Το νέο Φινλανδικό δόγμα: Ηλιθιότητα, ψέμματα, αχαριστία

42

Σε ένα βαρυσήμαντο άρθρο που αξίζει να διαβαστεί, ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ξεφεύγοντας από το συνηθισμένο λακωνικό και προκλητικό ύφος γραφής του, εξετάζει την Ιστορία της Φινλανδίας του τελευταίου αιώνα.

Υπενθυμίζοντας την ταύτιση απόψεων και πρακτικών των Φιλανδών ναζί με τους Γερμανούς ομολόγους τους στη διάρκεια του Β’ Π.Π. και την αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, επισημαίνει ότι οι πρόσφατες συνεχείς παραβιάσεις από τη Φινλανδία των συνθηκών που είχε συνάψει τόσο με τη Σοβιετική Ένωση όσο και με τη Ρωσία, απαλλάσσουν την τελευταία από την υποχρέωση τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές τις συνθήκες και στερούν τη Φινλανδία από την ίδια τη νομική βάση της ύπαρξής της.

Πήραμε την πρωτοβουλία να προσθέσουμε υπότιτλους στο κείμενο για να διευκολύνουμε την ανάγνωσή του

Α.Π.

Την περασμένη εβδομάδα πραγματοποίησα ένα ερευνητικό ταξίδι στα ρωσο-φινλανδικά σύνορα στην επαρχία του Λένινγκραντ για να μιλήσω με τοπικούς αξιωματούχους και τους συνοριοφύλακες μας. Η διασυνοριακή κυκλοφορία έχει παγώσει, ενώ πρόσφατα τα σημεία ελέγχου έσφυζαν από δραστηριότητα. Με πρωτοβουλία του Ελσίνκι, οι κανονικές και αμοιβαία επωφελείς σχέσεις που χρειάστηκαν δεκαετίες για να χτιστούν έχουν καταστραφεί. Οι απλοί άνθρωποι της Φινλανδίας είναι αυτοί που έχουν πληγεί περισσότερο. Απολάμβαναν μεγάλα οφέλη από τις ακμάζουσες διμερείς εμπορικές και οικονομικές σχέσεις και, φυσικά, σήμερα πολλοί δεν διστάζουν να εκφράσουν την οργή τους για τις ηλίθιες πολιτικές που ακολουθούν οι φινλανδικές αρχές εις βάρος των συμφερόντων τους.

Θα ήθελα να πω λίγα λόγια για τις βαθύτερες αιτίες αυτής της κατάστασης. Δυστυχώς, δεν είναι τυχαία. Οι ανεμοστρόβιλοι των ταραγμένων γεωπολιτικών διεργασιών απλώς απογυμνώνουν παλιά προβλήματα, αποκαλύπτοντας την πραγματική τους ουσία. Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της Φινλανδίας.

Η Φινλανδία στη διάρκεια του Β’ Π.Π.

Κάθε ταξίδι στις βορειοδυτικές περιοχές μας στις αρχές της φθινοπωρινής περιόδου χρησιμεύει πάντα ως μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε την πιο τραγική ημερομηνία στην ιστορία της μεγάλης ρωσικής πόλης στον ποταμό Νέβα – τον ναζιστικό αποκλεισμό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε στις 8 Σεπτεμβρίου 1941. Ωστόσο, φαίνεται ότι σήμερα είμαστε οι μόνοι των οποίων οι αναμνήσεις από εκείνες τις σκοτεινές μέρες είναι ακόμα νωπές. Οι άμεσοι ένοχοι αυτών των γεγονότων προσπαθούσαν με κόπο να σβήσουν τα ίχνη των φρικαλεοτήτων τους από την ιστορική μνήμη. Ή τουλάχιστον να διασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρχουν «ανεπιθύμητες» παραλληλίες με τις τρέχουσες πολιτικές τους. Αναφέρομαι όχι μόνο στη Γερμανία, η οποία ακόμη και σε επίσημο επίπεδο αρνείται βλάσφημα να αναγνωρίσει τον αποκλεισμό του Λένινγκραντ ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι χωρίς τη συμμετοχή των φινλανδικών ενόπλων δυνάμεων, ο αποκλεισμός του Λένινγκραντ, που στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί. Διακατεχόμενη από τη δίψα για εκδίκηση και αποφασισμένη να αντιστρέψει το αποτέλεσμα της σοβιετο-φινλανδικής αντιπαράθεσης του 1939-1940, η ηγεσία της Φινλανδίας βυθίστηκε απερίσκεπτα στο καμίνι του πολέμου στο πλευρό της ναζιστικής Γερμανίας το καλοκαίρι του 1941. Υπερεθνικιστικές προπαγανδιστικές αφηγήσεις κυριαρχούσαν στη φινλανδική κοινωνία εκείνη την εποχή και, με την έγκριση των Ναζί προστάτων τους, οι δυνάμεις στο Ελσίνκι εξέτασαν την ιδέα του Φινλανδικού Ζωτικού Χώρου – «ζωτικού χώρου για τη Φινλανδία» με απόλυτη σοβαρότητα. Οι στρατιωτικοπολιτικές αρχές της χώρας σκόπευαν όχι μόνο να επανακτήσουν τα εδάφη που είχαν μεταβιβαστεί στην ΕΣΣΔ βάσει της Συνθήκης Ειρήνης της Μόσχας της 12ης Μαρτίου 1940, αλλά και να φτάσουν σε αυτό που περιέγραφαν ως «φυσικά σύνορα της Μεγάλης Φινλανδίας», που εκτείνονταν από τον Κόλπο της Φινλανδίας μέχρι τη Θάλασσα του Μπάρεντς, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Καρελίας, του Λένινγκραντ και των περιχώρων του, και της χερσονήσου Κόλα. Καθώς και να απαλλάξουν αυτές τις χώρες από την παρουσία τόσο μισητών Ρώσων. Στις πιο τολμηρές φαντασιώσεις τους, κάποιοι ήλπιζαν να προχωρήσουν πέρα ​​από τα Ουράλια προς τον ποταμό Ομπ. Αυτή η εδαφική απληστία (σε ποσοστιαία βάση σε σχέση με την πραγματική έκταση της χώρας) ήταν η ισχυρότερη στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. Αυτές οι φιλοδοξίες ξεπερνούσαν ακόμη και τις αξιώσεις προς τα γειτονικά κράτη που έκαναν «σύμμαχα μέλη» του ναζιστικού μπλοκ – Ιταλία, Ρουμανία και Ουγγαρία.

