Η ΕΕ συνεχίζει να παρέχει σημαντικά κονδύλια για να περιορίσει τις προσφυγικές ροές, αποφεύγοντας να αμφισβητήσει ανοιχτά τις εσωτερικές πρακτικές της Άγκυρας — ουσιαστικά προτάσσοντας τη διαχείριση της μετανάστευσης έναντι της δημοκρατικής μεταρρύθμισης, με την Ελλάδα, παρά ταύτα, να δέχεται υβριδικό πόλεμο.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην Επιτροπή Εναρμόνισης με την ΕΕ του τουρκικού Κοινοβουλίου στις 15 Οκτωβρίου, ανώτατοι αξιωματούχοι του υπουργείου Εξωτερικών παραδέχθηκαν ότι, ενώ η χρηματοδοτική συνεργασία συνεχίζεται απρόσκοπτα, οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις έχουν παγώσει και η διαφάνεια σχετικά με τη χρήση των ευρωπαϊκών πόρων έχει μειωθεί δραματικά.
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και επικεφαλής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Mehmet Kemal Bozai δήλωσε στους βουλευτές ότι η χρηματοδοτική και τεχνική συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ παραμένει «λειτουργική και ενεργή παρά τη πολιτική στασιμότητα».
Περιέγραψε μια νέα φάση συνεργασίας που εστιάζει στην τεχνολογία, τη συνδεσιμότητα και την ενέργεια, αντί για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
«Προσαρμόζουμε το εθνικό μας σχέδιο δράσης ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις στρατηγικές της ΕΕ για την ψηφιοποίηση και τη βιωσιμότητα», είπε ο Μποζάι.
«Η προσέγγισή μας είναι να εναρμονιστούμε σαν να επρόκειτο να ενταχθούμε αύριο, αλλά να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί σαν να πρόκειται η ένταξη να αργήσει πολύ».
Ο Bulent Ozcan, γενικός διευθυντής χρηματοδοτικής συνεργασίας στη Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, ανέφερε ότι η Τουρκία έχει λάβει πάνω από 10 δισ. ευρώ μέσω των προενταξιακών κονδυλίων (IPA) και έχει δεσμευτεί για 12,3 δισ. ευρώ έως το 2027 για τη διαχείριση της μετανάστευσης και ανθρωπιστική βοήθεια.
Το συνολικό ποσό της άμεσης ευρωπαϊκής στήριξης προς την Τουρκία, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων εκπαίδευσης και κοινωνίας των πολιτών, αναμένεται να ξεπεράσει τα 24 δισ. ευρώ μέχρι το 2027.
Από αυτά, 9 δισ. ευρώ διατέθηκαν στις τρεις πρώτες φάσεις IPA (2002–2020), ενώ η τρέχουσα περίοδος (2021–2027) παρέχει μόλις 1,2 δισ. ευρώ — μια θεαματική μείωση που αντανακλά τις τεταμένες σχέσεις και τις ανησυχίες της ΕΕ για την υποχώρηση του κράτους δικαίου.
Τα κονδύλια χρησιμοποιούνται για έργα που εκτείνονται από την αγροτική ανάπτυξη και τις ψηφιακές υποδομές έως τις μεταφορές, τη γεωργία και τη διαχείριση απορριμμάτων.
Η ΕΕ ενέκρινε επίσης ένα πιστωτικό πακέτο ύψους 2,4 δισ. ευρώ για την Τουρκία, με στόχο την ενθάρρυνση ιδιωτικών επενδύσεων και την πράσινη μετάβαση, συμπεριλαμβανομένων 400 εκατ. ευρώ για δήμους των σεισμόπληκτων περιοχών.
Επιπλέον, 400 εκατ. ευρώ σε άμεση δημοσιονομική στήριξη μεταφέρθηκαν το 2024 για να καλυφθούν οι κρατικές δαπάνες ανοικοδόμησης στις επαρχίες Καχραμανμαράς και Χατάι.
«Περίπου 50 προκατασκευασμένα σχολεία, έξι νοσοκομεία, διάφορα δημοτικά έργα ύδρευσης και απορριμμάτων, καθώς και εργασίες πολιτιστικής αποκατάστασης χρηματοδοτήθηκαν μέσω αυτού του πακέτου», δήλωσε ο Ozcan στην επιτροπή.
