Στις 2 Ιουλίου 1939 γεννήθηκε ο Αλέκος Παναγούλης, εκ των πρωταγωνιστών του αντιδικτατορικού αγώνα, ο οποίος στις 13 Αυγούστου του 1968 αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο και σκοτώθηκε την Πρωτομαγιά του 1976, σε ένα τροχαίο δυστύχημα που προκάλεσε αρκετά ερωτηματικά.
Όπως γράφει στο «ΒΗΜΑ» ο Ηλίας Νικολαΐδης, «η ιστορία του [Παναγούλη], αν και ξεκινάει στα 60s, σημάδεψε καθοριστικά τη δεκαετία του ’70.
»Ωστόσο, εκείνο που εκπλήσσει στην περίπτωση του Αλέκου Παναγούλη είναι ο τρόπος που είχε να παραμένει έξω από κάθε στεγανό, να δρα απροσδόκητα, να εκπλήσσει τους συντρόφους και τους αντιπάλους του.
(…)
»Κάτι παραπάνω από έναν χρόνο μετά την επιβολή της δικτατορίας και πάνω στην απόλυτη παντοδυναμία της, αποπειράται να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο. Βασανίζεται, μα είναι ο μόνος που δεν λυγίζει, δεν κλαίει και δεν δέχεται να “παραδεχθεί το λάθος του”. Προβαίνει σε τρεις απόπειρες απόδρασης, όλες αποτυχημένες, μα δεν πτοείται.
»Στην περίοδο της “ειρήνης” της Μεταπολίτευσης, συγκρούεται ταυτοχρόνως με σχεδόν όλες τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Γράφει ποίηση, ερωτεύεται, σαν η μαύρη περίοδος, τα τέσσερα χρόνια στις φυλακές της χούντας, να μην επηρέασαν ποτέ την πίστη του στον εαυτό του. Υπήρξε ένας άντρας που δραπέτευε συνεχώς από τα δεσμά των ανθρώπινων στερεοτύπων. Η ιστορία της ζωής του, καθώς και το σοκαριστικό τέλος της παραμένουν ασφαλώς επίκαιρα.
Η ζωή του
»Ο Αλέξανδρος Παναγούλης γεννήθηκε στη Γλυφάδα το 1939. Ηταν ο δεύτερος στη σειρά γιος του αξιωματικού του στρατού ξηράς Βασιλείου Παναγούλη και της μητέρας του Αθηνάς. Μεγάλωσε στη Λευκάδα και στην Αθήνα, ενώ ήδη ως το 1961, την εποχή της κορύφωσης του αγώνα για το 1-1-4 και για το 15%, σπούδαζε στη Σχολή Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων του Πολυτεχνείου. Εντάχθηκε στην Οργάνωση της Νεολαίας της Ενωσης Κέντρου (ΟΝΕΚ και έπειτα ΕΔΗΝ) του Γεωργίου Παπανδρέου. “Ηταν εξαιρετικά δραστήριος, πρωτοστατούσε στους αγώνες και είχε δημιουργήσει ένα πλέγμα ανθρώπων γύρω του” εξηγεί ο κ. Ν. Νικολαΐδης, πρόεδρος της ΕΔΗΝ από το 1965 ως την επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
»Ο συναγωνιστής του Κώστας Ανδρουτσόπουλος έχει δηλώσει: “Την εποχή εκείνη, το να γράφεις στους τοίχους 1-1-4 ήταν τολμηρή πράξη. Το να σηκώνεις σημαία με το 1-1-4 ήταν επικίνδυνη. Και το να σχηματίζεις με στουπιά το 1-1-4 ήταν περίπου επαναστατική πράξη. Μια ομάδα υπό τον Αλέκο τα έκανε όλα αυτά. Εκινείτο στο περιθώριο του νόμου”. Συχνά, ο τότε πρόεδρος της ΟΝΕΚ Λ. Βερυβάκης μεσολαβούσε στην αστυνομία πόλεων προκειμένου να απελευθερωθεί ο Παναγούλης».
Στις 20 Φεβρουαρίου του 1975, λίγους μήνες μετά την πτώση της Χούντας και έναν περίπου χρόνο πριν τον θάνατό του, ο Αλέκος Παναγούλης αφηγήθηκε στο εμβληματικό περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και τον Άρη Σκιαδόπουλο, πώς προσπάθησε να απαλλάξει τη χώρα από τον δικτάτορα Παπαδόπουλο.
«Από τις πρώτες μέρες δικτατορίας είχαμε σχηματίσει το μαχητικό τμήμα Λ.Α.Ο.Σ (Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ) της οργάνωσης «Ελληνική Αντίσταση». Είχαμε σαν αρχή την ασιατική παροιμία “Όταν το δάχτυλο δείχνη τη σελήνη, ο βλάκας κοιτάζει το δάχτυλο”. Κρατήσαμε όσο μπορούσαμε μυστική την οργάνωση. Αλλοίμονο δηλαδή αν μια οργάνωση κανη γνωστή την υπάρξή της πριν ακόμη αρχίση την δράση της.