Τα επιθετικά σχέδια του Ελσίνκι ευθυγραμμίζονταν στενά με τους στόχους της ναζιστικής Γερμανίας, η οποία υποστήριζε ενεργά την φινλανδική εδαφική επέκταση. Ένα τηλεγράφημα της 25ης Ιουνίου 1941 από τον Φινλανδό απεσταλμένο στο Βερολίνο, Toivo Kivimäki, αφηγούνταν με πολύ σαφή τρόπο το περιεχόμενο της συνομιλίας του με τον Hermann Göring, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η Φινλανδία θα κέρδιζε «από τη Ρωσία εδαφικά και με πλεόνασμα, ό,τι ήθελε». Τα γενικά επιτελεία του φινλανδικού στρατού και της Βέρμαχτ συντόνισαν σχέδια για κοινή εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, με τις αλληλεπιδράσεις στρατευμάτων κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Λένινγκραντ να αναπτύσσονται σύμφωνα με την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα. Ο κοινός σκοπός – η καταπολέμηση του μπολσεβικισμού – παράλληλα με τη ρητορική που έδινε έμφαση στη στρατιωτική συμμαχία μεταξύ Φινλανδών και Γερμανών, αντικατοπτριζόταν ρητά στη διαταγή του Φινλανδού Αρχιστράτηγου Καρλ Μάννερχαϊμ με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1941. Η διαθεσιμότητα των πόρων επιστράτευσης της Φινλανδίας για μια επίθεση στη βορειοδυτική ΕΣΣΔ επέτρεψε στη ναζιστική διοίκηση να απελευθερώσει μεραρχίες για άλλες στρατηγικές περιοχές. Με άλλα λόγια, η ευθύνη για τις τραγικές συνέπειες αυτής της συμμαχίας – τις διαλυμένες ζωές και τις μοίρες εκατομμυρίων αθώων Σοβιετικών ανδρών, γυναικών και παιδιών, που δεν είχαν χρόνο να εκκενωθούν από τη Δύση της χώρας σε περιοχές της ενδοχώρας μακριά από τα πεδία των μαχών (ιδίως κατά τις πρώτες εβδομάδες της ταχείας προέλασης της Βέρμαχτ) – βαρύνει ξεκάθαρα τις φινλανδικές αρχές εκείνης της περιόδου, οι οποίες διευκόλυναν αυτή την αιματηρή συνεργασία με το Τρίτο Ράιχ.

Οι φινλανδικές δυνάμεις επέδειξαν αξιοσημείωτη αγριότητα. Οι αρχικές αεροπορικές επιδρομές της Luftwaffe στο Λένινγκραντ το καλοκαίρι του 1941, οι οποίες απωθήθηκαν από τις σοβιετικές αεράμυνες, πραγματοποιήθηκαν από φινλανδικά αεροδρόμια, καθώς τα γερμανικά αεροσκάφη στην Ανατολική Πρωσία ήταν πολύ μακριά, ανίκανα να φτάσουν στην πόλη χωρίς να προσγειωθούν για ανεφοδιασμό. Τα φινλανδικά στρατεύματα πλησίασαν τον ποταμό Σβιρ μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου 1941, καταλαμβάνοντας και καταστρέφοντας το Υδροηλεκτρικό Εργοστάσιο του Άνω Σβιρ (τότε ήταν ακόμη υπό κατασκευή), που είχε σκοπό να βελτιώσει την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στο Λένινγκραντ. Έκοψαν επίσης τον Σιδηρόδρομο Κίροφ, μια σημαντική αρτηρία κυκλοφορίας κρίσιμη για την παροχή βασικών προμηθειών στην πόλη. Οι δυνάμεις κατοχής επιθυμούσαν διακαώς να διαταράξουν τη λειτουργία του θρυλικού Δρόμου της Ζωής, μιας αυτοσχέδιας διαδρομής για φορτηγά που διέσχιζε τον χειμώνα την παγωμένη λίμνη Λάντογκα. Ομάδες σαμποτέρ στέλνονταν επανειλημμένα με στόχο να κόψουν αυτή την κρίσιμη γραμμή ζωής.

