Η κυβέρνηση πρέπει να καταλάβει ότι έχει χάσει πια την ικανότητα να θέτει εκβιαστικά διλήμματα
Στις πρώτες εκλογές της μεταπολίτευσης διατυπώθηκε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς».
Το σύνθημα αυτό υποστήριζε ότι η μόνη εφικτή πολιτική κυβερνητική λύση ήταν να ψηφιστεί μαζικά η Νέα Δημοκρατία και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ώστε να ολοκληρωθεί η μετάβαση στη δημοκρατία, να αποφευχθούν νέες περιπέτειες και προφανώς να μην υπάρξει οποιοδήποτε ενδεχόμενο επιστροφής των χουντικών στα πράγματα.
Το σύνθημα αυτό συζητήθηκε, σχολιάστηκε, υπήρξε αντικείμενο πολεμικής, όμως φαίνεται ότι στην πράξη έπιασε, καθώς η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές με ένα θριαμβευτικό ποσοστό (54,37%) που κανένα κόμμα έκτοτε δεν συγκέντρωσε, καθώς φαίνεται ότι στα μάτια αρκετών φάνταζε τότε ως η παράταξη που θα μπορούσε να εγγυηθεί τη δημοκρατική μετάβαση. Ότι την ψήφισαν και πολλοί άνθρωποι που δεν συμφωνούσαν ιδεολογικά μαζί της, αποδεικνύεται από το ότι τρία χρόνια αργότερα το ποσοστό της υποχώρησε σημαντικά.
Το γεγονός ότι τότε πέτυχε ένα τέτοιο εκβιαστικό δίλημμα, που αναμφίβολα είχε να κάνει με μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή – αρκεί να θυμηθούμε ότι σε κανένα βαθμό δεν είχε ολοκληρωθεί η κάθαρση στο στράτευμα – και πραγματικούς φόβους του πληθυσμού για το εάν θα ολοκληρωθεί η δημοκρατική μετάβαση, δεν σημαίνει ότι πάντα πετυχαίνουν τα εκβιαστικά διλήμματα.
Το λέω αυτό γιατί επί της ουσίας και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ένα ανάλογο εκβιαστικό δίλημμα θέλει να θέσει: ή θα επανεκλεγεί για να συνεχίσει να κυβερνά ή η χώρα θα αντιμετωπίσει καταστάσεις χαοτικές.
Το δίλημμα αυτό φαινομενικά πατάει πάνω σε ορισμένες πτυχές της πραγματικότητας και κυρίως το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία που αυτή τη στιγμή δεν «βλέπει» με τίποτα αυτοδυναμία έχει απέναντί της μια κατακερματισμένη και αναποτελεσματική αντιπολίτευση που σε κανένα βαθμό δεν μοιάζει να μπορεί να προσφέρει μια εναλλακτική κυβερνητική λύση. Πράγμα που η κυβέρνηση μεταφράζει μέσω της επικοινωνιακής της πολιτική σε ένα ανοιχτό ενδεχόμενο ακυβερνησίας (που η κυβέρνηση πάντα σπεύδει να το συνδυάσει με την ιδεολογική τρομοκρατία ότι «μπορεί να έχουμε και ένα νέο 2015»)
Ωστόσο, φαίνεται ότι θέτοντας αυτό το δίλημμα η κυβέρνηση δεν έχει υπολογίσει ακριβώς το πώς σκέφτεται η κοινωνία και κυρίως δεν έχει σταθμίσει καθόλου το πόσο έντονη και βαθιά είναι η αποδοκιμασία της από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Γιατί μπορεί η κυβέρνηση να έχει την πιο συμπαγή εκλογική βάση από όλα τα κόμματα αυτή τη στιγμή, όμως έχει και μια ιδιαίτερα μαζική αρνητική τοποθέτηση της κοινωνίας απέναντί της.
Μάλιστα, πλέον η αποτυχία του εκβιαστικού διλήμματος αποτυπώνεται ακόμη και σε δημοσκοπικό επίπεδο. Το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχουν έρευνες που δείχνουν ότι οι πολίτες δηλώνουν ότι προτιμούν το «χάος» περισσότερο από μια νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη αναδεικνύει ακριβώς το βάθος της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Δεν είναι απλώς μια συγκυριακή αποδοκιμασία της μίας ή της άλλης πολιτικής, αλλά μια βαθιά ρήξη, από αυτές που δεν αντιστρέφονται εύκολα. Με αυτό εννοώ ότι όταν βλέπουμε σε έρευνες να καταγράφεται το «οτιδήποτε άλλο παρά ο…» αυτό αποτελεί ένδειξη σοβαρής πολιτικής κρίσης.
Ουσιαστικά, αυτό που βλέπουμε είναι μια ακόμη εντονότερη κρίση απονομιμοποίησης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μπορεί η ίδια να στηρίζεται στην αδιαμφισβήτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της, όμως αυτό δεν αναιρεί ότι είναι από τις λιγότερο νομιμοποιημένες κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών και ότι για την κοινωνία δεν σημαίνει απολύτως τίποτα ότι όντως κέρδισε σχεδόν θριαμβευτικά τις εκλογές του 2023. Γιατί έχει πια γίνει σαφές ότι οι εκλογές του 2023 ήταν όντως ένα στιγμιότυπο που δεν αποτύπωνε το σύνολο των δυναμικών που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία.
Προφανώς, η πραγματική νομιμοποίηση δεν περιλαμβάνεται στους τυπικούς κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, αυτοί κυρίως στέκονται στις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Όμως, περιλαμβάνεται στις ουσιαστικές προϋποθέσεις της «δημοκρατικής ομαλότητας». Να το πω απλά: μια συνθήκη όπου μία κυβέρνηση που έχει καθαρή πλειοψηφία στη Βουλή και πλειοψηφική αποδοκιμασία στην κοινωνία (πρακτικά πάνω από τα δύο τρίτα τοποθετούνται αρνητικά για την κυβέρνηση και την πολιτική της) απέχει πολύ από μια πραγματική δημοκρατική ομαλότητα. Αντιθέτως, παραπέμπει πολύ περισσότερο σε μια αυταρχική και στην ουσία της αντιδημοκρατική επιλογή.
Αυτό οι πολίτες το αντιλαμβάνονται. Γιατί η αποδοκιμασία τους δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας «τοξικότητας», όπως αποτυχημένα προσπαθεί να υποστηρίξει ο κυβερνητικός επικοινωνιακός μηχανισμός, αλλά των καταστάσεων και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στη ζωή τους ξεκινώντας από την κρίση κόστους ζωής και – ολοένα και περισσότερο – την επαπειλούμενη στεγαστική κρίση, σε συνδυασμό με μια εντεινόμενη κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Γι’ αυτόν τον λόγο και είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν οτιδήποτε άλλο, ακόμη και το «χάος» αντί για μια ακόμη θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Κάτι που βεβαίως ορίζει και την ανάγκη – και την ευθύνη – να υπάρξουν οι πολιτικές προτάσεις που να δείχνουν ότι απέναντι στην κυβέρνηση δεν βρίσκεται το «χάος» αλλά ένας εναλλακτικός δρόμος που περνά από τις αγωνίες και τα αιτήματα της κοινωνίας.
 
				 
		














































