Oι πόλεμοι της Ρωσίας κατά της Τουρκίας που στήριξαν την Επανάσταση του 1821, η…
αχαριστία της σημερινής Ελλάδας και ο ανεκδιήγητος Τσίπρας…
Τα εκτενή αποσπάσματα στο παρόν άρθρο τα αφιερώνουμε στον ανιστόρητο κ. Πρωθυπουργό και στον ακατανόμαστο κ. Τσίπρα. Ας τα διαβάσουν, ωφελημένοι θα βγουν. Ο πρώτος ίσως συνειδητοποιήσει τι «κατάφερε» με το να διαλύσει στις σχέσεις μας με τη Ρωσία. Όσο για τον δεύτερο – για τον Τσίπρα μιλάμε…– δεν έχουμε ιδιαίτερες απαιτήσεις, απλά να είναι λιγότερο θρασύς στην αμορφωσιά του και ελάχιστα προπετής στην αγένειά του. Αλέξη, εάν θέλεις και τολμάς να υψώσεις το μικρό σου ανάστημα σε κάποιους, τόλμησέ το στους Αμερικάνους προϊσταμένους σου με τους οποίους είχες και έχεις άριστες σχέσεις και όχι στον Ρώσο Πρέσβη. Γιατί οι Αμερικανοί μας «χρωστάνε την ανεξαρτησία που μας υπέκλεψαν» ενώ στους Ρώσους χρωστάμε την ανεξαρτησία που εξαιτίας τους κερδίσαμε στην Επανάσταση του 1821. Οι πρώτοι είναι οι θύτες μας, οι δεύτεροι οι ευεργέτες μας. Το έχεις καταλάβει ή χρειάζεσαι «ιδιαίτερα μαθήματα»;
Οι υπόγειες διεργασίες μεταξύ Ελλάδας, ΗΠΑ και Ουκρανίας σχετικά με την μεταφορά των S–300 στο Ουκρανικό μέτωπο, αποτελούν ένα ακόμη σαφέστατο δείγμα υποτέλειας, αντι/ρωσικής υστερίας και αυτοκτονικής πολιτικής εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης. Το να «προσφέρεις» στο μεγαλύτερο εχθρό του παλιού σου φίλου – Ρωσία– τα όπλα που σου έδωσε η Ρωσία για να προστατευτείς, είναι σαν να στρέφεις εναντίον του φίλου σου το όπλο αυτοάμυνας που σου έδωσε. Η πράξη «Σου δίνω όπλο σαν φίλος για να προστατευτείς εναντίον των εχθρών σου και εσύ το στρέφεις εναντίον μου» πως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί; Σαν προδοσία, σαν «αχαρακτήριστη» ενέργεια ή απλά σαν αηδιαστική αχαριστία; Και αυτή ακριβώς η αχαριστία δεν υποδηλώνει την παραδοσιακή, «θεσμοποίηση» της ψυχολογίας της εξάρτησης και της δουλοπρεπούς υποτέλειας από την οποία πάσχει η ελληνική ελίτ; Όμως πέρα από την εκφυλισμένη, παρηκμασμένη ελίτ της διαπλοκής, μήπως έχει αγγίξει η «ψυχολογία της δουλοπρεπούς εξάρτησης» και τα πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, μετατρέποντας τους Νεοέλληνες σε ένα «επιστημονικό υπόδειγμα» (Paradigm) δουλοπρέπειας ιθαγενών που μιμούνται ασύστολα τους άρχοντές τους, πιθηκίζουν στον τρόπο ζωής τους και κοιμούνται ποικιλοτρόπως τον «ύπνο του δικαίου» που χαρακτηρίζει κάθε ελαφρόμυαλο υποτακτικό των ισχυρών που νομίζει πως θα προστατευτεί από τους προστάτες του; Δεν αποτελεί η παραπάνω εξελικτική διαδικασία την επιτομή της αυτοκαταστροφής ενός ιστορικού – κάποτε– λαού που σήμερα τσαλαβουτά στα ιδεολογικά περιττώματα του αμερικανισμού, της δυτικομανίας και του ψυχοπαθολογικού μιμητισμού του τρόπου ζωής των αφεντικών του όπως το παρατηρούμε καθημερινά σε οποιαδήποτε εκφορά της ζωής με έντονα μάλιστα συμπτώματα παραίτησης, κατατονίας και