Στη λίμνη Ονέγκα, οι φινλανδικές δυνάμεις επιχειρούσαν με έναν στολίσκο από κανονιοφόρους, θωρακισμένα σκάφη και ταχύπλοες φορτηγίδες, με κύρια βάση τους το κατεχόμενο Πετροζαβόντσκ (που μετονομάστηκε σε Αανισλίνα από τους Γερμανούς). Λίγοι θυμούνται ότι μέχρι το 1944 η πρόσβαση της Φινλανδίας στη Θάλασσα του Μπάρεντς στην κοινότητα Πετσένγκα (Πέτσαμο) τους επέτρεπε να παρέχουν μια στρατηγικά σημαντική ναυτική βάση στο Λιιναχαμάρι στο Ναυτικό της Ναζιστικής Γερμανίας, την Kriegsmarine. Από εδώ, διευκόλυναν την εξαγωγή νικελίου από κοντινά κοιτάσματα και πραγματοποιούσαν επιθέσεις εναντίον αρκτικών νηοπομπών που παρέδιδαν προμήθειες στην ΕΣΣΔ στο πλαίσιο του προγράμματος Lend-Lease. Γνωρίζουν οι Βρετανοί, οι οποίοι καταθέτουν λουλούδια σε μνημεία για τους συμμετέχοντες στις αρκτικές νηοπομπές στη Σκωτία, ή οι Αμερικανοί σε παρόμοιες τοποθεσίες στο Μέιν, ότι οι ηρωικές προσπάθειες των συμπατριωτών τους τέθηκαν σε κίνδυνο, εν μέρει, λόγω υπαιτιότητας των σημερινών Φινλανδών συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ; Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό.

Η συμμετοχή των φινλανδικών δυνάμεων στους βομβαρδισμούς πυροβολικού του Λένινγκραντ είναι ευρέως γνωστή. Ενώ ορισμένοι ισχυρισμοί υπαινίσσονται μια «ευγενή απαγόρευση» από τον Mannerheim για επιθέσεις εναντίον του Λένινγκραντ – της πόλης όπου πέρασε τα νεανικά του χρόνια – αξιόπιστα ιστορικά στοιχεία το διαψεύδουν αυτό. Τέτοιοι βομβαρδισμοί, συμπεριλαμβανομένων αδιάκριτων βομβαρδισμών κατά αμάχων, όντως συνέβησαν στην πραγματικότητα. Η Κροστάνδη ήταν ένας από τους στόχους. Η περιορισμένη έκτασή τους οφειλόταν στον μικρό αριθμό φινλανδικών πυροβόλων και στην κακή εκπαίδευση μάχης των πυροβολητών, αλλά σε καμία περίπτωση στον συναισθηματισμό ή το έλεος των διοικητών τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές του 1944, καθώς ο αποκλεισμός επρόκειτο να σπάσει, η Φινλανδική Πολεμική Αεροπορία διεξήγαγε πολύ επιθετικές επιθέσεις σε σοβιετικά αεροδρόμια κοντά στα βόρεια προάστια του Λένινγκραντ, όπως το Κασίμοβο και το Λεβάσοβο. Αρκετές δεκάδες βομβαρδιστικά στάλθηκαν τον Απρίλιο του ίδιου έτους, αλλά η σοβιετική αεράμυνα ματαίωσε τις προσπάθειές τους, αναγκάζοντάς τα να υποχωρήσουν στο αεροδρόμιο Γιόενσουου, χωρίς να πετύχουν τίποτα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1944, τα φινλανδικά στρατεύματα διατήρησαν στρατιωτική πίεση στο Λένινγκραντ από τον βορρά, ακόμη και μετά την υποχώρηση των Γερμανών τον Ιανουάριο νότια και νοτιοδυτικά μακριά από την πόλη.

Η Φινλανδία διέπραξε πράξεις γενοκτονίας και εγκλημάτων πολέμου κατά του άμαχου πληθυσμού της ΕΣΣΔ, όχι μόνο στο Λένινγκραντ. Τα φινλανδικά τάγματα θανάτου θέρισαν την κύρια αιματηρή σοδειά τους στην Καρελία. Σήμερα, οι απόγονοι των Φινλανδών μπράβων των Ναζί μιλούν γι’ αυτό με φειδώ, απροθυμία και με ενόχληση.

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Καρελίας την 1η Αυγούστου 2024, η οποία αναγνώρισε τις εγκληματικές ενέργειες των αρχών κατοχής και των φινλανδικών στρατευμάτων στη δημοκρατία κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου εναντίον 86.000 σοβιετικών πολιτών, χαρακτηρίστηκε αγενώς «αβάσιμη» από τον φινλανδό πρωθυπουργό. Όλα αυτά, υποστήριξε, είναι ένα ρωσικό «παιχνίδι προπαγάνδας» (ένα συνηθισμένο επιχείρημα που χρησιμοποιείται συχνά σε προσπάθειες άρνησης της δυσάρεστης αλήθειας).

