων δρόμων του μεταξιού”, που μεταξύ άλλων θα ανακουφίσουν τη δρομολογημένη δημογραφική συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού της.

Αλλά και ο ιδεολογικός παράγοντας δεν έχει μικρότερο ενδιαφέρον. Αρκεί και μόνο να σταθούμε στο παράδοξο μιας Λαϊκής Δημοκρατίας, η οποία συμφιλιώνει μια Ισλαμική Δημοκρατία με μια απόλυτη μοναρχία – ανατρέποντας τα στερεότυπα που θέλουν τα θρησκευτικά κριτήρια (και δη τη σύγκρουση σουνιτών και σιιτών) να έχουν την πρωτοκαθεδρία στη συγκεκριμένη περιοχή. Όμως αυτό που καθιστά την Κίνα δελεαστική στα μάτια των μεσανατολικών κρατών είναι ότι η διείσδυσή της δεν συνοδεύεται από πολιτικούς όρους και υποδείξεις για την εσωτερική τους οργάνωση, ούτε από μία “διαζευκτική λογική” ως προς τις συναλλαγές τους με τρίτους – αυτήν λ.χ. που μόλις πέρσι οδήγησε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να απορρίψουν την προμήθεια αμερικανικών μαχητικών, προκειμένου να μη συμμορφωθούν με τον όρο της μη συνεργασίας με την κινεζική Huawei.

Και βέβαια, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το ότι η άκρως ιδεολογικοποιημένη αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει στο επίκεντρό της, σε ό,τι αφορά την περιοχή, την υπεράσπιση του Ισραήλ υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Όμως το Παλαιστινιακό δεν είναι ζήτημα που μπορεί να “διαγραφεί” (όπως πίστεψε ο Τραμπ με τις Συμφωνίες του Αβραάμ), ούτε το Ιράν έχει το μονοπώλιο της ευαισθησίας στο ζήτημα. Υπενθυμίζεται ότι ήδη από το 2002 ο τότε διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας Αμπντουλάχ διατύπωσε εξ ονόματος όλου του Αραβικού Συνδέσμου ένα σχέδιο επίλυσης του Μεσανατολικού στη λογική των δύο κρατών, το οποίο αγνοήθηκε παραδειγματικά, αλλά το Ριάντ δεν πρόκειται να ξεχάσει.

Ενώ οι πληροφορίες θέλουν την Κίνα να αναβαθμίζει την εμπλοκή της, προγραμματίζοντας συνάντηση κορυφής των ηγετών του Ιράν και των μοναρχιών του Συμβουλίου του Κόλπου, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το Πεκίνο προθερμαίνεται και για ευρύτερες πρωτοβουλίες. Η πρόσφατη δριμεία κριτική του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών στη συνεχιζόμενη κατοχή της βορειοανατολικής Συρίας από αμερικανικές δυνάμεις δεν είναι τυχαία, ενώ το γενικόλογο κινεζικό σχέδιο τεσσάρων σημείων για την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση ίσως να μη μείνει για πολύ άσκηση επί χάρτου.

Η σχετική απομάκρυνση των ΗΠΑ από τα μεσανατολικά πράγματα τα τελευταία χρόνια, η απορρόφησή τους κατόπιν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τώρα η νέα τραπεζική κρίση που εστία της έχει ακριβώς τον τομέα της υψηλής τεχνολογίας (θεωρούμενο ως θεμέλιο της αμερικανικής υπεροχής) ενισχύουν την εντύπωση των ενδιαφερομένων ότι “το μέλλον βρίσκεται αλλού”. Η δε Ρωσία (αντίθετα από τις εκτιμήσεις που τη θέλουν να έχει αδρανοποιηθεί στη Μέση Ανατολή ή να βρίσκεται σε ανταγωνισμό με την Κίνα) δείχνει να λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις κινήσεις του Πεκίνου. Οι επισκέψεις των υπουργών Εξωτερικών της Κίνας και κατόπιν της Σαουδικής Αραβίας στη Μόσχα, παραμονές της συμφωνίας της περασμένης Παρασκευής, αποτελούν έναν δείκτη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας