Η κατάθεση της αίτησης ακύρωσης από πλευράς της κυβέρνησης εναντίον της απόφασης της Β’ βάθμιας επιτροπής ασύλου, με την οποία δίδεται ασύλο σε έναν εκ των 8 Τούρκων αξιωματικών που βρίσκονται στην Ελλάδα, προδίδει περιφρόνηση για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, για το διεθνές δίκαιο και το κράτος δικαίου.
Ακόμα χειρότερα, οι κατοπινές ανακοινώσεις της κυβέρνησης που μιλούν για “πάγια θέση” και για “ανεπιθύμητους” αιτούντες ασύλου επειδή υπάρχουν υπόνοιες πραξικοπήματος υποδηλώνουν με σαφήνεια, εργαλειοποίηση του προσφυγικού δικαίου και της ασυλικής διαδικασίας προς όφελος πολιτικών επιδιώξεων αλλά και υπόγειες, αθέμιτες συνεννοήσεις με την κυβέρνηση της Τουρκίας. Σημειώνουμε δε ότι είναι η πρώτη φορά που κυβέρνηση ασκεί αίτηση ακύρωσης κατά απόφασης δευτεροβάθμιας επιτροπής ασύλου η οποία υπογράφεται, μάλιστα, από τον αρμόδιο υπουργό.
Η απόφαση της β’βάθμιας επιτροπής με την οποία δίδεται άσυλο σε έναν εκ των 8 αξιωματικών συνιστά αυτονόητη τήρηση της διεθνούς, ευρωπαϊκής και εγχώριας νομοθεσίας. Ακολουθεί την απόφαση του Αρείου Πάγου, περί μη έκδοσης των 8 στην Τουρκία, η οποία στάθμισε τόσο τα πραγματικά, όσο και τα νομικά ζητήματα της υπόθεσης με ακρίβεια.
Η αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης της β’ βάθμιας δηλώνει αντικειμενικά ότι η κυβέρνηση θα προτιμούσε και θεωρεί ότι κανονικά θα έπρεπε να μη λάβουν άσυλο οι 8 και επομένως να εκδοθούν- ασχέτως του αν μπορεί να το επιβάλλει ή όχι. Άρα, σαφώς παίρνει θέση υπέρ της κατάλυσης του κράτους δικαίου και του προσφυγικού δικαίου σε όλα τα επίπεδα. Είναι γνωστές άλλωστε, οι συνθήκες στην Τουρκία και δε χρειάζεται να τις επαναλάβουμε.
Αυτή η θέση της κυβέρνησης αφενός τη χαρακτηρίζει και δεν κρύβεται πίσω από πολιτικαντισμούς, αφετέρου ανοίγει επικίνδυνους δρόμους για μελλοντικές πιέσεις προς τις επιτροπές ασύλου σε “ευαίσθητες” -και όχι μόνο- υποθέσεις αιτούντων.
Επιπλέον αναρωτιέται κανείς, με ποιο κύρος θα απευθυνθεί σε άλλα κράτη- μέλη της ΕΕ, ζητώντας τήρηση της διεθνούς νομιμότητας στα ζητήματα προσφυγικού δικαίου, μια κυβέρνηση που την καταπατά με τέτοιο κυνισμό.
Εν τέλει και αυτή η κίνηση της κυβέρνησης εντείνει τον κατήφορο στο επίπεδο της παραβίασης ατομικών, κοινωνικών, πολιτικών δικαιωμάτων, κατοχυρωμένων τόσο στο διεθνές, όσο και στο εθνικό επίπεδο.
Ο νομικός κόσμος και οι δικηγορικοί σύλλογοι, μεταξύ των οποίων σαφώς και ο ΔΣΘ οφείλουν να λάβουν καθαρή θέση αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική που χτυπά το κράτος δικαίου σε θεμελιώδεις διατάξεις του.