Εν συντομία, Τέτοιες δηλώσεις είναι μια ακόμη κραυγαλέα προσπάθεια να ξαναγραφτεί η ιστορία. Παρεμπιπτόντως, να δικαιολογηθούν οι εδαφικές διεκδικήσεις του καθεστώτος Mannerheim, το οποίο εκτεινόταν πολύ ανατολικά των σοβιετικο-φινλανδικών συνόρων του 1939. Και να σβηστούν οι μνήμες από την εξαιρετική σκληρότητα της φινλανδικής διοίκησης κατοχής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα σκληρά γεγονότα το μαρτυρούν: οι εισβολείς, οι οποίοι σχημάτισαν τη Στρατιωτική Διοίκηση της Ανατολικής Καρελίας με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Βάινο Κοτιλάινεν (με επικεφαλής από το 1943 τον Όλι Παλόχεϊμο), ακολούθησαν μια απροκάλυπτα ρατσιστική πολιτική. Έκαναν ό,τι μπορούσαν στην προσπάθεια να εντάξουν την Καρελία στη Φινλανδία χωρίς το «σλαβικό στοιχείο». Διαχώρισαν τους λαούς σε «σωστούς» – Φιννοούγγρους – και «λανθασμένους» – κυρίως, δηλαδή εθνοτικά Ρώσους. Οι πρώτοι υποτίθεται ότι θα έμεναν πολίτες μίας μελλοντικής Μεγάλης Φινλανδίας και θα «Φινλανδοποιούνταν» βίαια – πράγμα που συνεπαγόταν τη διαγραφή της ιστορικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας και την εξάλειψη οποιωνδήποτε δεσμών με τον κοινό ρωσικό πολιτισμικό χώρο. Η άλλη ομάδα – ο «μη ιθαγενής πληθυσμός» – επρόκειτο να επανεγκατασταθεί βίαια σε άλλες περιοχές. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της πολιτικής εθνοκτονίας που ακολουθούσαν οι Φινλανδοί επιτιθέμενοι, οι Ρώσοι έπρεπε να φορούν κόκκινο περιβραχιόνιο, παρόμοιο με το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ που εισήγαγαν οι Ναζί ως σήμα αναγνώρισης για τους Ευρωπαίους Εβραίους. Η ζωή των «μη ιθαγενών» υπό τον φινλανδικό ζυγό διέφερε ελάχιστα από τις συνθήκες του πληθυσμού στα κατεχόμενα από τους Γερμανούς εδάφη της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και των Λευκορωσικών, Ουκρανικών και Μολδαβικών Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Στερήθηκαν σε σημαντικό βαθμό τα δικαιώματά τους: λάμβαναν περιορισμένες μερίδες τροφίμων και παρέμειναν ευάλωτοι σε ληστείες από τον φινλανδικό στρατό και σε εξωδικαστικές διώξεις.

Επιπλέον, από το φθινόπωρο του 1941 έως το καλοκαίρι του 1944, στο έδαφος της τότε Καρελο-Φινλανδικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (στην οποία 21 από τις 26 περιοχές ήταν πλήρως κατειλημμένες και μία ακόμη μερικώς κατειλημμένη· όπως και 8 από τις 11 πόλεις) αναπτύχθηκε ένα ολόκληρο δίκτυο στρατοπέδων συγκέντρωσης και εργασίας με εντολή του Μάννερχαϊμ. Υπάρχουν ευρήματα της Έκτακτης Κρατικής Επιτροπής για την Διαπίστωση και Διερεύνηση των Φρικαλεοτήτων των Ναζί Εισβολέων και των Συνεργών τους, τα οποία χρησιμοποίησε το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Καρελίας στην ετυμηγορία του της 1ης Αυγούστου 2024. Σύμφωνα με αυτά τα έγγραφα, οι άθλιες συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης, η εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών, το κρύο, η έλλειψη τροφίμων και η αναγκαστική χρήση εργασίας σκλάβων γυναικών, ηλικιωμένων και παιδιών οδήγησαν στον θάνατο 8.000 πολιτών και περισσότερων από 18.000 αιχμαλώτων πολέμου. Σε αντίθεση με τους Ναζί, οι Φινλανδοί δεν χρειάζονταν καν θαλάμους αερίων ή μαζικές εκτελέσεις.