Συνδρόμου Στοκχόλμης; Μήπως μεταλλαχθήκαμε σε αμερικανοτραφείς πίθηκους που κακοποιούν την ήδη πτωχευμένη γλώσσα τους, λησμονούν και αγνοούν παντελώς την ιστορία τους όπως και κάθε ιστορία; Ένας λαός απαίδευτων πτυχιούχων, ένας λαός που παράγει «νεολαιίστικα Αμερικανάκια σε κακέκτυπη μορφή» πασπαλισμένα με χρυσόσκονη βαλκανικού αμερικανισμού, ψευδο/ευρωπαϊσμού και δυτικοπληξίας που προκαλεί όχι απλώς «νευρικά γέλια» αλλά αποστροφή με τον ερασιτεχνικό πρωτογονισμό της; Αυτή είναι η Ελλάδα που θέλουμε, η Ελλάδα που «δαγκάνει μετά βδελυγμίας το χέρι που την βοήθησε» στην επανάσταση του 1821 και που προσκυνά σαν νεοφώτιστος ισλαμιστής, τον Αλλάχ της Αμερικάνικης Αστερόεσσας;
Εντάξει, οι Ρωμιοί δεν γνωρίζουν ιστορία, αποδομούν με κάθε τρόπο σαν «μετανοούσες Μαγδαληνές» την ιστορική σχέση χιλίων και παραπάνω ετών με την Ρωσία, την προκαλούν ασύστολα κηρύσσοντας πόλεμο μονομερώς (!) εναντίον της – «Έχουμε πόλεμο με την Ρωσία» φωνάζει σαν παιδάκι που του στερήσαμε το παγωτό ο πλέον ανιστόρητος πρωθυπουργός της Μεταπολεμικής Ελλάδας, ο Κ. Μητσοτάκης – και τελευταία μάλιστα θέλουν να στείλουν εναντίον της Ρωσίας τα όπλα που τους έδωσε η τελευταία εναντίον των Τούρκων. Από κοντά και ο Τσίπρας, ο Νο 1 πολιτικός απατεώνας του Βορείου Ημισφαιρίου – ίσως και του Νοτίου– που προσβάλλει κατάμουτρα τον Ρωσο Πρέσβη στο Συνέδριο του Σερβικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Βελιγράδι προκαλώντας την αποχώρηση και την οργίλη αλλά και δίκαιη αγανάκτηση του τελευταίου. Εντάξει, γνωρίζαμε και το εμπεδώσαμε πως ο Μητσοτάκης δεν έχει ιδέα από Ιστορία όταν ταύτιζε στην Αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων τους Ναζί του Τάγματος Αζόφ με τους πολιορκημένους ήρωες του Μεσολογγίου το 1826, αποδεικνύοντας πως είναι ο πλέον αμερικανόφιλος, σε βαθμό δουλοπρέπειας, Έλληνας πρωθυπουργός εδώ και δεκαετίες.
Από την «άλλη μεριά» ο Τσίπρας, εξυπηρετώντας ουσιαστικά τα ίδια συμφέροντα, αποτελεί «υπόδειγμα προς μελέτη» του τι σημαίνει Αμερικανο/Νατοϊκή «Αριστερά». Εάν ο Μητσοτάκης είναι ανιστόρητος, ο Τσίπρας είναι παντελώς άσχετος οιασδήποτε γνώσεως, ξεπερνά έναν τελειόφοιτο Λυκείου. Στο κάτω–κάτω, δεν είχαμε ιδιαίτερες προσδοκίες από έναν αμερικανομανή όπως ο Μητσοτάκης που λειτουργεί περισσότερο σαν περιφερειακός έπαρχος των ΗΠΑ, απλά εκπλαγήκαμε γιατί ξεπέρασε τις προσδοκίες μας στο μάθημα «Αμερικανοποίηση της Ελλάδας ως Πολιτείας των ΗΠΑ» και στο οποίο παίρνει άριστα, με υποτροφία μάλιστα στο Χάρβαρντ. Φέρελπις νέος. Άξιος.
Ο Τσίπρας όμως αφού διέσυρε σε βαθμό εκπόρνευσης τον αντι/αμερικανισμό της Ιστορικής Αριστεράς, σήμερα αυτοπαρουσιάζεται ως υποψήφιος πρωθυπουργός και μάλιστα «Αμερικανότερος των Αμερικάνων». Δεν υπάρχουν λόγια, ούτε γέλωτες ούτε κλαυθμοί και οδυρμοί. Απλά, οίκτος. Από που ξεκινάς και που καταντάς, απεχθής, αποκρουστικός και άσχημος. Εκπέμπεις ασχήμια, πολύ ασχήμια!
Ας τους υπενθυμίσουμε λοιπόν μερικά στοιχεία για τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους που προηγήθηκαν της Ελληνικής Επανάστασης και ας κρίνουν μόνοι τους, εάν μπορούν, ποια είναι «η Σωστή Πλευρά της Ιστορίας». Παρακάτω παρουσιάζουμε εκτενή αποσπάσματα από εργασία του Κώστα Αυγητίδη, Καθηγητή Ιστορίας – Ερευνητή – Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και η επίδρασή τους στον αγώνα της ανεξαρτησίας του λαού μας
Αυτή η στάση της Ρωσίας ήταν καθαρά αντιτουρκική. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στόχευε στην επέκταση των εδαφικών κατακτήσεών της σε βάρος της Ρωσίας και στη διατήρηση της κυριαρχίας της στους βαλκανικούς λαούς. Μάλιστα, η Πύλη, με την απροκάλυπτη συνδρομή των δυτικών κρατών (Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας), κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες να αποτρέψει το διαμελισμό της, να εμποδίσει τη δημιουργία ανεξάρτητων βαλκανικών κρατών. Ένα θέμα που προέκυψε, εξετάζοντας τους ρωσοτουρκικούς πολέμους, είναι ότι, σ’ ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής ιστοριογραφίας, κακόβουλα, διαστρεβλωμένα και με απύθμενη ασέβεια στα ιστορικά γεγονότα, υποστηρίζεται ότι η Αγγλία διεξήγαγε πολέμους ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ένα δεύτερο ότι οι Έλληνες είχαν «την προστασία της τότε δυνατής Αγγλίας».
Οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης εμπόδιζαν (εκτός από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου) παντοιοτρόπως τη Ρωσία στην επιτυχή έκβαση των ρωσοτουρκικών πολέμων και τη δραστήρια συμμετοχή της στη λύση του ελληνικού ζητήματος.
Η Αγγλία π.χ., το 1824 προσπάθησε να συμβιβάσει τη διένεξη ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία, με σκοπό να εμποδίσει την ανάφλεξη του ρωσοτουρκικού πολέμου. Όχι μόνο αυτό. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης εξόπλιζαν και υποκινούσαν την Πύλη σε πολέμους ενάντια στη Ρωσία. Ενώ, το 1853 – 1856 στον Κριμαϊκό Πόλεμο συμμάχησαν οι Αγγλογαλλοτούρκοι και επιτέθηκαν στη Ρωσία.1
Ο αγγλικός φιλοτουρκισμός επιδίωκε τη διατήρηση και επέκταση της αποικιοκρατίας και δεν μπορούσε ποτέ να συμβιβαστεί με τη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών στη Βαλκανική Χερσόνησο. Εκτός αυτού, όπως γράφει ο ιστορικός και δημοσιογράφος Δημήτρης Φωτιάδης, η Αγγλία ήθελε την Τουρκία δυνατή, για να μπορεί να σταθεί αντίρροπη δύναμη στη Ρωσία. Ακόμα και με την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου 1828 – 1829, οι Δυτικοί σύμμαχοι της Ρωσίας θεώρησαν την ενέργεια ως παραβίαση του «status quo», που σήμαινε το απαραβίαστο της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την εμπόδιση της εθνικής ανεξαρτησίας των βαλκανικών λαών και τη διατήρηση της αιώνιας καταπίεσης του τουρκικού ζυγού.
Η δήθεν προστασία από την Αγγλία.
Ας δούμε περιληπτικά το δεύτερο σκέλος, που αναφέρει ότι οι Έλληνες «είχαν την προστασία της τότε δυνατής Αγγλίας». Θα θέλαμε να θέσουμε ορισμένα ιστορικά γεγονότα στους διαστρεβλωτές και υποστηριχτές της θέσης αυτής.
