Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Στις 2 Αυγούστου του 1990 το Κουβέιτ συνειδητοποίησε απότομα ότι ο πακτωλός των πετροδολαρίων και οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις δεν αρκούσαν για προστατέψουν ένα μικρό κράτος του Περσικού Κόλπου από τις ορέξεις ενός αχαλίνωτου γείτονα- στη συγκεκριμένη περίπτωση, του Ιράκ υπό τον Σαντάμ Χουσεϊν. Για το Κατάρ, η αντίστοιχη στιγμή της αλήθειας ήρθε την περασμένη Τρίτη.
Το μικρό εμιράτο με τους μόλις 320.000 πολίτες και τα 2,3 εκατομμύρια των αλλοδαπών εργαζομένων είχε αρκετούς λόγους να αισθάνεται ασφαλές. Τρίτη χώρα στον κόσμο ως προς τα αποθέματα φυσικού αερίου, φιλοξενεί τη μεγαλύτερη αεροπορική βάση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, όπου είναι εγκατεστημένο αρχηγείο της αμερικανικής Κεντρικής Διοίκησης. Με παρότρυνση διαδοχικών αμερικανικών κυβερνήσεων, λειτουργούσε εδώ και χρόνια ως μεσολαβητής μεταξύ Δύσης και Ιράν, όπως και μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. Τον περασμένο Απρίλιο, επισκέφθηκε το εμιράτο ο γιος του Αμερικανού προέδρου Έρικ Τραμπ, για να δρομολογηθεί ένα μεγάλο τουριστικό πρόγραμμα προϋπολογισμού 3 δισ δολαρίων, που περιλαμβάνει γήπεδο γκολφ και πολυτελή διαμερίσματα. Τον επόμενο μήνα έφτασε στην Ντόχα ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος, όπου υπέγραψε διμερείς συμφωνίες ύψους 1,2 τρισ (τρισ!) δολαρίων. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν στάθηκε αρκετό.
Νωρίς το απόγευμα της Τρίτης επρόκειτο να πραγματοποιηθεί σε οικιστική περιοχή της Ντόχα σύσκεψη ηγετικών στελεχών της Χαμάς με αντικείμενο την τελευταία πρόταση της κυβέρνησης Τραμπ για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Μεταξύ εκείνων που θα έπαιρναν μέρος ήταν ο επικεφαλής των διαπραγματευτών Χαλίλ Αλ Χάγια και ο υπεύθυνος οικονομικών Ζάχερ Τζαμπαρίν. Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου θεώρησε ότι ήταν μια χρυσή ευκαιρία να χτυπήσει με έναν σμπάρο κάμποσα τρυγόνια. Με εντολή του Ισραηλινού πρωθυπουργού, 15 μαχητικά αεροσκάφη απογειώθηκαν και εκτόξευσαν δέκα βόμβες εναντίον των στόχων τους. Σκότωσαν έξι ανθρώπους- έναν γιο του Αλ Χάγια, μεσαία στελέχη και προσωπικό ασφαλείας- αλλά κανένα μέλος από την ηγεσία της οργάνωσης.
Σε πρώτη ματιά, δεν ήταν κάτι που θα δικαιολογούσε έκπληξη. Η δολοφονία του ηγέτη της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια στην Τεχεράνη, την 31η Ιουλίου 2024, έδειξε ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου ήταν αποφασισμένη να εξαλείψει όχι μόνο την ηγεσία της οργάνωσης στη Γάζα, όπως τους Γιαχία Σινουάρ, Μοχάμεντε Ντεϊφ και Αμπού Ομπέιντα, που ευθύνονταν άμεσα για τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου και σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης, αλλά και τα ανώτατα πολιτικά στελέχη της, στο εξωτερικό. Μόλις προ ημερών, ο αρχηγός του ισραηλινού στρατού Εγιάλ Ζαμίρ είχε εκδώσει θανατικές καταδίκες λέγοντας: «Τα περισσότερα ηγετικά στελέχη της Χαμάς βρίσκονται στο εξωτερικό και εκεί θα τα κυνηγήσουμε».
Γεγονός παραμένει ότι με την επίθεση της Τρίτης ο Νετανιάχου πέρασε πολλές κόκκινες γραμμές. Βάζοντας στο στόχαστρο τους ανθρώπους με τους οποίους υποτίθεται ότι διαπραγματευόταν την αμερικανική πρόταση για εκεχειρία και μάλιστα στο έδαφος της χώρας που φιλοξενούσε τις έμμεσες διαπραγματεύσεις, το Ισραήλ τορπίλισε κάθε ελπίδα για ειρήνευση στο ορατό μέλλον. Το πράγμα καταντά ακόμη περισσότερο προκλητικό αν αναλογιστεί κανείς ότι, όπως ο ίδιος ο Νετανιάχου πρόσφατα ομολόγησε, επί σειρά ετών άφηνε το Κατάρ να στέλνει βαλίτσες με πετροδολάρια στη Γάζα για να στηρίζει οικονομικά τη Χαμάς, συντηρώντας τη διάσπαση των Παλαιστινίων μεταξύ Γάζας και Δυτικής Όχθης. Ή ακόμη ότι μόλις την περασμένη άνοιξη δυνάμεις του Ισραήλ και του Κατάρ συμμετείχαν στην πολυεθνική, αεροπορική άσκηση «Ηνίοχος» στην Ελλάδα.
Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς ποιος θα συγκρατήσει τον αχαλίνωτο Νετανιάχου αν αύριο αποφασίσει να εκτελέσει άλλα εξόριστα στελέχη της Χαμάς στην Τουρκία ή οπουδήποτε αλλού. Η πολεμική παραζάλη της κυβέρνησής του έφτασε σε σημείο παροξυσμού αυτή την εβδομάδα, καθώς μέσα σε 72 μόλις ώρες το Ισραήλ επιτέθηκε εναντίον στόχων σε έξι διαφορετικές χώρες: προφανώς στην Πόλη της Γάζας, που εξακολουθεί τον ανηφορικό της δρόμο στην Οδό του Μαρτυρίου περιμένοντας την εισβολή χερσαίων δυνάμεων, στην Τυνησία, με δύο επιθέσεις εναντίον του στολίσκου διεθνούς αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους, στην Υεμένη, όπου σκότωσε τον πρωθυπουργό των Χούθι Άχμεντ αλ Ραχάουι, στον Λίβανο, παραβιάζοντας συστηματικά την εκεχειρία του περασμένου Νοεμβρίου, στη Συρία και στο Κατάρ.
Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να συμβούν χωρίς τη ρητή ή άρρητη συνενοχή των ΗΠΑ. Μπορεί ο Τραμπ να δήλωσε, για τα μάτια του κόσμου, ότι «δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος» με την επίθεση στο Κατάρ, αλλά δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει ή να συνετίσει το Ισραήλ, επομένως στην πράξη του άναψε αν όχι το πράσινο, τουλάχιστο το πορτοκαλί φως για ακόμη χειρότερα εγχειρήματα, πρώτα απ’ όλα στην Παλαιστίνη. Πρόσφατα η ισραηλινή κυβέρνηση ενέκρινε για την κατασκευή του νέου, μεγάλου εποικισμού Ε1, που θα κόβει τη Δυτική Όχθη στα δύο, στο ύψος της Ιερουσαλήμ και θα αποτελεί, σύμφωνα με τον ακροδεξιό υπουργό Μπεζαλέλ Σμότριτς, «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του παλαιστινιακού κράτους». Η εξέλιξη αυτή συνάντησε την ένοχη σιωπή της Ουάσιγκτον.
Στις 31 Αυγούστου, η Washington Post έφερε στη δημοσιότητα τις μακέτες για τη μετατροπή της Γάζας σε «Ριβιέρα της Μεσογείου», όπως είχε εξαγγείλει ο Τραμπ, συνοδευόμενο από κείμενο 38 σελίδων που κυκλοφορεί στον Λευκό Οίκο και προβλέπει την «προσωρινή μετεγκατάσταση» του παλαιστινιακού πληθυσμού- ένα εγχειρίδιο εθνοκάθαρσης και άλλων εγκλημάτων πολέμου. Τρεις μέρες νωρίτερα, η «τελική λύση» για τη Γάζα ήταν αντικείμενο σύσκεψης στον Λευκό Οίκο όπου συμμετείχαν ο Τραμπ, ο γαμπρός του Τζάρεντ Κούσνερ, που διεκδικεί την πατρότητα της ιδέας περί «Ριεβιέρας» και ο Τόνι Μπλερ, το ίδρυμα του οποίου βρέθηκε αναμεμειγμένο, μέσω δύο στελεχών του, στην εκπόνηση του εν λόγω σχεδίου. Σε αυτό το ζοφερό φόντο, το ερώτημα που διατύπωνε στο κύριο άρθρο της η γαλλική Le Monde την περασμένη Τετάρτη «ποιος θα τολμήσει να επιβάλει τις αναγκαίες συνέπειες σε ένα Ισραήλ που υιοθετεί συμπεριφορά κράτους- χούλιγκαν» ακούγεται εύλογο, αλλά και δύσκολο να απαντηθεί.
Καθημερινή, 14 Σεπτεμβρίου 2025