Σήμερα, πολλοί Φινλανδοί ιστορικοί κάνουν αδέξιες ταχυδακτυλουργίες με τα γεγονότα, υπαινισσόμενοι αμήχανα ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν, υποτίθεται, όχι για την εξόντωση του σοβιετικού πληθυσμού, αλλά για την «κράτηση ατόμων που επανεγκαταστάθηκαν για στρατιωτικούς λόγους ή ήταν ύποπτα για πολιτική αναξιοπιστία». Μια προσπάθεια μετατόπισης της έμφασης από τη γενοκτονία του σλαβικού πληθυσμού από τις φινλανδικές αρχές κατά τη διάρκεια του πολέμου σε κάτι «ουδέτερο» απλώς εκθέτει την εξτρεμιστική και εθνικιστική ουσία της πολιτικής τους – ένα ακριβές αντίγραφο της ναζιστικής. Αλλά τα γεγονότα είναι πεισματάρικα πράγματα. Ο αριθμός των κρατουμένων σε τέτοια στρατόπεδα συγκέντρωσης έφτασε το 20% του συνολικού πληθυσμού υπό το καθεστώς κατοχής – αυτοί είναι εξαιρετικά μεγάλοι αριθμοί ακόμη και για τα μέτρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι υστερική κατακραυγή θα είχε ξεκινήσει στην Ευρώπη, αν κάποιος είχε σκεφτεί την ιδέα να δικαιολογήσει τη δημιουργία, για παράδειγμα, του διαβόητου στρατοπέδου συγκέντρωσης Νταχάου, το οποίο αρχικά δημιουργήθηκε ειδικά για τους αντιπάλους του ναζιστικού καθεστώτος. Εν τω μεταξύ, οι Φινλανδοί που επιδίδονται σε ρωσοφοβική και, στην πραγματικότητα, κανιβαλιστική ρητορική, πάντοτε βγαίνουν λάδι.

Ακόμη και πριν από το τέλος της στρατηγικής επιθετικής επιχείρησης Βίμποργκ-Πετροζαβόντσκ (10 Ιουνίου – 9 Αυγούστου 1944), ο Αναπληρωτής Αρχηγός της Κύριας Πολιτικής Διεύθυνσης του Κόκκινου Στρατού, Αντιστράτηγος Ιωσήφ Σίκιν, στάλθηκε στο Καρελιανό Μέτωπο για να συλλέξει στοιχεία για τα εγκλήματα που διέπραξαν τα φινλανδικά στρατεύματα. Σε μια έκθεση που απευθύνθηκε στο υποψήφιο μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων), Αρχηγό της Κύριας Πολιτικής Διεύθυνσης του Κόκκινου Στρατού, Συνταγματάρχη Αλεξάντερ Στσέρμπακοφ, με ημερομηνία 28 Ιουλίου 1944, ανέφερε ότι τα συλλεγμένα στοιχεία «μαρτυρούν για τα άγρια, βάρβαρα βασανιστήρια και τα βάσανα στα οποία οι Φινλανδοί σαδιστές υπέβαλαν τα θύματά τους πριν τα σκοτώσουν». Τα στοιχεία που βρέθηκαν έκαναν ακόμη και έμπειρους στρατιώτες της πρώτης γραμμής να ανατριχιάσουν. Σε αρκετές φωτογραφίες που συλλέχθηκαν σε διάφορες περιοχές μάχης και επιβεβαιώθηκαν από μαρτυρίες αιχμαλώτων Φινλανδών, αξιωματικοί του Φινλανδικού στρατού πόζαραν με χαρά με τα κρανία βασανισμένων και δολοφονημένων στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού στα χέρια τους. Η πρακτική της κατασκευής τέτοιων τερατωδών αντικειμένων δεν ήταν ασυνήθιστη στον στρατό της Φινλανδίας – κάποιοι τα κρατούσαν ακόμη και στα γραφεία τους ή τα έστελναν ως δώρα σε συγγενείς.

Οι απώλειες που προκλήθηκαν στην οικονομία της Καρελίας ήταν τεράστιες. Περισσότερα από 80 χωριά ισοπεδώθηκαν και περίπου τετρακόσια άλλα υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Μια έκθεση που περιγράφει τις φρικαλεότητες των Φινλανδών φασιστών εισβολέων, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Pravda στις 18 Αυγούστου 1944, αναφέρει: μόνο στο Πετροζαβόντσκ, το πανεπιστήμιο, η δημόσια βιβλιοθήκη, η φιλαρμονική εταιρεία, το κέντρο εξωσχολικών δραστηριοτήτων για παιδιά, πέντε σχολεία, εννέα κέντρα παιδικής μέριμνας και ένας κινηματογράφος λεηλατήθηκαν και στη συνέχεια κάηκαν. Όλες οι γέφυρες και πάνω από 485 οικιστικά κτίρια, συμπεριλαμβανομένου του σπιτιού που χρησιμοποιούσε κάποτε ο Ρώσος κλασικός ποιητής του 18ου αιώνα Γαβρίλα Ντερζάβιν, καταστράφηκαν. Στις κατεχόμενες περιοχές της Καρελο-Φινλανδικής ΣΣΔ, οι εισβολείς κατέστρεψαν όλες τις μηχανοποιημένες επιχειρήσεις και τις εγκαταστάσεις υλοτομίας και ποτάμιας μεταφοράς ξυλείας. Οι εισβολείς προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στις εγκαταστάσεις της Διώρυγας Λευκής Θάλασσας-Βαλτικής Θάλασσας. Γενικά, η Σοβιετική Καρελία ληστεύτηκε ανελέητα: 4 εκατομμύρια κυβικά μέτρα ξυλείας και προϊόντων ξυλείας, 1 εκατομμύριο τόμοι βιβλίων βιβλιοθήκης μεταφέρθηκαν στη Φινλανδία και κλάπηκαν ζώα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι ενέργειες των Φινλανδών διέφεραν ελάχιστα από την εφαρμογή των κανιβαλιστικών προγραμμάτων της ναζιστικής Γερμανίας στην Ανατολική Ευρώπη – το Generalplan Ost και το Σχέδιο Backe (γνωστό και ως «Το Σχέδιο Πείνας»).

