Πως αλλάζουν οι καιροί…..
Όποιος έτυχε να βρεθεί για πρώτη φορά στη Γερμανία την Τετάρτη και έριξε μια ματιά στις εφημερίδες, μάλλον σχημάτισε την εντύπωση ότι οι συνταξιούχοι περνούν ζωή χαρισάμενη. Η είδηση της ημέρας ήταν ότι «από την 1η Ιουλίου οι συντάξεις αυξάνονται κατά 4,57%». Ο υπουργός Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ κάνει λόγο για αυξήσεις που υπερβαίνουν αισθητά τον πληθωρισμό και εκφράζει την ικανοποίησή του διότι «η καλή εικόνα στην αγορά εργασίας και οι ικανοποιητικές συλλογικές συμβάσεις μας επιτρέπουν να λάβουμε μία τέτοια απόφαση».
Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Deutsche Welle, εκατομμύρια συνταξιούχοι στη Γερμανία δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, καθώς, σύμφωνα με τα ισχύοντα, η σύνταξη δεν υπερβαίνει το 48,1% του μισθού που εισέπρατταν ως εργαζόμενοι. Και αυτό ισχύει μόνο μέχρι το 2025, ενώ στη συνέχεια το ποσοστό αυτό μπορεί να αναθεωρηθεί, δηλαδή να μειωθεί. Βέβαια η κυβέρνηση δηλώνει ότι επιθυμεί να το διατηρήσει τουλάχιστον μέχρι το 2039, αλλά εκτιμάται ότι σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αυξηθούν οι συνταξιοδοτικές εισφορές. Διαφορετικά το σύστημα δεν θεωρείται βιώσιμο λόγω των δημογραφικών εξελίξεων.
Μέση σύνταξη 1.543 ευρώ, αλλά…
Σύμφωνα με την τελευταία καταγραφή του 2023, η μέση σύνταξη στη Γερμανία φτάνει τα 1.543 ευρώ (μεικτά) μετά από 45 έτη πλήρους απασχόλησης. Αλλά οι «υποσημειώσεις» είναι πολλές. Κατ’ αρχάς η σύνταξη φορολογείται με ενιαίο συντελεστή 14%, ενώ καταβάλλονται και ασφαλιστικές εισφορές. Πολλοί δεν έχουν συμπληρώσει 45 έτη πλήρους εργασίας λόγω ανεργίας, μερικής απασχόλησης ή φροντίδας των παιδιών (κάτι που ισχύει κυρίως για τις γυναίκες), κατά συνέπεια λαμβάνουν μικρότερη σύνταξη.
Όσοι δεν καλύπτουν τις βασικές ανάγκες, μπορούν να κάνουν αίτηση για ένα επιπλέον κρατικό επίδομα. Το καλοκαίρι του 2023 ο αριθμός των χαμηλοσυνταξιούχων που ζήτησαν το επίδομα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, φτάνοντας τους 680.000 έναντι 414.000 το 2020. Σε αυτή την περίπτωση πάντως, συνυπολογίζεται η συνολική περιουσιακή τους κατάσταση (ακίνητα, έσοδα από ενοίκια, μερίσματα ή άλλες πηγές για τον δικαιούχο και τον ή την σύζυγο).