»Δυστυχώς, για πρώτη φορά στην ιστορία των συνωμοτικών οργανώσεων, υπήρξαν στην εφταετία οργανώσεις που γίνονταν γνωστές πριν αρχίσουν την δράση του και μάλιστα με συνεντεύξεις.
»Αρχίσαμε τη δουλειά μας αμέσως μετά το πραξικόπημα. Δεν ήταν ηρωισμός. Δεν απαιτούσε δύναμη αυτό που κάναμε. Το επέβαλαν οι συνθήκες. Δύναμη θα απαιτείτο για να μην το κάνουμε».
Η επιχείρηση εξόντωσης του Παπαδόπουλου
«Είχα προγραμματίσει στην αρχή να κάμω την πυροδότηση από ένα σημείο που ήταν κοντά στη θάλασσα και που απείχε από το μέρος που θα περνούσε ο Παπαδόπουλος διακόσια περίπου μέτρα. ( Ο Παπαδόπουλος έμενε στη θερινή του κατοικία στο Λαγονήσι για να πάη στο γραφείο του διέσχιζε την λεωφόρο Αθηνών – Σουνίου).
»Από το σημείο εκείνο, είχα και ορατότητα αλλά και δυνατότητα να κρυφτώ. Στον δρόμο, ακριβώς στο 31ο χλμ. Αθνών – Σουνίου, υπήρχε μια πινακίδα.
»Είχα διαπιστώσει ότι την ώρα που το αυτοκίνητο του Παπαδόπουλου έκρυβε από μένα την πινακίδα, ήταν ακριβώς πάνω στο σημείο που είχα τοποθετήσει τις νάρκες. Αυτό, ήταν ένα σημείο, που με διευκόλυνε, ώστε να μην γίνη σφάλμα.
»Πήγα το πρωί της απόπειρας. Ένας σύντροφος ανέλαβε να βγάλη από το αυτοκίνητο το καλώδιο που θα πυροδοτούσα. Καθώς το έβγαζε όμως, το καλώδιο μπερδεύτηκε και, όπως είχε γίνει, δεν έφτανε στο σημείο απόκρυψης.
»Έτσι όπως είχε γίνει, κόντηνε το καλώδιο κι αναγκάστηκα να κάμω την απόπειρα από ένα διαφορετικό σημείο. Το νέο σημείο ήταν κοντά στο μέρος που θα πυροδοτούσα. Περίπου δεκαπέντε μέτρα. Θα μπορούσα να είμαι πιο μακριά, αλλά δεν υπήρχε ενδιάμεσα άλλος χώρος που να μου προσφέρη απόκρυψη. Από το νέο όμως σημείο, είχα βέβαια μια σχετική απόκρυψη, όχι όμως καλή ορατότητα.
»Επί πλέον, δεν έβλεπα την πινακίδα. Μείωνα λοιπόν στο ελάχιστο τις πιθανότητες διαφυγής μου και υπήρχε περίπτωση να συλληφθώ πριν κάμω την απόπειρα.
»Σκεφθήτε πόσο κοντά βρισκόμουν που άκουγα τις κουβέντες των ανδρών του “εκατό”. Από εκείνο το σημείο πυροδότησα στις 8:20. Όπως αποδείχτηκε, δεν πέτυχα το αμάξι του δικτάτορα για ένα δέκατο του δευτερολέπτου. (…) Άλλαξα θέση και δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ακριβώς την στιγμή που περνούσε από πάνω το αυτοκίνητο.
Οι συνεργοί, τα καρφιά και οι βόμβες
»H ενέργεια, ο τρόπος και ο χρόνος ήταν γνωστά μόνο στον Λεκανίδη, ένα από τα στελέχη της οργάνωσής μας. Υπήρχαν βέβαια και άλλα άτομα που γνώριζαν ότι θα ξεκινούσε στις 13 Αυγούστου μια ενέργεια εναντίον του Παπαδόπουλου, χωρίς όμως να ξέρουν ποια θάταν αυτή η συγκεκριμένη ενέργεια».
(…)
»Σε διάφορα σημεία των Αθηνών θα έπεφταν χιλιάδες καρφιά λυγισμένα με κομμένη την κεφαλή τους και λιμαρισμένη. Αυτά τα καρφιά θα έπεφταν σε διάφορα σημεία της Αθήνα πριν γίνη η απόπειρα. (…) Θα έσκαγαν τα λάστιχα των αυτοκινήτων και θα προκαλούσαμε συμφώρηση κυκλοφοριακή, σ’ όλο το κέντρο της Αθήνας.