Η μεταπολεμική αντιμετώπιση της Φινλανδίας από τη Σοβ. Ένωση

Γιατί λοιπόν οι Φινλανδοί εγκληματίες, σε αντίθεση με τους Ναζί, δεν τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε για τα εγκλήματά τους; Χάρη στην πολιτική βούληση της ΕΣΣΔ, οι στρατιωτικοπολιτικές αρχές της Φινλανδίας δεν κατέληξαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου στη Νυρεμβέργη και οι δίκες ορισμένων ανώτερων αξιωματούχων πραγματοποιήθηκαν στην ίδια τη Φινλανδία. Οι ποινές ήταν μάλλον χαλαρές. Σε αντίθεση με εκείνους που πέρασαν παρόμοιες δίκες στη Γερμανία και την Ιαπωνία, κανένας από τους κατηγορούμενους που άξιζαν τη θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, οι καταδικασθέντες έλαβαν ολική χάρη.

Μετά τον πόλεμο, η Φινλανδία προτίμησε να ακολουθήσει μια ισορροπημένη πολιτική βασισμένη στις αρχές της μη ένταξης σε στρατιωτικούς σχηματισμούς, γι’ αυτό και το ζήτημα των φινλανδικών εγκλημάτων δεν τέθηκε μεταξύ μας. Η ΕΣΣΔ πίστευε ειλικρινά στην ανάγκη για μια πολιτική καλής γειτονίας στο όνομα της μετατροπής της Βαλτικής Θάλασσας σε χώρο συνεργασίας. Αντιλαμβανόταν τα γεγονότα του 1941-1944 ως μια τραγωδία που δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή περιττών διαχωριστικών γραμμών. Οι αρχές στο Ελσίνκι υποστήριξαν αυτή την πορεία, γνωρίζοντας ότι στον χάρτη της Ευρώπης η χώρα τους υπάρχει εντός των συνόρων της σε μεγάλο βαθμό χάρη στην καλή θέληση του αντιχιτλερικού συνασπισμού, ο οποίος εξέδωσε ένα είδος πολιτικού πιστοποιητικού χάριτος στους Φινλανδούς.

Εδραιώθηκε αμοιβαία επωφελής οικονομική συνεργασία – η Φινλανδία λάμβανε πρώτες ύλες, επενδύσεις και πετροχημικά προϊόντα σε σταθερή βάση, και σε αντάλλαγμα προμήθευε την ΕΣΣΔ με εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας που δεν μπορούσε να αποκτηθεί απευθείας στη Δύση. Υπήρχε μια σειρά από κοινές επιχειρήσεις σε διάφορους τομείς – ναυπηγική, μεταλλουργία, ενέργεια.

Δυστυχώς, αυτές τις μέρες, λόγω των «προσπαθειών» των φιλοαμερικανικών αρχών-μαριονετών της Χώρας των Χιλίων Λιμνών, οι διμερείς σχέσεις έχουν καταρρεύσει με την ευθύνη για την παράλογη λογική των κυρώσεων να βαρύνει μόνον το Ελσίνκι. Ο όγκος συναλλαγών για το 2024 ήταν μόνο 1,26 δισεκατομμύρια ευρώ (σε αντίθεση με αυτό, το 2019, ο εμπορικός κύκλος εργασιών έφτασε τα 13,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ). Γιατί λοιπόν η Ρωσία να καλύψει τις σκοτεινές σελίδες του φινλανδικού παρελθόντος;

Η Φινλανδία, ως δορυφόρος του Χίτλερ που επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ, φέρει ακριβώς την ίδια ευθύνη για την έναρξη του πολέμου, όλες τις φρικαλεότητες και τα βάσανα του πληθυσμού μας, όπως και η ναζιστική Γερμανία.