Κατ’ αρχάς η Αγγλία ποτέ δε διεξήγαγε πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όχι μόνον αυτό. Αυτή πούλησε την Πάργα στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Η Αγγλία θέλησε να περιορίσει τα σύνορα του νεοδημιουργημένου ελληνικού κράτους μόνο στην Πελοπόννησο, ενώ η Ρωσία πρότεινε να ενσωματωθούν σ’ αυτήν η Κρήτη, η Σάμος, η Θεσσαλία και η Άρτα. Η Αγγλία και η Γαλλία, το 1854, ενήργησαν αποκλεισμό, για να εμποδίσουν την Ελλάδα να βοηθήσει τις επαναστατικές δυνάμεις του αλύτρωτου Ελληνισμού. Παρά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1830), η Αγγλία κρατούσε υπό την κατοχή της μέχρι το 1863 τα Επτάνησα. Η ίδια με πράκτορές της προκάλεσε τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο 1823 – 1824 και το δεύτερο, το 1945. Η Αγγλία και οι σύμμαχοί της προκάλεσαν τα μαρτυρικά γεγονότα της Κύπρου και εγκατέστησαν τη χούντα των συνταγματαρχών στη χώρα μας. Και πόσες άλλες μηχανορραφίες, αναμείξεις είχε η Αγγλία στην πολιτική ζωή της Ελλάδας. Και διερωτάται κανείς: αυτή είναι η προστασία της δυνατής, τότε και σήμερα, Αγγλίας προς τον ελληνικό λαό;
Οι ιθύνοντες κύκλοι της Αγγλίας εφάρμοσαν ανθελληνική πολιτική. Ο ελληνικός λαός πλήρωσε και πληρώνει πολύ ακριβά το αγγλικό «ενδιαφέρον» για την Ελλάδα.
Στη χρονική διάρκεια των 153 ετών (1676 – 1829), από το 1676, τον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο επί Μεγάλου Πέτρου, όταν η Ρωσία κατέλαβε το Αζόφ και βρήκε έξοδο στην Αζοφική θάλασσα, μέχρι το 1828 διεξήχθησαν οχτώ ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, οι οποίοι στο σύνολό τους διήρκεσαν 41 έτη, δηλαδή κάθε σχεδόν τέσσερα χρόνια διεξαγόταν και ένας ρωσοτουρκικός πόλεμος.
Οι οχτώ ρωσοτουρκικοί πόλεμοι δεν εξυπηρετούσαν μόνον τα οικονομικά συμφέροντα της Ρωσίας, αλλά εξέφραζαν τις προσδοκίες των βαλκανικών λαών. Σ’ αυτό έγκειται η προοδευτική σημασία τους. Στη ρωσική εξωτερική πολιτική παρατηρείται μια εξελικτική διαδρομή. Στο αρχικό στάδιο δράσης της, επιδίωκε την προσάρτηση εδαφών στις βορειοανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, σε συνέχεια στην Κριμαία και τα ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Στην αρχή του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου, η Ρωσία προσάρτησε το Αζόφ, σε συνέχεια, το 1783, την Κριμαία και στον έκτο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787 – 1791), το 1789, απελευθέρωσε το Χατζημπέη (Οδησσό).
Υπέσκαπταν την «Πύλη» οι Ρώσοι.
Οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι αποτέλεσαν τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα του ελληνικού λαού με διαφορετικές μορφές, ενώ οι σκοποί ήταν διαφορετικοί. Αν κανείς εξετάσει την έναρξη και διεξαγωγή των ρωσοτουρκικών πολέμων, θα παρατηρήσει ότι στη διαδρομή των πολεμικών επιχειρήσεων παρατηρούνται επαναστατικά ξεσπάσματα του ελληνικού λαού. Ανεξάρτητα από τους υποκειμενικούς σκοπούς της τσαρικής Ρωσίας, οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, που διεξήγαγε ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν απελευθερωτικοί για τους βαλκανικούς λαούς.
Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, ανέκαθεν, στόχευε στην εξασθένηση του οθωμανικού κράτους και την αποσύνθεσή του. Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος φοίτησε στο Λύκειο «Ρισελιέ» της Οδησσού, αναφέρει ότι η Ρωσία, επολιτεύετο με στόχο την κατάλυση του οθωμανικού κράτους.
Η Ρωσία καταφέροντας συντριπτικά και αδιάκοπα πλήγματα, κατά την περίοδο των ρωσοτουρκικών πολέμων, ενάντια στην Πύλη, αποσπώντας σταδιακά εδάφη της, υπέσκαπτε και αποδυνάμωνε τα θεμέλια της κυριαρχίας και την ισχύ του οθωμανικού κράτους στις ευρωπαϊκές κτήσεις της και υπονόμευε την επιρροή της στα Βαλκάνια. Ταυτόχρονα δε, εμψυχώνει και δραστηριοποιεί τον απελευθερωτικό αγώνα του λαού μας.
Οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι διατράνωσαν, έμπρακτα, την απελευθερωτική αποστολή της Ρωσίας στη Βαλκανική Χερσόνησο. Όμως, η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας απέναντι στους Έλληνες διακρινόταν κατά περιόδους, άλλοτε σαν αποφασιστική, άλλοτε σαν επιθετική, άλλοτε σαν αδιάφορη, αδρανής, όμως πάντοτε επιδίωκε το βαθμιαίο αποχωρισμό από τη σύνθεση του οθωμανικού κράτους των αυτόνομων εθνικών κρατών, όπως η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία, δηλαδή στόχευε στη διάλυση της τουρκικής κυριαρχίας στο ευρωπαϊκό τμήμα της, το αδυνάτισμα της ισχύος της Πύλης και τον περιορισμό των εδαφικών κατακτήσεών της. Ακόμα το 1804, γράφει ο ιστορικός Α. Φ. Μίλερ, η Ρωσία έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα δημιουργίας κρατών στα Βαλκάνια.
Οι νίκες της Ρωσίας πρόσφεραν διοικητικά και οικονομικοπολιτικά προνόμια στον υπόδουλο ελληνικό λαό, με αποτέλεσμα να δυναμώσει ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας. Τα προαναφερόμενα εύγλωττα πιστοποιούνται, όταν κανείς προβεί σε σύντομη αξιολόγηση των ρωσοτουρκικών Συνθηκών Ειρήνης, που υπογράφονταν ύστερα από κάθε λήξη του πολέμου. Μια σειρά άρθρα των Συνθηκών αυτών, όπως του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, το 1774, του Άκερμαν το 1791, της Ανδριανούπολης το 1829 και άλλων, αναφέρονται σε διάφορες παραχωρήσεις στον ελληνικό λαό.
Θα αναφερθούμε στη Συνθήκη Ειρήνης (Κιουτσούκ – Καϊναρτζή) του 1774, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η Πύλη παρέχει αμνηστία σ’ όλους, χωρίς καμιά απολύτως εξαίρεση. Οι κάτοικοι των νησιών του Αρχιπελάγους απαλλάσσονται από κάθε φόρο για δύο χρόνια και άλλες βαρυσήμαντες παραχωρήσεις. Ενώ, με τη Συνθήκη Ειρήνης της Ανδριανούπολης παραχωρήθηκε η ανεξαρτησία στην Ελλάδα. Όλες αυτές οι παραχωρήσεις της Πύλης προς το λαό μας δυνάμωναν την επαναστατική δραστηριότητά του.
Παρά την εμμονή, το μακρόχρονο, σκληρό και αιματηρό αγώνα του ελληνικού λαού, τα ανυπέρβλητα ηρωικά κατορθώματα και τις θυσίες στον επαναστατικό αγώνα για την ανεξαρτησία, η καταλυτική λύση στο ελληνικό ζήτημα δόθηκε, πρακτικά, με το ρωσοτουρκικό πόλεμο (1827 – 1829) και τη Συνθήκη Ειρήνης της Ανδριανούπολης.
Η Ρωσία έδωσε λύση στο ελληνικό πρόβλημα και στάθηκε αποφασιστικός ο ρόλος της στη μεγάλη περιπέτεια της εθνεγερσίας μας. Όπως αναφέρει ο Σπ. Τρικούπης, η Ρωσία έπαιξε, στις πιο κρίσιμες στιγμές του αγώνα, τον πιο αποφασιστικό ρόλο στη λύση του ελληνικού προβλήματος.
«Ποιος βοήθησε στη λύση της έκβασης του αγώνα» και απαντάει: «Ούτε ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων με τις συνωμοσίες και τις ανταρσίες του, ούτε η ναυμαχία του Ναυαρίνου, ούτε η Διάσκεψη και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά η ρωσική στρατιά του Ντίμπιτς, που προέλασε στα Βαλκάνια και εισέβαλε στην κοιλάδα του Έβρου». Και όμως, η Αγγλία κατέκρινε τη Ρωσία, που μπλέχτηκε στον πόλεμο του 1828 – 1829.
