Με το τέλος του lockdown και την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας (και της ζήτησης), ήρθε η σειρά των… ημιαγωγών, που για αρκετούς μήνες σχεδόν δεν υπήρχαν στην αγορά.
Τώρα, η ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, λόγω της κοντόφθαλμης πορείας των ενεργειακών στρατηγικών της Ευρώπης, είναι παραπάνω από εμφανής.
Με άλλα λόγια, το προϊόν αλλάζει, το μήνυμα… που εκπέμπεται όχι: σε έναν κόσμο ολοένα και πιο υψηλών γεωπολιτικών τριβών, η ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας εξαρτάται από την επανεξέταση των αλυσίδων εφοδιασμού.
Η προσπάθεια για στρατηγική κυριαρχία, από ένα συχνά καταχρηστικό σύνθημα, έχει γίνει ένα από τα «μάντρα», μια από τις επωδούς, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, ωστόσο, έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι ευάλωτη σε πολλούς τομείς που συνδέονται με την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση – ειδικά απέναντι στον κινεζικό δράκο του Πεκίνου, που είναι έτοιμος να εφορμήσει.
Ποιοι είναι αυτοί οι τομείς και ποιες βιομηχανικές πολιτικές εφαρμόζει για να μειώσει τις εξαρτήσεις της;
Η Κίνα
Κατά τον προσδιορισμό των βασικών στρατηγικών ευρωπαϊκών εξαρτήσεων, είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από τον πυθμένα, από τα βάθη του υπεδάφους, που είναι πλούσιο σε σπάνιες γαίες (μέταλλα με χημικές-φυσικές ιδιότητες, απαραίτητα για την κατασκευή βασικών τεχνολογιών).
Αντίθετα με αυτό που δηλώνει το όνομά τους, δεν είναι τόσο «σπάνιες», καθώς είναι ευρέως διαδεδομένες σε όλο τον κόσμο – αλλά είναι δύσκολο να εξαχθούν με οικολογικά βιώσιμες διαδικασίες.
Ως εκ τούτου, προϊόντος του χρόνου, οι δραστηριότητες εξόρυξης έχουν συγκεντρωθεί σε χώρες με χαμηλά περιβαλλοντικά στάνταρντ και απαιτήσεις, π.χ. στην Κίνα, η οποία σήμερα κατέχει ηγετική θέση σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας των σπάνιων γαιών.
Ειδικότερα, η Χώρα του Δράκου εξάγει το 63% της παγκόσμιας παραγωγής (το μισό από το οποίο μπορεί να εντοπιστεί σε ένα μόνον ορυχείο, το Bayan Obo, που βρίσκεται στη βόρεια Κίνα).
Και στην επόμενη φάση της εφοδιαστικής αλυσίδας, δηλαδή κατά τη διύλιση, το μερίδιο αγοράς της Κίνας αυξάνεται στο 85%.
Τέλος, η Κίνα παράγει έως και το 90% των σπάνιων γαιών για μαγνήτες – την πιο περιζήτητη χρήση παγκοσμίως, καθώς αποτελούν κεντρικό στοιχείο για ηλεκτρικά οχήματα και ανεμογεννήτριες.
Η ζήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αυτά τα προϊόντα θα διπλασιαστεί μέχρι το 2030.
Ωστόσο, προς το παρόν η ΕΕ δεν εξορύσσει σπάνιες γαίες, αντιπροσωπεύοντας το 1% της παγκόσμιας παραγωγής.
Η ίδια κατάσταση επικρατεί και για άλλα κρίσιμα υλικά – ειδικά για εκείνα που απαιτούνται για την παραγωγή των λεγόμενων «καθαρών τεχνολογιών».
Στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, με ορίζοντα το 2050, το Katholieke Universiteit (KU Leuven) του Βελγίου εκτιμά αύξηση της ευρωπαϊκής ζήτησης για λίθιο κατά 3.535%, για κοβάλτιο κατά 330% και για νικέλιο κατά 100%.
Αλλά μέχρι σήμερα, για όλα αυτά τα ορυκτά, η ΕΕ εξαρτάται από την Κίνα, η οποία ελέγχει το 35% της παγκόσμιας παραγωγής νικελίου και το 58% του λιθίου.