Πολύ περισσότερο, δεδομένου ότι η ποινική ευθύνη για γενοκτονία και εγκλήματα πολέμου δεν συνεπάγεται την εφαρμογή της παραγραφής και ο χρόνος κατά τον οποίο διαπράχθηκαν τα εγκλήματα δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό τους ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το ψήφισμα 96 (I) της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ του 1946, η παγκόσμια κοινότητα αναγνώρισε τη γενοκτονία ως έγκλημα ακόμη και πριν από την υιοθέτηση της εξειδικευμένης Σύμβασης για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας από τον ΟΗΕ το 1948. Για παράδειγμα, η γενοκτονία των φυλών Χερέρο και Νάμα το 1904-1908 από τα αποικιακά στρατεύματα της Αυτοκρατορικής Γερμανίας υπό τον Στρατηγό Λόθαρ φον Τρόθα στη Ναμίμπια χαρακτηρίστηκε ως πράξη γενοκτονίας μόνο σε ειδική έκθεση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο πλαίσιο του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ το 1985 και αναγνωρίστηκε ως τέτοια από το Βερολίνο μόλις το 2004. Όπως επισημαίνει ο Τζέρεμι Σάρκιν στο θεμελιώδες έργο του με τίτλο «Γενοκτονία των Αποικιών και Αξιώσεις Αποζημιώσεων στον 21ο Αιώνα», οι αξιώσεις μπορούν να υποβληθούν σε εθνικό ή διεθνές δικαστήριο, το οποίο μπορεί να εφαρμόσει τις αρχές του διεθνούς δικαίου ή/και του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. Γενικά, το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος των θυμάτων. Η ίδια η περίπτωση εγκλημάτων αυτού του είδους είναι πολύ πιο σημαντική από το πόσος χρόνος έχει παρέλθει από τη στιγμή που διαπράχθηκαν. Το ίδιο ισχύει και για το Ελσίνκι.

Η νεοναζιστική πολιτική της σημερινής Φινλανδικής ηγεσίας

Παρεμπιπτόντως, η σβάστικα εξαφανίστηκε από τη σημαία της Φινλανδικής Πολεμικής Αεροπορίας ως κλάδο των ενόπλων δυνάμεων μόλις το 2020. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Φινλανδοί απρόθυμα καταδέχτηκαν να αφαιρέσουν το ναζιστικό έμβλημα από τις σημαίες των μονάδων τους στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης των σημαιών μόλις τον Αύγουστο του 2025, επικαλούμενοι «εξωτερικές πιέσεις». Οι ίδιοι οι ιδεολογικοί κληρονόμοι των Φινλανδών φασιστών εισβολέων μας δίνουν συνεχώς λόγους για να προβάλλουμε αξιώσεις εναντίον τους. Μετά την ένταξή της στο μπλοκ του ΝΑΤΟ, το οποίο αποκαλεί τη Ρωσία εχθρό της, η Φινλανδία σήμερα καταπατά άμεσα και αγενώς την ιστορική και νομική βάση της ύπαρξής της. Συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων της μεταπολεμικής Συνθήκης Ειρήνης του Παρισιού του 1947 μεταξύ Μόσχας και Ελσίνκι (η Ρωσία δεν έδωσε ποτέ την επίσημη, ρητή συγκατάθεσή της για τον μονομερή τερματισμό της δέσμευσης της Φινλανδίας στις αμυντικές της ρήτρες το 1990), καθώς και της διμερούς Συνθήκης για τις Βασικές Αρχές των Σχέσεων του 1992. Αυτό αφορά τη δέσμευση της Φινλανδίας να μην χρησιμοποιεί ένοπλες δυνάμεις εκτός της επικράτειάς της, η οποία έρχεται σαφώς σε αντίθεση με τις παγκόσμιες μιλιταριστικές τάσεις των μελών του ΝΑΤΟ. Η αλληλεπίδραση με το ΝΑΤΟ αυτή καθαυτή αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των καθιερωμένων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς ορισμένων τύπων όπλων. Αυτό περιλαμβάνει επίσης την απαγόρευση χρήσης του εδάφους της για ένοπλη επιθετικότητα κατά της Ρωσίας, την οποία οι Φινλανδοί σήμερα ετοιμάζονται να παραβιάσουν αυτοκτονικά. Την παραμονή του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, η Φινλανδία παραχώρησε πρόθυμα τη γη της στο Τρίτο Ράιχ για την ανάπτυξη της υποδομής της Βέρμαχτ για επίθεση στην ΕΣΣΔ. Σήμερα την ανοίγει δουλικά στα μέλη του ΝΑΤΟ για στρατιωτική ανάπτυξη, ενώ ταυτόχρονα μας δείχνει ως την «κύρια απειλή για την ασφάλειά της». Συγκεκριμένα, βάσει της συμφωνίας για συνεργασία στον τομέα της άμυνας με τις Ηνωμένες Πολιτείες (η οποία εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο της Φινλανδίας το καλοκαίρι του 2024), η Φινλανδία πρέπει να ανοίξει 15 από τις στρατιωτικές της εγκαταστάσεις για πιθανή χρήση από στρατιωτικό προσωπικό των ΗΠΑ. Εκτός από το στοιχείο του ΝΑΤΟ, έχει δημιουργηθεί μια σοβαρή βάση για τη μόνιμη παρουσία των στρατιωτικών αποσπασμάτων και βάσεων της Ουάσιγκτον.

Τέτοιου είδους αναθεωρητισμός πρέπει να κατασταλεί αυστηρά. Από νομικής άποψης, η ρήξη της συναλλαγματικής σύνδεσης που είναι εγγενής στις συνθήκες – η αμοιβαία προϋπόθεση εκτέλεσης και από τα δύο μέρη – υπογραμμίζει το ζήτημα της εγκυρότητας των ίδιων των συνθηκών δυνάμει της αρχής do, ut des (δίνω, για να δώσεις).

