Μια δύσκολη και ενδιαφέρουσα, ως προς τις προθέσεις της (σύμφωνα με το πρόγραμμα της παράστασης), «συνάντηση» έλαβε χώρα στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών τις προηγούμενες μέρες. Η ομάδα Vasistas, υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα της Αργυρώς Χιώτη και τη δραματολογική καθοδήγηση του ποιητή και μεταφραστή Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου, βρέθηκε απέναντι στο πιο εμβληματικό έργο της ιταλικής, αν όχι, ολόκληρης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας: τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Επική σύνθεση δεκατεσσάρων χιλιάδων και πλέον στίχων, γραμμένη σε μια περίοδο βαθιάς πολιτισμικής κρίσης (αρχές του 14ου αιώνα), όταν ο ευρωπαϊκός μεσαιωνικός κόσμος κατέρρεε κι ο ουμανιστικός αδυνατούσε, ακόμη, να καλύψει τα κενά. Η προσφορά του ιταλού Ποιητή μέγιστη, καθώς ανέλαβε σε αυτό το μεσοδιάστημα να αποκαταστήσει το κατεστραμμένο ανθρώπινο «σύμπαν», με αφοπλιστική σχεδιαστική διαύγεια, ευαισθησία και συχνά χιούμορ. Ο Δάντης, πρωταγωνιστής του έργου του –και μαζί του οι αναγνώστες– σε μια πορεία εσωτερικής εμβάθυνσης, έχοντας εκλεκτή παρέα τον ομότεχνο Βιργίλιο στο πρώτο μέρος της Κωμωδίας, κατέρχεται στην ‘Κόλαση’ των αιώνια καταδικασμένων ψυχών. Το φανταστικό και λυτρωτικό, συνάμα, ταξίδι στον άλλο κόσμο συνεχίζεται στο ‘Καθαρτήριο’, τόπο της ελπίδας και της μετάνοιας. Εκεί κάπου τον απαντά ο αιώνιος έρωτάς του, η Βεατρίκη, ένα ιδιότυπο –ισχυρίζεται ο Harold Bloom– όσο και παράδοξο alter ego του ίδιου του Δάντη, η οποία αναλαμβάνει να τον συνοδεύσει στον ‘Παράδεισο’. Με την παρουσία της μαρτυρά και επισφραγίζει την ολοκλήρωση του «τελετουργικού περάσματος» του Ποιητή της Κωμωδίας στην Αυτογνωσία. Μέχρι πρότινος οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις έβλεπαν την Κωμωδία σαν μια «θεολογική αλληγορία». Σήμερα πια, λίγοι εμμένουν σε αυτή την κλειστή από κάθε πλευρά άποψη.
Οι Vasistas με αρκετές περγαμηνές ήδη στη δωδεκάχρονη ιστορία τους, και κινούμενοι κυρίως στο χώρο του Θεάτρου της Επινόησης (Devised Theatre), προσπάθησαν να παρακολουθήσουν συνεισφέροντας ενεργητικά στις δραματολογικές ατραπούς του Ν. Παναγιωτόπουλου, αλλά το αποτέλεσμα δεν ευοδώθηκε και αυτό το εντοπίζω σε δύο κυρίως λόγους:
-Αφενός, γιατί, ενώ έγιναν κάποιες εύστοχες επιλογές στο δραματολογικό πλαίσιο, όπως η ευσύνοπτη παρουσίαση του ογκωδέστατου δαντικού έργου, δεν υπήρξε ένας ευδιάκριτος ερμηνευτικός άξονας, πέρα από μια διάχυτη και συγκεχυμένη νεοχριστιανική προσέγγιση, στην οποία μεταξύ άλλων παρέπεμπαν κυρίως: (α) ορισμένες μουσικές συνθέσεις της παράστασης (βυζαντινή ψαλμωδία (;)· εδώ το ίσο εκτελέστηκε αμήχανα από τους ερμηνευτές), (β) η επιλογή αποσπασμάτων από ποιήματα του Edgar Lee Masters και του Ezra Pound αντί των στίχων του ‘Καθαρτηρίου’, και (γ) η σκηνοθετική απόδοση της ‘Προσευχής’, στη σκηνή του ‘Παραδείσου’, όπου το ζεύγος Δάντη και Βεατρίκης έμοιαζε να αναπαράγει θρησκευτικές εικόνες ‘Ευαγγελισμού’ (Annunciazione) προερχόμενες από την Καθολική παράδοση.
-Και αφετέρου, γιατί, με εξαίρεση τον Φιντέλ Ταλαμπούκα (Βιργίλιος), οι ηθοποιοί της παράστασης δεν μπόρεσαν να εισδύσουν στο κείμενο των ποιητών και να το «κάνουν δικό τους». Η εκφορά του λόγου που επιχείρησαν ήταν από αβέβαιη έως αμήχανη, κάτι που το επιβεβαίωνε και η διστακτική κίνηση των σωμάτων τους στον τελετουργικό χώρο, τον οποίο δημιούργησε η σύμπραξη σκηνοθέτη-σκηνογράφου-φωτιστή και μουσικού επιμελητή.
Τελικά το αποτέλεσμα κινήθηκε αμφίθυμα ανάμεσα σε ένα οπτικοακουστικό και ένα λογοκεντρικό επίπεδο, χωρίς να αποφασίσει «στρατόπεδο». Το οπτικό βρέθηκε σε πλεονεκτικότερη θέση εξαιτίας των λιτών και λειτουργικών σκηνικών της Εύας Μανιδάκη, και του εξαιρετικού φωτισμού του Τάσου Παλαιορούτα, υπονομευμένων, ωστόσο, από την αισθητική κακοφωνία των κοστουμιών της Χριστίνας Κάλμπαρη. Ο λόγος, αντιθέτως, καλύφθηκε αρκετές φορές από τη ζωντανή μουσική του κουαρτέτου εγχόρδων –από τις ελάχιστες ευχάριστες εκπλήξεις της παράστασης– αλλά μάλλον άτεχνα και όχι από σκηνοθετική πρόθεση.
Εν κατακλείδι, η πρώτη απόπειρα ανεβάσματος της Θείας Κωμωδίας του Δάντη από έλληνες καλλιτέχνες προκάλεσε μια μάλλον «απορία ψάλτου», καθώς οι προθέσεις των συντελεστών στην πορεία για την υλοποίησή τους δεν βρήκαν ούτε την Πύλη του Παραδείσου, ούτε και εκείνη της πλατείας.
*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι διδάκτωρ Θεατρολογίας.