DW: Η Τουρκία εξοπλίζεται σαν αστακός

1499
τουρκία

H ελληνοτουρκική διένεξη και η διαμεσολάβηση Γαλλίας και Γερμανίας, η αύξηση των τουρκικών εξοπλισμών και η κρίση στον ελληνικό τουρισμό λόγω πανδημίας στα δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου.

Στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην Τουρκία αναφέρεται ρεπορτάζ της Frankfurter Allgemeine Zeitung το οποίο σημειώνει: “Μόνο την περασμένη εβδομάδα, εν μέσω της κλιμάκωσης της σύγκρουσης για τα οικόπεδα φυσικού αερίου στην Κύπρο, ο Ερντογάν ζήτησε η χώρα να σκαρφαλώσει στην “κορυφή του πρωταθλήματος” της βιομηχανίας όπλων. Δεν πρέπει “ούτε λεπτό να χάσουμε”, είπε. Οι περιφερειακές συγκρούσεις αναγκάζουν τη χώρα να παράγει σύγχρονα οπλικά συστήματα με ίδιους πόρους. Μια εθνική αμυντική βιομηχανία “σε όλους τους κρίσιμους τομείς” που είναι ανεξάρτητη από το εξωτερικό είναι ο πιο σημαντικός στόχος, είπε σε ένα ναυπηγείο. Ο Ερντογάν βρίσκεται στη διαδικασία αύξησης του στρατιωτικού δυναμικού της Τουρκίας εδώ και χρόνια. Αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία που συλλέγει το Διεθνές Ινστιτούτο για την Ειρήνη στη Στοκχόλμη (SIPRI). Το ποσοστό για τον εξοπλισμό στον κρατικό προϋπολογισμό το 2019 ήταν 7,8%, το υψηλότερο από το 2003. Το γερμανικό ποσοστό -λίγο αλλαγμένο- ανέρχεται στο 2,8%. Πέρυσι, η Τουρκία ξόδεψε 20,5 δισεκατομμύρια δολάρια για στρατιωτικές δαπάνες, μία αύξηση άνω του 50% από το 2015 και σχεδόν διπλάσια από ό,τι πριν από δέκα χρόνια”

Ο Οτσάν Ντερμικάν, σε σχόλιο του στην οικονομική εφημερίδα Handelsblatt επικεντρώνεται στη διαμεσολαβητική προσπάθεια Γαλλίας και Γερμανίας και στην διαφορετική τακτική που ακολουθούν: “H Τουρκία είναι ουσιαστικός εταίρος στην ευρωπαϊκή προσφυγική κρίση, εταίρος στο ΝΑΤΟ και ακόμη ένας σημαντικός, περιφερειακός οικονομικός και στρατιωτικός παράγοντας. Η αποστολή γαλλικών στρατευμάτων στη Μεσόγειο και στα ελληνικά νησιά είναι επομένως αφελής και επικίνδυνη και αυξάνει τον κίνδυνο ενός πολέμου. Επομένως, η επίλυση της διαφοράς αποτελεί δοκιμασία για την ΕΕ. Το Βερολίνο και το Παρίσι μπορούν μόνον από κοινού να επιτύχουν κάτι. Η στρατηγική “Good Cop, Bad Cop” των Μακρόν και Μέρκελ μέχρι στιγμής προκάλεσε μόνο επιπλέον κλιμάκωση. Δεν χρειάζεται περισσότερος στρατός στην περιοχή, αλλά περισσότερος διάλογος. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να διαπραγματευτούν “όλες τις περιστάσεις”. Μια επίδειξη όπλων θα κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα”.

Η αυστριακή εφημερίδα Die Presse από τη Βιέννη γράφει για τη σύγκρουση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας: “Η ελληνοτουρκική διαμάχη στο Αιγαίο δεν είναι εφεύρεση του Ερντογάν. Αλλά με τις απειλές περί πολέμου και τις προκλήσεις πυροδοτεί τη σύγκρουση. Ο πόλεμος των λέξεων γίνεται όλο και πιο περίεργος: “Δεν αποφεύγουμε έναν αγώνα”, βρόντηξε και άστραψε ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – και κατέστησε σαφές ότι στην ανάγκη αποδέχεται και τον θάνατο των δικών του στρατιωτών. “Το ερώτημα είναι εάν όσοι μας αντιμετωπίζουν στη Μεσόγειο είναι επίσης πρόθυμοι να κάνουν τέτοιες θυσίες“. Το προκλητικό μήνυμα του Ερντογάν απευθυνόταν στην Ελλάδα – και στους συμμάχους της Αθήνας στην ΕΕ. Προηγουμένως, άλλοι κορυφαίοι πολιτικοί στην Άγκυρα είχαν απειλήσει ανοιχτά με πόλεμο”.

Η Frankfurter Allgemeine Zeitung στις οικονομικές της σελίδες φιλοξενεί άρθρο με τον τίτλο “Ελληνική τραγωδία“. Το άρθρο αναφέρεται στην εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα και τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει στον τουρισμό: “Από τη μία πλευρά, σημαντικές χώρες προέλευσης των επισκεπτών έχουν αποκοπεί από την Ελλάδα. Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Αυστραλία και ο Καναδάς αντιπροσώπευαν το 13% των εσόδων πέρυσι. …Δεύτερον, η πανδημία εξελίχθηκε τόσο ανησυχητικά σε ορισμένες χώρες που η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ζητήσει πιστοποιητικό για αρνητικό τεστ κορωνοϊού, καταρχάς στα βόρεια χερσαία σύνορα για επισκέπτες από τα Βαλκάνια, στη συνέχεια για αεροπορικούς ταξιδιώτες από την Ισπανία, τη Σουηδία ή το Βέλγιο. Τρίτον, ο αριθμός των κρουσμάτων στην Ελλάδα έχει σχεδόν τριπλασιαστεί σε λίγες εβδομάδες, σε 9.300, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε την Ιταλία οι επαναπατριζόμενοι από διακοπές στην Ελλάδα να μπαίνουν σε δεκαπενθήμερη καραντίνα“.

Μαρία Ρηγούτσου

Πηγή: Deutsche Welle

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας