Η βαθιά πολιτική κρίση στη χώρα οφείλεται στην αναντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Αυτό πρέπει να καθοδηγήσει και κάθε σκέψη για νέους σχηματισμούς
Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά πολιτική κρίση. Αυτή δεν αφορά απλώς ότι έχουμε να κάνουμε με μια αντιδημοφιλή κυβέρνηση που κυβερνά αυταρχικά, περνάει μέτρα που απορρίπτονται στην συνείδηση των πολιτών, και αξιοποιεί την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της για να συγκαλύψει την εκτεταμένη διαφθορά της.
Πρωτίστως, η σημερινή συνθήκη πολιτικής κρίσης έγκειται στην εκρηκτική αναντιστοιχία του πολιτικού συστήματος και των αναγκών και επιδιώξεων της κοινωνίας.
Ποια είναι η εικόνα του πολιτικού συστήματος;
Μια κυβέρνηση παραπάνω από μειοψηφική που εκπροσωπεί κατά βάση τα τμήματα της κοινωνίας που έχουν ευνοηθεί από τις πολιτικές της, τα οποία όμως δεν ξεπερνούν το 20% του συνόλου και που πλέον δεν έχει την ουσιαστική νομιμοποίηση ούτε καν μεγάλου μέρους του κυβερνώντος κόμματος.
Μια κοινωνία που συντριπτικά απορρίπτει τις κυβερνητικές πολιτικές στις δημοσκοπήσεις, βιώνει την ακρίβεια και την κρίση κόστους ζωής, αγωνιά για ένα αναπτυξιακό μοντέλο που δεν της δίνει προοπτική, αισθάνεται βαθιά ανασφάλεια, δεν εμπιστεύεται ούτε τους θεσμούς ούτε το πολιτικό σύστημα και όποτε μπορεί το εκφράζει και με μαζικές κινητοποιήσεις, όπως αυτές για τα Τέμπη.
Μια αντιπολίτευση κατακερματισμένη χωρίς κανένα από τα κόμματά της να φαίνεται ικανό να παίξει τον αναγκαίο ηγεμονικό ρόλο, συμπεριλαμβανομένων και όσων προσπαθούν να «καβαλήσουν το κύμα» της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Απέναντι σε αυτή την πρόκληση, αυτό που η κοινωνία εισπράττει από τη δημοκρατική αντιπολίτευση είναι είτε έναν συνεχή διαγκωνισμό, με βάση τα επιμέρους πολιτικά «εγώ», σε σχέση με την ηγεσία, χωρίς καμιά επίγνωση ότι για να είναι κάποιος ηγέτης θα πρέπει να έχει στρατό να ηγηθεί, είτε διάφορες ασκήσεις επί χάρτου σε σχέση με τις υπαρκτές δυνάμεις, ενίοτε και με καλές προτάσεις, που όμως παραβλέπουν ότι στην πολιτική εάν αθροίσεις προβλήματα, απλώς πολλαπλασιάζεις τις πιθανότητες αποτυχίας.
Όλα αυτά συνδυάζονται με ένα ακόμη πιο σοβαρό πρόβλημα. Εάν η κυβέρνηση απευθύνεται στα μειοψηφικά κοινωνικά στρώματα που κυνικά προσκολλώνται σε αυτή και συνομιλεί μαζί τους κάνοντας διάφορες εξυπηρετήσεις, οι διάφοροι πόλοι της αντιπολίτευσης στην πραγματικότητα συνομιλούν με τον εαυτό τους και στην καλύτερη περίπτωση με τον διπλανό τους, όχι με την κοινωνία.
Το παράδοξο είναι ότι το κάνουν αυτό τις περισσότερες φορές συζητώντας μέσω των μέσων ενημέρωσης. Εξ ου και το παράδοξο διαφωνίες ή τοποθετήσεις που παραδοσιακά θα γίνονταν στα κορυφαία πολιτικά όργανα όπου συμμετέχουν, καταλήγουν να γίνονται μέσω δημοσίων παρεμβάσεων. Όμως, μπορεί να γίνονται δημόσια και να προσφέρουν ένα «δημόσιο θέαμα», αλλά δεν παύουν να είναι μια εσωστρεφής συζήτηση για εσωτερικούς κομματικούς συσχετισμούς.
Ως αποτέλεσμα το τι ακριβώς θέλει η κοινωνία, ποια η αγωνία της, ποια τα αιτήματά της, ποιες οι ιδέες και οι προτάσεις που έχει να κάνει, ουδέποτε ακούγονται και συζητιούνται.
Και τα πράγματα κάνει ακόμη χειρότερα η αντίληψη ότι αυτό που χρειάζεται είναι κατά βάση να υπάρξει μια πρωτοβουλία «από τα πάνω» που θα εκπέμψει τον σωστό λόγο και θα συσπειρώσει την κοινωνία, με τη βοήθεια και ενός καλού πολιτικού «κάστινγκ» που θα πλαισιώσει την «ηγεσία» με μερικές «προσωπικότητες της κοινωνίας των πολιτών».
Τέτοια μοντέλα άσκησης πολιτικής απλώς αναπαράγουν το πρόβλημα. Και ακόμη και εάν δώσουν την εντύπωση ότι έχουν δυναμική σύντομα τη χάνουν και το κυριότερο δεν αποκαθιστούν την κρίσιμη πλευρά της δημοκρατίας – την οποία οι πολίτες αποζητούν – που είναι κόμματα που να μπορούν να εκπροσωπούν τις κοινωνικές διεργασίες (και ταυτόχρονα να τις μετασχηματίζουν ασκώντας έναν αναγκαίο «παιδαγωγικό» ρόλο).
Πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για έναν αναγκαίο νέο σχηματισμό δεν μπορεί να ξεκινήσει έτσι.
Αντιθέτως, θα πρέπει να έχει πολύ περισσότερο τον χαρακτήρα μιας «μακράς πορείας» στην κοινωνία και τον ελληνικό λαό.
Μια συστηματική προσπάθεια εκ νέου συνάντησης και ουσιαστικής γνωριμίας με την ελληνική κοινωνία, τις αντιθέσεις της, τους οραματισμούς της, την κριτική της στο πολιτικό σύστημα, τις σκέψεις της για το πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να πάνε αλλιώς.
Μια «μακρά πορεία» όχι για να πειστεί η ελληνική κοινωνία, αλλά για να ακουστεί. Όχι για να χειραγωγηθεί, αλλά για να καθοδηγήσει αυτή την προσπάθεια. Όχι για να συμβιβαστεί, αλλά για να απαιτήσει αυτά που τις αναλογούν.
Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική αλλαγή και μια άλλη πορεία της χώρας, έξω και πέρα από τα σημερινά αδιέξοδα, χωρίς το να υπάρξει ξανά ένας σχηματισμός – κόμμα, μέτωπο, συσπείρωση, πρωτοβουλία, οι λέξεις δεν έχουν τόση σημασία όση οι πράξεις – που ακριβώς να επιτρέψει στους ίδιους τους ανθρώπους, αυτούς που αγωνιούν στους χώρους δουλειάς, στα μαγαζιά, στις σχολές, στα καφενεία, να έχουν λόγο γι’ αυτό που τους συμβαίνει και για τις πολιτικές που ασκούνται στο όνομά τους. Μόνο έτσι σφυρηλατούνται όχι επικοινωνιακές δυναμικές αλλά πραγματικές σχέσεις εκπροσώπησης και αλλάζουν τελικά και οι πολιτικοί συσχετισμοί και – γιατί αυτή είναι τελικά η πρόκληση… – κερδίζονται και εκλογές.
ΠΗΓΗ in.gr