Στην πράξη όλα αυτά σημαίνουν ότι 4 στους 10 συνταξιούχους αναγκάζονται να ζήσουν με μηνιαία σύνταξη που δεν υπερβαίνει τα 1.250 ευρώ καθαρά. Αυτό ισχύει για την πλειονότητα των γυναικών (53,5%). Μάλιστα, ο ένας στους τέσσερις συνταξιούχους λαμβάνει σύνταξη χαμηλότερη των 1.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι το ενοίκιο για ένα ευπρεπές διαμέρισμα σε μεγάλες γερμανικές πόλεις αρχίζει από 800-1.000 ευρώ αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπάρχει πρόβλημα, το οποίο ασφαλώς οξύνεται όταν ο συνταξιούχος έχει ανάγκη από συνεχή ιατρική παρακολούθηση.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για κριτική. «Οι συνταξιούχοι υφίστανται τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω πληθωρισμού, θα χρειαζόταν μία αύξηση τουλάχιστον 10% για να τις αντισταθμίσουν» υποστηρίζει ο Ντίτμαρ Μπαρτς, ηγετικό στέλεχος του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke). Η Σάρα Βάγκενκνεχτ, επικεφαλής του νέου αριστερού κόμματος που φέρει το όνομά της, αναδεικνύει τις συντάξεις σε μείζον θέμα ενόψει ευρωεκλογών και δηλώνει ότι η αύξηση κατά 4,57% που ανακοινώθηκε προ ημερών «είναι μία απογοήτευση για 21 εκατομμύρια συνταξιούχους», καθώς οι συντάξεις στη Γερμανία είναι «χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο». Αναλυτές επισημαίνουν ότι και το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) έχει «ανακαλύψει» τις συντάξεις και άλλα θέματα κοινωνικής πολιτικής σε μία προσπάθεια να διευρύνει την εκλογική του βάση.
Από την πλευρά της, η νεολαία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) της αντιπολίτευσης εγκαλεί την κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς ότι πριμοδοτεί τους ηλικιωμένους εις βάρος των νέων. «Είναι ξεκάθαρο ότι οι συνταξιούχοι πρέπει να συνεισφέρουν κι εκείνοι το μερίδιό τους, σήμερα η κυβέρνηση τους απαλλάσσει από κάθε ευθύνη και ζητεί από τη νέα γενιά να χρηματοδοτήσει εκείνη την αύξηση των συντάξεων», καταγγέλλει ο πρόεδρος της Χριστιανοδημοκρατικής Νεολαίας (JU) Γιοχάνες Βίνκελ, μιλώντας στο δημοσιγραφικό δίκτυο RND.
Ένα επιπλέον εισόδημα για τη σύνταξη
Στη Γερμανία όλοι οι εργαζόμενοι άνω των 50 ετών ενημερώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τον κρατικό φορέα για την καταβολή των συντάξεων (Deutsche Rentenversicherung) για το ποσό της μελλοντικής σύνταξης με βάση το ύψος των αποδοχών και των εισφορών τους. Έτσι, μπορούν θεωρητικά να προχωρήσουν εγκαίρως και οι ίδιοι σε κάποια αποταμίευση ώστε να έχουν ένα επιπλέον εισόδημα μετά τη συνταξιοδότηση.
Μία απλή και εύκολη δυνατότητα για ένα συμπληρωματικό εισόδημα είναι οι περιστασιακές θέσεις εργασίας (mini jobs) με αμοιβή έως 520 ευρώ μηνιαίως. Κατά κανόνα πρόκειται για δουλειές που δεν απαιτούν εξειδίκευση όπως είναι μία ευκαιριακή απασχόληση σε εστιατόρια, καταστήματα ή υπηρεσίες. Το μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι για το ποσό αυτό δεν παρακρατούνται φόροι, ούτε ασφαλιστικές εισφορές.
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι εργάζονται. Τον Σεπτέμβριο του 2023 οι συνταξιούχοι άνω των 67 ετών με «mini jobs» ξεπέρασαν τους 1.123.000. Πρόκειται για έναν αριθμό-ρεκόρ. Για το Κόμμα της Αριστεράς τα στοιχεία αυτά είναι «ένα ακόμη σύμπτωμα για την κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος». Το υπουργείο Εργασίας έχει διαφορετική άποψη. Όπως δηλώνει εκπρόσωπός του στο δημοσιογραφικό δίκτυο RND, πολλοί συνταξιούχοι επιλέγουν την ευκαιριακή εργασία όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί «αισθάνονται την ανάγκη για μία απασχόληση που δίνει νόημα στην καθημερινότητα ή για να διατηρούν κοινωνικές επαφές ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή τους».