Ακόμη και το κοβάλτιο εξορύσσεται και τυγχάνει επεξεργασίας κυρίως στην Κίνα (65% της παγκόσμιας παραγωγής): το 70% εξάγεται στην πραγματικότητα από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, αλλά από τις 19 βιομηχανίες του κλάδου στη χώρα, οι 15 ανήκουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε κινεζικές εταιρείες.
Στρατηγικές…
Η Επιτροπή εντόπισε επίσης στρατηγικές εξαρτήσεις για έξι χημικές ουσίες (ιώδιο, φθόριο, κόκκινος φώσφορος, οξείδιο και υδροξείδιο του λιθίου, διοξείδιο του μολυβδαινίου και βολφραμικά) – συγκεκριμένες επεξεργασμένες μορφές πρώτων υλών που εισάγονται σε μεγάλες ποσότητες από χώρες της Ευρασίας.
Για να αποκαταστήσει αυτές τις ανισορροπίες και να ενισχύσει τις αλυσίδες αξίας της, η ΕΕ, μέσω του νόμου περί κρίσιμων πρώτων υλών, στοχεύει να ενισχύσει τις εμπορικές συμφωνίες με χώρες πλούσιες σε πρώτες ύλες όπως ο Καναδάς, η Ιαπωνία και το Βιετνάμ.
Στη συνέχεια, θα διατεθούν πρόσθετοι πόροι για την ανάπτυξη νέων ορυχείων στην ευρωπαϊκή επικράτεια και για την επαναλειτουργία παλαιών τοποθεσιών εξόρυξης μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών (re-mining).
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή εξάρτηση δεν περιορίζεται μόνον στην ικανότητα εξόρυξης και επεξεργασίας κρίσιμων πρώτων υλών, αλλά και στις «αναμείξεις» τους σε σύνθετα προϊόντα.
Αυτή είναι η περίπτωση των μπαταριών που φέρουν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, καθεμία από τις οποίες περιέχει περίπου 8 κιλά από λίθιο, 35 κιλά από νικέλιο και 14 κιλά από κοβάλτιο.
Επομένως, η κινεζική πρωτοπορία στην επεξεργασία αυτών των υλικών μεταφράζεται σε κυριαρχία και στην παραγωγή μπαταριών: 6 από τους 10 κορυφαίους παραγωγούς στον κόσμο είναι Κινέζοι, με μερίδιο αγοράς 56% και με συνεχή ανάπτυξη.
Η CATL, ηγέτις του κλάδου και προμηθεύτρια αυτοκινητοβιομηχανιών όπως η Tesla και η Volkswagen, διπλασίασε τις πωλήσεις της το 2022 και τώρα επεκτείνεται στην Ευρώπη με ένα εργοστάσιο στη Γερμανία που άνοιξε τον Δεκέμβριο και ένα το οποίο θα κατασκευαστεί σύντομα στην Ουγγαρία.
Μέχρι το 2031, σύμφωνα με τις τρέχουσες τάσεις, η Κίνα θα έχει περισσότερη παραγωγική ικανότητα ηλεκτρικών μπαταριών στην Ευρώπη από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο η ζήτηση για ηλεκτρικά αυτοκίνητα αναμένεται να ανέλθει από το σημερινό 13% στο 40% έως το 2030, είναι σαφές ότι η ΕΕ πρέπει να επιδιώξει την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής.
Υπό αυτή την έννοια, έχει θέσει ως στόχο για το 2025 να επιτύχει παραγωγική ικανότητα ίση με περίπου το 70% της ευρωπαϊκής ζήτησης για μπαταρίες για ηλεκτρικά οχήματα.
Ένα αποτέλεσμα που επιδιώκεται είναι η δημιουργία περίπου 20 ευρωπαϊκών giga-factories, όπως αυτό που ανήκει στη Northvolt, που λειτουργεί ήδη στη Σουηδία.
Ωστόσο, η πράσινη μετάβαση δεν περνά μόνο από τις μπαταρίες για ηλεκτρικά οχήματα, αλλά κυρίως από την ηλιακή ενέργεια.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι παγκόσμιοι ηγέτες σε πολλά τμήματα της αλυσίδας αξίας των φωτοβολταϊκών (π.χ. παρακολούθηση και έλεγχος).
