Έλεγε ο Νίτσε: «Οι Γερμανοί είναι ικανοί για το καλύτερο, αλλά ανίκανοι να το επιτύχουν».
Δεν ξέρω τι θα έλεγε για τους (νεο)Έλληνες ο Νίτσε, αλλά είναι βέβαιον αυτό που θα λέγαμε όλοι εμείς διαπιστώνοντας ότι: οι Έλληνες είναι ικανοί για το καλύτερο (χάριν των Γερμανών) και συνεπώς ανίκανοι να είναι ικανοί για οτιδήποτε άλλο.
Ποιοι Έλληνες όμως; Ο Νίτσε (πάλι) έλεγε (στη «Γέννηση της Τραγωδίας») ότι «είχε βαρεθεί να βρίσκει συνεχώς μπροστά του τους Έλληνες» – εκείνους τους Έλληνες περί των οποίων οι παρ’ ημίν γραικύλοι φροντίζουν να γνωρίζουμε όσο το δυνατόν λιγότερα, λογοκρίνοντας φερ’ ειπείν τον Επιτάφιο ή αντικαθιστώντας μια συζήτηση στα σχολεία για τον Πλήθωνα επί παραδείγματι ή τον Ακινάτη με στιχάκια της Ζούλας Μπούλας ή διαφημιστικά σποτάκια.
Όμως, ας αφήσουμε το προγονικό (που η διαδρομή του θα μπορούσε να εμπνεύσει το απογονικό) κι ας μείνουμε στο ερώτημα «ποιοι Έλληνες» στις σημερινές του παραμέτρους. Εδώ υπεισέρχεται ο ταξικός παράγων. Άλλο ο Έλληνας που δαπανά το 41% του εισοδήματός του για τη στέγη του (το 40% του λαού) κι άλλο ο Έλληνας (που μαζί με άλλους δέκα) κατέχει περιουσία ίση με το 11% του ΑΕΠ. Άλλο ο Έλληνας που δουλεύει για 390 ευρώ κι άλλο εκείνος που του βγάζει το λάδι. Συνεπώς οι Έλληνες, ούτε ως λαός ούτε ως έθνος, κατέχουν το «αδιαίρετον και το ομοούσιον», πόσω μάλλον που, ως κράτος, δεν κατέχουμε καν το αυτεξούσιον.
Πάμε λοιπόν στο 0,1 – 1% (3% με τους φεδεράτους) που κατέχουν την (κατεχόμενη) χώρα και παίζουν μπάλα με τις τύχες του λαού (δηλαδή με το 95% των Ελλήνων). Ρώτησε ο ευρωβουλευτής της ΛΑΕ κ. Νίκος Χουντής τον πολύ Ντάισελμπλουμ: «Το μνημόνιο ήταν στήριξη και αλληλεγγύη υπέρ της Ελλάδας ή ήταν για τη σωτηρία των ευρωπαϊκών τραπεζών και του ευρώ;».
Απάντηση Ντάισελμπλουμ: «Χρησιμοποιήσαμε τα χρήματα των φορολογουμένων με λάθος τρόπο για να σώσουμε τις τράπεζες. Όσοι λένε πως όλα έγιναν για τις τράπεζες έχουν δίκιο». Και οι αυτοκτονίες; και η καταστροφή της μικρομεσαίας αγοράς; Και ο ανασκολοπισμός της εργασίας; Και ο εξανδραποδισμός της νεολαίας στην ξένη;
Έγιναν όλα αυτά για τις τράπεζες; ώστε να καρδαμώσουν και να θέλουν τώρα να φάνε και τα σπίτια όσων λεηλατήθηκαν; Λέγονται τέτοια πράγματα και δεν γίνεται στη χώρα της πουτάνας; – ουπς! αυτό δεν ήταν πολιτικώς ορθό. Ανασκευάζω: κάνανε την Ελλάδα μπουρδέλο μόνον και μόνον για να μη χάσουν μια έστω δεκάρα οι δισεκατομμυριούχοι; Για να μην
κλονισθεί το σύστημα; Διότι αν χάσει η Βενετιά δεκάρα, το σύστημα κλονίζεται! και θέλει Γιωργάκη και θέλει Σαμαρά και θέλει Τσίπρα για να το φέρουν στα ίσα του.
Αυτή η άκρως κυνική δήλωση μαρτυρά μιαν αλήθεια που την ξέραμε όλοι από την πρώτη αρχή. Κι όμως οι ταγοί του έθνους και οι δημαγωγοί του λαού βύθισαν τη χώρα σε μια (δομική εν τέλει) ήττα, η οποία, οκτώ χρόνια τώρα, σπρώχνει τον ελληνισμό προς την άβυσσο κινδύνων που ενέχουν το ενδεχόμενο του ιστορικού αφανισμού. Απ’ αυτήν τη διαδικασία ένα ισχνό ποσοστό Ελλήνων προσπορίζεται ιδιωτικό και ιδιοτελές όφελος και κέρδος. Σε άλλες εποχές η στάση αυτή είχε όνομα και λεγόταν προδοσία, στην εποχή μας όμως τέτοιες λέξεις δεν χρησιμοποιούνται, δεν είναι πολιτικώς ορθές.
Αυτοί οι γραικύλοι που ανέλαβαν να μετατρέψουν όλους τους υπόλοιπους σε ραγιάδες, δεν είναι διαχειριστές κάποιας ανάγκης, στην οποίαν θα υπάκουαν και οι θεοί, αλλά είναι εντολοδόχοι οι οποίοι ενσυνειδήτως ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν τη βρώμικη δουλειά. Πολλοί μάλιστα εξ αυτών
έχουν περάσει στην αντεπίθεση και λοιδορούν την εποχή που τους αποκαλούσαν «γερμανοντυμένους», λες και είχαν ενδυθεί (τότε και τώρα) τα άμφια του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης.
Στη χώρα αυτή επικρατεί θόρυβος και μεγάλη φασαρία για τα ήσσονα. Κι έτσι, μια δήλωση όπως αυτή του κ. Ντάισελμπλουμ αντί να προκαλέσει σεισμό, προκαλεί λίγη ακόμα δυσφορία. Αντί να συγκληθεί, λόγου χάριν, εκτάκτως το Κοινοβούλιο, οι μπίζνες συνεχίζονται as usual, το αίμα των ηττημένων τρέχει ως συνήθως και οι γκαουλάιτερ εναλλάσσονται με τους κουίσλινγκ, μοιράζοντας κοινωνικό μέρισμα την καταισχίνη. Και την «αηδία του βίου»…