Οι νίκες της Ρωσίας, στους ρωσοτουρκικούς πολέμους, πλάι στο βασικό εσωτερικό, εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού λαού, επέδρασαν ευεργετικά στην ιστορική διαδρομή του λαού μας και έλυσαν το βασικό πρόβλημα της εξουσίας. Έτσι, η ελπίδα του λαού μας ότι η Ρωσία αργά ή γρήγορα θα έρθει σε βοήθεια πραγματοποιήθηκε κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο 1828 – 1829. Εκπληρώθηκε ο θρύλος ότι το «ξανθό γένος», θα «ρθει να βοηθήσει τους ραγιάδες. Ο ρωσικός λαός βρέθηκε πάντα στο πλευρό του λαού μας, πρόσφερε τεράστιες θυσίες στο βωμό της απελευθέρωσης των βαλκανικών λαών και ιδιαίτερα του ελληνικού λαού. Καμία άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα (οι σημερινοί σύμμαχοι) δεν πρόσφερε τόσες θυσίες. Μα ούτε και σύγκριση μπορεί να γίνει.
Η Ρωσία ήταν η μόνη χώρα που υποστήριζε τον απελευθερωτικό αγώνα των βαλκανικών λαών. Ενώ, αντίθετα, οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης αντιδρούσαν, μηχανορραφούσαν στη δημιουργία ανεξάρτητων βαλκανικών κρατών.
Τα ιστορικά αποτελέσματα των ρωσοτουρκικών πολέμων είχαν καθοριστική, τεράστια σημασία, στην έκβαση του αγώνα της ανεξαρτησίας και τις ιστορικές τύχες του λαού μας. Εξασφαλίστηκε η μετάβαση της εξουσίας στα χέρια των εθνικών δυνάμεων, επιτεύχθηκε η εθνική και κοινωνική απελευθέρωσή του.
Παραθέτουμε επίσης εκτενές απόσπασμα από άρθρο μας στο ΡΕΣΑΛΤΟ στις 8/12/2022 και με τίτλο «Η συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829. Μήπως την γνωρίζει ο κ. Πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης;»
«Το 1826 η Μεγάλη Βρετανία αναγκάστηκε:
(α) Με το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) και τη συνθήκη του Λονδίνου (1827) και μετά από μεγάλες πιέσεις της Ρωσίας να πιέσει την παραδοσιακή της φίλη, την Οθωμανική Αυτοκρατορία για ίδρυση ελληνικού κράτους, υποτελούς και με φόρο 1.500.000 γρόσια ετησίως στον Σουλτάνο. Ο Σουλτάνος όμως δεν «πολυχαμπάριαζε» ούτε και μετά την Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Πότε υπέκυψε; Μόνο όταν μετά την κήρυξη του Ρωσο–Τουρκικού Πολέμου οι στρατιές της Ρωσίας έφτασαν 60 χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη και κατέλαβαν – οι Ρώσοι– την Αδριανούπολη. Τότε ο Σουλτάνος, σαν φρόνιμο παιδί, υπάκουσε και αναγνώρισε την ελληνική ανεξαρτησία και τις προηγούμενες συνθήκες.
(β) Σημειωτέον, οι Άγγλοι – όπως και οι Τούρκοι– ήθελαν ανεξάρτητη μόνο την Πελοπόννησο με τα νησιά των Κυκλάδων. Όχι την Στερεά Ελλάδα στο νέο κράτος αλλά ούτε και την Κρήτη! Ο Καποδίστριας επέμενε για την Στερεά και το κατάφερε, περιμένοντας την έκβαση του Ρωσο–Τουρκικού Πολέμου που ήταν νικηφόρος για τους Ρώσους και υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.
Παραθέτουμε συνοπτικά αποσπάσματα από σχετική βιβλιογραφία.
«……..H Υψηλή Πύλη αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις αποφάσεις του Λονδίνου όταν καταβλήθηκε οριστικά από τη Ρωσία. Ενώ στις 27 Ιουλίου του 1829 απέρριπτε υπεροπτικά» την φιλικήν μεσιτείαν των ξένων Αυλών» και δεν δεχόταν «μηδέ και την υποτελή αυτονομίαν των εν Πελοποννήσω Ελλήνων», ύστερα από 18 ημέρες, όταν οι Ρώσοι είχαν διαβεί τον Αίμο και πλησίαζαν προς την Αδριανούπολη, η οθωμανική Πύλη έσπευσε να δηλώσει ότι «υπό αισθημάτων καλοκαγαθίας ορμωμένη, συγκατατίθεται εις την Συνθήκην του Λονδίνου και δέχεται τας προτάσεις των Πρεσβευτών αλλά υπό όρους».