Όμως, η ΕΕ διαδραματίζει αμελητέο ρόλο σε όλες τις παραγωγικές διαδικασίες, κατέχοντας μόλις το 1% της παγκόσμιας παραγωγής ηλιακών πλακιδίων, το 0,4% της παραγωγής ηλιακών κυψελών και το 2% της παραγωγής μονάδων – ποσοστά που δεν είναι συμβατά με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, η οποία, για να επιτευχθεί, θα απαιτήσει από την Ευρώπη να τριπλασιάσει την παραγωγή ηλιακής ενέργειας έως το 2030 και να την δεκαπλασιάσει έως το 2050.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι και πάλι ένας, αυτός της υπερβολικής εξάρτησης από το Πεκίνο, που έχει μερίδιο άνω του 70% της παγκόσμιας δυναμικότητας σε καθεμία από τις φάσεις της αλυσίδας αξίας των φωτοβολταϊκών, χάρη σε κόστος παραγωγής κατά 35% χαμηλότερο από τα ευρωπαϊκά αντίστοιχα – αποτέλεσμα που επιτεύχθηκε με επενδύσεις από το 2010 ίσες με τις δεκαπλάσιες από αυτές της Ευρώπης, η οποία, μεταξύ των κονδυλίων της ΕΕ και της χαλάρωσης των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις για αυτές τις τεχνολογίες, προσπαθεί τώρα να αναπτύξει μια βιομηχανική πολιτική που θα της επιτρέψει να μειώσει αυτό το χάσμα.
Ως εκ τούτου, σε ό,τι αφορά τις τεχνολογίες που επιτρέπουν την πράσινη μετάβαση, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αντιμετωπίσει μια περιορισμένη στρατηγική αυτονομία.
Ψηφιακή μετάβαση…
Το σενάριο είναι παρόμοιο με την ψηφιακή μετάβαση, εάν λάβουμε υπόψη ορισμένους από τους βασικούς τομείς της (δεδομένου ότι η αλυσίδα παραγωγής των ημιαγωγών περιλαμβάνει 300 υλικά και περισσότερα από 1.000 διαφορετικά στάδια).
Σε ορισμένες από αυτούς, η ΕΕ κατέχει παγκόσμια ηγετική θέση, όπως στην περίπτωση του ολλανδικού μονοπωλίου ASML στον τομέα των εργαλείων υπεριώδους λιθογραφίας που είναι απαραίτητα για την παραγωγή των πιο προηγμένων μικροτσίπ.
Ωστόσο, η υπόλοιπη αλυσίδα αξίας, όσον αφορά τις διαδικασίες σχεδιασμού τσιπ, κυριαρχείται από τις ΗΠΑ και από την Ταϊβάν και τη Νότιο Κορέα στο τμήμα χυτηρίων (ειδικά για μάρκες κάτω των 10 νανόμετρων).
Η απουσία χυτηρίων στη Γηραιά Ήπειρο είναι το κύριο πρόβλημα που σκοπεύει να επιλύσει η Επιτροπή, με τον ευρωπαϊκό νόμο για τα τσιπ, που παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2022.
Στόχος είναι η ΕΕ να αυξήσει το μερίδιό της στην αγορά παραγωγής τσιπ, από το σημερινό 9%, σε 20% έως το 2030.
Γι’ αυτό σκοπεύει να «κινητοποιήσει» 43 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αλλά μόνον τα 10 από αυτά θα προέρχονται από δημόσιους πόρους.
Τα υπόλοιπα θα προέλθουν από ιδιωτικές επενδύσεις, μέσω ενός αποτελέσματος μόχλευσης: νούμερο πολύ χαμηλότερο από τα 52 δισεκατομμύρια δολάρια ομοσπονδιακών κεφαλαίων (τα οποία επομένως δεν περιλαμβάνουν τις επακόλουθες ιδιωτικές επενδύσεις) που προβλέπονται από το αμερικανικό ισοδύναμο, δηλαδή τον νόμο για τα τσιπ στις ΗΠΑ.