»Την ίδια στιγμή, με βόμβες εκρηκτικές τύπου Μολότωφ θα προκαλούσαμε εκρήξεις στον Λυκαβηττό, στου Φιλοπάππου, στο Πέδιο του Άρεως και στον Εθνικό Κήπο. (…) Οι πυροσβέστες δεν θα μπορούσαν να πάνε πουθενά, λόγω του φρακαρίσματος και έτσι το κέντρο βάρους των αρχών της χούντας θα έπεφτε στα διάφορα σημεία της Αθήνας που θα καίγονταν. Έτσι θα διευκολύνετο η διαφύγη μου από τον τόπο της απόπτειρας».
Όμως το γενικότερο αυτό σχέδιο δεν εφαρμόστηκε.
«Οι ομάδες που είχαν αναλάβει να ρίξουν τα καρφιά, δεν τάρριξαν. (…) Αν έχη π.χ. ο Παναγούλης ή ο Πετρόπουλος να κάμουν μια ενέργεια και είναι η πρώτη ενέργεια που κάνουν, είναι πολύ πιθανόν να υπάρξη ο δισταγμός την τελευταία στιγμή.
Η βενζινάκατος που δεν τον περίμενε
«Σε απόσταση λιγώτερη από πενήντα μέτρα ήταν ένας ορμίσκος. Εκεί με περίμενε η περίφημη βενζινάκατος που έψαχναν να την βρουν με ελικόπτερα δίχως να την εντοπίσουν.
»Οπωσδήποτε πρόφταινα να φθάσω στην βενζινάκατο από το πρώτο σημείο. Από το άλλο δοκίμασα να πάω, αλλά η βενζινάκατος ξεκίνησε αμέσως. Σιγά- σιγά βέβαια, αλλά είχε απομακρυνθή όταν έφθασα εγώ.
»Δεν μπορώ να κατηγορήσω τον άνθρωπο. Δεν μπορούσε να κάμη διαφορετικά. Φεύγοντας μάλιστα προχώρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά μήκος της παραλίας και στην συνέχεια ανοίχτηκε μέσα.
»Οι άλλοι, βλέποντας την βενζίνα να φεύγη νόμισαν ότι έφευγε και ο δράστης.
Η σύλληψη και η σημασία της αποτυχίας
«[Mε ανακάλυψαν] κατά τύχη. Κάτω από ένα βραχάκι. Εκείνη την στιγμή ο μοίραρχος Κεκιλής πούταν εκεί, είπε στους χωροφύλακες: “Κοιτάξτε εκείνα τα σχίνα και πάμε από την άλλη μεριά”. Την στιγμή εκείνη, ενώ έφευγαν, ένας χωροφύλακας είδε το πόδι μου κάτω από τον βράχο!.
»Η αποτυχία είναι προτιμότερη από την αδράνεια. Αν θέλουμε κάποτε να κάνουμε επανάσταση ή κάποια απόπειρα, πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε ότι η αποτυχία είναι προτιμότερη από την αδράνεια.
»Τι λέτε ότι κράτησε στην πατρίδα μας την αντίσταση; Μια σειρά αποτυχιών που ωστόσο προσέφεραν…Όλη η προπαγάνδα της χούντας χρόνια και χρόνια, εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεόραση, προπαγάνδιζαν “ευημερία” και “εθνική κυβέρνηση”.
»Και έφτανε μια βόμβα για να τινάξη όλα αυτά στον αέρα. Ανάμεσα από τις συκοφαντικές ανακοινώσεις της χούντας ο κάθε άνθρωπος σκέφτονταν ότι κάτι συνέβαινε.
»Τα παιδιά αυτά που σήμερα είναι φοιτητές, ήταν τότε δώδεκα και δεκατριών ετών. Ήταν όλοι αυτοί που κλείστηκαν στο Πανεπιστήμιο, που τραγούδησαν στους δρόμους την λευτεριά το ’73, που κλείστηκαν στο τέλος στο Πολυτεχνείο.
»Αν υπήρχε ο μονόλογος της χούντας και έλειπαν όλες αυτές οι αποτυχίες και οι δίκες, τίποτα δεν θα γινόταν. Δίκες που μας έβγαζαν παλιανθρώπους και εγκληματίες…
»Και τα παιδιά, παίρνοντας τότε τις εφημερίδες, δεν διάβαζαν μόνον τις αθλητικές σελίδες…Διάβαζαν κάποια δίκη…Και αν η λογοκρίσια δεν άφηνε τίποτα να περάση, μλούσε τότε η ίδια η φωτογραφία, μια γκριμάτσα, μια χειρονομία…Όλα αυτά βοήθησαν…»