«Η ΕΕ αποζημίωσε την Τουρκία για τις επιλέξιμες δαπάνες που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί από τον εθνικό προϋπολογισμό».
Παρά τα χρόνια ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και πολιτικής εμπλοκής, οι προσπάθειες για την ενίσχυση της δημοκρατίας και των ευρωπαϊκών αξιών στην Τουρκία έχουν αποτύχει.
Οι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν αποδυναμωθεί, η κοινωνία των πολιτών αγωνίζεται υπό πίεση και η πολιτική πόλωση βαθαίνει συνεχώς.
Ο Bozai χαρακτήρισε τη σχέση Άγκυρας–Βρυξελλών «όλο και πιο πραγματιστική».
«Η τεχνολογία πλέον καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική περισσότερο από τη διπλωματία», ανέφερε, τονίζοντας τη συνεργασία στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, της ψηφιακής μετάβασης και της ασφάλειας των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Ισχυρίστηκε ότι, παρότι τα κεφάλαια ένταξης παραμένουν μπλοκαρισμένα λόγω του Κυπριακού και άλλων πολιτικών διαφορών, η Τουρκία και η ΕΕ «συνεργάζονται στενά στους ψηφιακούς και αμυντικούς τομείς».
Ωστόσο, ανεξάρτητοι παρατηρητές σημειώνουν ότι αυτό το τεχνοκρατικό αφήγημα καλύπτει μια βαθύτερη πολιτική οπισθοχώρηση.
Τα κονδύλια της ΕΕ που προορίζονταν για την ενίσχυση του κράτους δικαίου φαίνεται να στηρίζουν μια κυβέρνηση που υπονομεύει συστηματικά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και καταπνίγει τη διαφωνία.
Οι ίδιες οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιβεβαιώνουν αυτή την αντίφαση:
Μεταξύ 2014 και 2020, όταν 3,5 δισ. ευρώ IPA διατέθηκαν για τη δημοκρατία, τη διακυβέρνηση και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Τουρκία υποχώρησε δραματικά σε κάθε διεθνή δείκτη ελευθερίας και ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Η ευρωπαϊκή βοήθεια που προοριζόταν να ενισχύσει την τουρκική κοινωνία των πολιτών και τη δημοκρατική συμμετοχή φαίνεται να έχει πάρει πολύ διαφορετικό δρόμο.
Σύμφωνα με έγγραφα που εξέτασαν ανεξάρτητοι παρατηρητές, εκατομμύρια ευρώ από προγράμματα χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ —ιδίως το Erasmus+— έχουν σιωπηλά ανακατευθυνθεί σε φιλοκυβερνητικές οργανώσεις που προωθούν ισλαμιστική ιδεολογία και διατηρούν στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση Erdogan.
Αντιπαράθεση
Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται η Τουρκική Εθνική Υπηρεσία, υπεύθυνη για τη διαχείριση των κονδυλίων του Erasmus+ στην Τουρκία.
Η υπηρεσία υπάγεται στη Διεύθυνση Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ΥΠΕΞ και σήμερα διευθύνεται από τον Ilker Astarci, πρώην σύμβουλο του Erdogan, που είχε διατελέσει υπεύθυνος επικοινωνίας και στρατηγικής στα μέσα ενημέρωσης του προεδρικού μεγάρου.
Υπό την ηγεσία του, ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων για εκπαίδευση και νεολαία κατευθύνεται προς ομάδες με πολιτική ή θρησκευτική ατζέντα, αντί προς ανεξάρτητες κοινωνικές πρωτοβουλίες.
Ένας από τους δικαιούχους ήταν το Ίδρυμα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Ανθρωπιστική Βοήθεια (İHH), το οποίο τα Ηνωμένα Έθνη έχουν αναφέρει για υποτιθέμενη διακίνηση όπλων προς τζιχαντιστικές ομάδες στη Συρία.
Το 2023, το ίδρυμα έλαβε ευρωπαϊκή επιχορήγηση για ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης ενηλίκων.
Παρόμοια χρηματοδότηση έλαβαν και άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις με μακροχρόνιους δεσμούς με την κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων ενώσεων αποφοίτων θρησκευτικών σχολών και επιχειρηματικών δικτύων που στηρίζουν ανοικτά το πολιτικό πρόγραμμα του Erdogan.