Για να μην αναφέρουμε τα 143 δισεκατομμύρια δολάρια που η Κίνα σκοπεύει να επενδύσει στον τομέα τα επόμενα πέντε χρόνια.
Οι ευρωπαϊκές εξαρτήσεις δεν περιορίζονται σε φυσικά προϊόντα, αλλά «εισέρχονται» επίσης στον κόσμο του λογισμικού και των ψηφιακών δεδομένων.
H ΕΕ υστερεί έναντι των ΗΠΑ στην ασφάλεια στον κυβερνοχώρο: μόνο το 14% των 500 μεγαλύτερων εταιρειών κυβερνοασφάλειας στον κόσμο εδρεύουν στη Γηραιά Ήπειρο, σε σύγκριση με το 75% στις ΗΠΑ.
Επιπλέον, η συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών του κλάδου είναι πολύ μικρές ή απλώς μικρές οντότητες, σε σύγκριση με τους Αμερικανούς ανταγωνιστές τους – δεδομένα που πιστοποιούν πιθανές ευπάθειες για συγκεκριμένους τομείς στρατηγικής σημασίας όπως η Άμυνα, οι Υποδομές ή η Κβαντικές Επικοινωνίες.
Η κατάσταση είναι παρόμοια όταν εξετάζουμε το cloud computing.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Επιτροπής, το 90% των ευρωπαϊκών δεδομένων τυγχάνει διαχείρισης από τις Big Tech των ΗΠΑ.
Μόνο η Microsoft, η Amazon και η Google κατέχουν πάνω από το 50% των 600 κορυφαίων παγκόσμιων κέντρων δεδομένων.
Λιγότερο από το ένα πέμπτο είναι Ευρωπαίοι.
Ως αποτέλεσμα, μόλις το 15% των κερδών του cloud της ΕΕ απορροφάται από ευρωπαίους παρόχους, οι οποίοι από άποψη κεφαλαιοποίησης παραμένουν σε μέγεθος που δεν συγκρίνεται με τους ανταγωνιστές τους στις ΗΠΑ.
Επίσης, σε αυτή την περίπτωση, η ΕΕ εργάζεται για να εξοπλιστεί με μια υποδομή υπολογιστικού νέφους που είναι αυτοπαραγωγή και ανεξάρτητη από τους Αμερικανούς παίκτες, μέσω του έργου Gaia-X και του Digital Compass 2030, που θέτει μεταξύ των στόχων της την ανάπτυξη 10.000 κόμβων (micro data centers για την επεξεργασία και αποθήκευση κρίσιμων δεδομένων σε τοπικό επίπεδο).
Τρωτά σημεία
Τα τρωτά σημεία που περιγράφηκαν, μέχρι στιγμής, δεν επηρεάζουν εξίσου όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Ακριβώς για να συλλάβει αυτές τις διαφορές, η Κομισιόν δημιούργησε έναν πίνακα ελέγχου ανθεκτικότητας, που συνοψίζει τις επιδόσεις κάθε χώρας σε σχέση με μια σειρά δεικτών γεωπολιτικού ενδιαφέροντος.
Για παράδειγμα, η συγκέντρωση των προμηθευτών μετάλλων αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης (ακόμα και αν η πρόσφατη ανακάλυψη στη Σουηδία του μεγαλύτερου ευρωπαϊκού κοιτάσματος σπάνιων γαιών θα μπορούσε σύντομα να αλλάξει την κατάσταση), οι οποίες, επομένως, έχουν υψηλό ποσοστό ευπάθειας στον τομέα «προμήθεια πρώτων υλών και ενέργειας».
Σε όλους τους δείκτες που αναφέρθηκαν, η Ιταλία εμφανίζεται πιο ανθεκτική από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, επίσης χάρη στην ισχυρή τάση για εξαγωγές που επιτρέπει μεγαλύτερη διαφοροποίηση των προμηθευτών.
Παρ’ όλα αυτά, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες θα κληθούν να ξεκινήσουν εκ νέου τις βιομηχανικές τους πολιτικές για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της στρατηγικής αυτονομίας.
Στην αρχή ήταν μάσκες, μετά οι ημιαγωγοί και το φυσικό αέριο…
Ας ελπίσουμε πως το μάθημα κατέστη κατανοητό…