Λίγες ημέρες αργότερα, στο στρατηγείο του ρώσου αρχιστρατήγου στην Αδριανούπολη, οι εκπρόσωποι της οθωμανικής Πύλης υπέγραψαν το κείμενο της Συνθήκης της Αδριανούπολης της 14ης Σεπτεμβρίου του 1829 και αποδέχθηκαν με το άρθρο 10 της Συνθήκης αυτής όχι αόριστα μόνο τη Συνθήκη της 6ης Ιουλίου του 1827 αλλά και το Πρωτόκολλο της 10–22 Μαρτίου 1829, δηλαδή και τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου. Κατά τον μεγάλο άγγλο πολιτικό Γλάδστωνα, η Συνθήκη της Αδριανούπολης υπήρξε» το διεθνές συμβόλαιο της πολιτικής υπόστασης και αυτοτέλειας του ελληνικού κράτους».
H Συνθήκη της Αδριανούπολης, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ταραχή και δυσφορία στην αγγλική κυβέρνηση δημιουργώντας αυξημένο γόητρο της ρωσικής αυτοκρατορίας στην Ελλάδα. Εξάλλου εμφανίστηκε στη σκέψη πολλών ως λύση του κενού από τη μελλοντική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ύπαρξη ανεξάρτητου, ισχυρού ελληνικού κράτους…»
Και παρακάτω,
«…….Η βρετανική αντίδραση στην προοπτική περαιτέρω άσκησης βίας επί της Τουρκίας συνεχιζόταν τις αρχές του 1828, κατέληξε μάλιστα σε μια πρόταση προς τη Γαλλία (Διακοίνωση Ντάντλεϋ, 24 Μαρτίου 1828) για ένα φόρου υποτελές στον σουλτάνο κράτος που θα περιλάμβανε μόνον την Πελοπόννησο και τα παρακείμενα νησιά….
…….Η Αγγλία όμως αποδοκίμασε τον πρέσβη της Στράτφορδ Κάνιγγ και επέμενε να εξαιρεί τη Στερεά Ελλάδα από το νέο κράτος. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η αγγλική αντίδραση και στο ζήτημα της Κρήτης, το οποίο ο Άμπερντην θεωρούσε» σπουδαιότερο από το όλο ελληνικό ζήτημα» (επιστολή προς Ουέλλιγκτον, 28.10.1828)…..
…..Μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί η Στερεά, ο Καποδίστριας, με δύο υπομνήματα (προς τον Τσάρο στις 14 Δεκεμβρίου 1828 και προς Λαφεροναί, 3.1.1829), απέσπασε τη ρωσική και τη γαλλική υποστήριξη τόσο για τη συνοριακή γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού όσο και για την ανεξαρτησία. Μόνο η Αγγλία αντιδρούσε πλέον και προχωρούσε σε υποκίνηση της αντιπολίτευσης για να τεθεί ο Καποδίστριας υπό εσωτερική πίεση. Ντόπιοι ολιγαρχικοί θα φτάσουν στο σημείο να προσεγγίζουν τους πρέσβεις και να τους παρακαλούν να μην ακούν τον «ρωσόφρονα» κυβερνήτη αλλά να αποφασίσουν να κλείσουν τάχιστα το ζήτημα των συνόρων έστω με τη στενότερη εκδοχή [Σπηλιάδης, τ. Η΄, κεφ. Δ΄ 174].….
… Ο Καποδίστριας δεν εκάμφθη. Με άοκνες προσπάθειες απέτρεψε την εφαρμογή του δυσμενούς Πρωτοκόλλου του Νοεμβρίου του 1828 και πέτυχε την υπογραφή νέου (10/22 Μαρτίου 1829) που περιλάμβανε τη Στερεά Ελλάδα….….».
«….. Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Έλληνες; Όχι βέβαια οι συνωμοσίες και οι ξεσηκωμοί του Αλή πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η ναυμαχία του Ναβαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία του Γαλλικού στρατού στο Μοριά, ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, παρά ο Ντίμπιτς που προέλασε με τον ρωσικό στρατό μέχρι την κοιλάδα της Μαρίτσας (Έβρου) περνώντας τον Αίμο» (F. Engels, New York Times, April 1853).»