Οι οργανισμοί αυτοί, που παίζουν κεντρικό ρόλο στην κοινωνική και ιδεολογική εμβέλεια του κυβερνώντος κόμματος, έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τις ανεξάρτητες ΜΚΟ που κάποτε συνεργάζονταν με την Ε.Ε. για τη διαφάνεια, την ισότητα των φύλων και την ελευθερία της έκφρασης.
Η αλλαγή αυτή αντικατοπτρίζει ένα ευρύτερο μοτίβο: καθώς η Άγκυρα σφίγγει τον έλεγχο επί της κοινωνίας των πολιτών, η κατανομή των ευρωπαϊκών κονδυλίων ακολουθεί πλέον τις κυβερνητικές προτεραιότητες.
Το πρόγραμμα Erasmus+, με συνολικό προϋπολογισμό 26,2 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021–2027, σχεδιάστηκε για να προωθεί την εκπαίδευση, την κινητικότητα και τη διαπολιτισμική κατανόηση.
Στην Τουρκία, ωστόσο, μεγάλο μέρος των δαπανών του έχει στραφεί προς ιδρύματα και ενώσεις που ευθυγραμμίζονται με την ισλαμιστική ατζέντα της κυβέρνησης — όπως θρησκευτικά σχολεία, κρατικά think tanks και ακόμη και ο κρατικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας, οργανισμοί που έχουν κατηγορηθεί από οργανώσεις δικαιωμάτων ότι ενισχύουν εθνικιστική και σεχταριστική ρητορική.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στους βουλευτές, η Τουρκία έχει λάβει πάνω από 10 δισ. ευρώ σε βοήθεια που σχετίζεται με τη μετανάστευση από την Ε.Ε. από το 2016.
Η χρηματοδότηση, κυρίως μέσω του Μηχανισμού για τους Πρόσφυγες στην Τουρκία (FRIT) και συναφών ανθρωπιστικών προγραμμάτων, αποσκοπεί στη στήριξη των προσπαθειών της χώρας να φιλοξενεί σχεδόν 4 εκατομμύρια Σύρους και άλλους μετανάστες.
Ο Ozcan εξήγησε ότι οι πόροι αυτοί είναι διακριτοί από τα προενταξιακά κονδύλια και κατανέμονται στο πλαίσιο ανθρωπιστικών και κοινωνικών προγραμμάτων σταθεροποίησης.
«Η συνεργασία στον τομέα της μετανάστευσης λειτουργεί αποτελεσματικά», είπε, υπογραμμίζοντας ότι τα περισσότερα έργα υλοποιούνται από διεθνείς οργανισμούς και παρακολουθούνται από κοινού από τουρκικούς και ευρωπαϊκούς φορείς.
Ωστόσο, η πολιτική διάσταση αυτής της συνεργασίας παραμένει αντιφατική. Βουλευτές της αντιπολίτευσης κατηγορούν την κυβέρνηση ότι έχει αποδεχθεί τον ρόλο του “αναχώματος της Ευρώπης” έναντι των μεταναστευτικών ροών, σε αντάλλαγμα για τη συνέχιση της χρηματοδότησης.
Την κατηγορούν ότι έχει μετατρέψει την Τουρκία σε ζώνη κράτησης προσφύγων, υποστηρίζοντας πως η Ε.Ε. προτιμά να αναθέτει εξωτερικά τη μεταναστευτική της πολιτική στην Άγκυρα, αποφεύγοντας παράλληλα να την αντιμετωπίσει για τη δημοκρατική υποχώρηση και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η αντίληψη αυτή είναι ευρέως διαδεδομένη στην τουρκική κοινωνία, όπου πολλοί πιστεύουν ότι η συμφωνία για το μεταναστευτικό έχει οδηγήσει σε μια σχέση αμοιβαίας σιωπής: η Ε.Ε. συνεχίζει να χρηματοδοτεί γενναιόδωρα την Τουρκία για να περιορίζει τις ροές προσφύγων, ενώ αποφεύγει να επικρίνει ανοιχτά τις εσωτερικές πρακτικές του καθεστώτος Erdogan.










