Σύμφωνα με το Άρθρο 44 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών της 23ης Μαΐου 1969, το δικαίωμα ενός μέρους να καταγγείλει, να αποσυρθεί ή να αναστείλει μια συνθήκη μπορεί να ασκηθεί μόνο σε σχέση με ολόκληρη τη συνθήκη, εκτός εάν η συνθήκη ορίζει διαφορετικά. Μεταφρασμένος σε μια φιλική προς το Ελσίνκι γλώσσα, αυτός ο κανόνας ορίζει ότι μια διεθνής συμφωνία δεν είναι ένα πολιτικό μενού a la carte, όπου τα στοιχεία επιλέγονται ξεχωριστά, αλλά μάλλον ένα συνδυαστικό γεύμα.

Με άλλα λόγια, εάν παραβιαστεί η στρατιωτικοπολιτική συνιστώσα της συνθήκης – αυτό σημαίνει ότι απαλλασσόμαστε από την αντισταθμιστική υποχρέωση να αφήσουμε τα περασμένα να είναι περασμένα, να κλείσουμε «ιστορικά ζητήματα» και να αποφύγουμε να ρίξουμε φως στο ζήτημα της ηθικής ευθύνης της σημερινής φινλανδικής κυβέρνησης για τις πράξεις των προγόνων της. Τα 300 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε αποζημιώσεις που συμπεριλήφθηκαν στη Συνθήκη του 1947 (στην πραγματικότητα, πολύ λιγότερα – 226,5 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ – καταβλήθηκαν) ήταν η χειρονομία καλής θέλησης μας, που δεν εκτιμήθηκε από τις σημερινές γενιές. Αυτά τα κεφάλαια σαφώς δεν καλύπτουν όλες τις ζημιές που μας προκάλεσε η Φινλανδία – το Ανώτατο Δικαστήριο της Καρελίας τις εκτίμησε σε 20 τρισεκατομμύρια ρούβλια. Έχουμε κάθε λόγο να το πράξουμε αυτό ipso jure.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αντιρωσικής πολεμοχαρούς υστερίας σε συνδυασμό με την επιθετική δράση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Φινλανδία. Η Φινλανδία, της οποίας η ιστορία φέρει την κηλίδα της γενοκτονίας του σλαβικού πληθυσμού και του εύφορου εδάφους για εθνικιστικά αισθήματα, διαμορφώθηκε σε έναν επιθετικό «ανταγωνιστή της Ρωσίας» ακόμη πιο γρήγορα από την Ουκρανία: αντί για τα σχέδια για τη φινλανδοποίηση της Ουκρανίας, που συζητήθηκαν σε κάποιο στάδιο, η ουκρανοποίηση της Φινλανδίας συνέβη σχεδόν σε χρόνο μηδέν.

Μετά την ένταξή του στο ΝΑΤΟ, το Ελσίνκι, με το πρόσχημα των «αμυντικών» μέτρων, ακολουθεί μια αντιπαραθετική πορεία προετοιμασίας για πόλεμο με τη Ρωσία, προφανώς δημιουργώντας ένα εφαλτήριο για μια επίθεση εναντίον μας. Η Συμμαχία εμπλέκεται πλήρως σε αυτά τα σχέδια και τώρα εδραιώνει εντατικά την παρουσία της και στα πέντε επιχειρησιακά περιβάλλοντα της Φινλανδίας – στεριά, θάλασσα, αέρα, διάστημα και κυβερνοχώρο.

Η στρατιωτική δραστηριότητα βρίσκεται σε άνθηση. Σε άμεση γειτνίαση με τα σύνορα με τη Ρωσία, βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαδικασίες δημιουργίας μιας δομής αρχηγείου των προηγμένων χερσαίων δυνάμεων της συμμαχίας του ΝΑΤΟ στη Λαπωνία (σε περίπτωση «αλλαγής στην επιχειρησιακή κατάσταση», ο αριθμός των στρατευμάτων μπορεί να αυξηθεί σε μια πλήρη ταξιαρχία – έως 5.000 άνδρες) και η ανάπτυξη του αρχηγείου της Διοίκησης Βόρειας Ξηράς του ΝΑΤΟ (MCLCC) στην πόλη Μικκέλι βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι περιττό να εξηγηθεί εναντίον τίνος θα στραφούν οι δραστηριότητές της. Νέες φρουρές εμφανίζονται, για παράδειγμα, στην κοινότητα Ιβάλο, που βρίσκεται 40 χλμ. από το ρωσικό έδαφος.

Το Ελσίνκι αποσύρεται από τη Σύμβαση της Οτάβα για την απαγόρευση των ναρκών κατά προσωπικού, παραιτούμενο από τις υποχρεώσεις του να ακολουθεί τις αρχές του ανθρωπιστικού αφοπλισμού και υπονομεύοντας σκόπιμα την περιφερειακή ασφάλεια.

Διεξάγεται ένας πέρα από κάθε όριο αριθμός ασκήσεων, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης άσκησης πυροβολικού του ΝΑΤΟ, Lightning Strike 24, στο πεδίο εκπαίδευσης Rovajärvi τον Νοέμβριο του 2024, καθώς και ασκήσεις εδάφους, Northern Strike 125 και Northern Star 25, στη Λαπωνία, ασκήσεις της αεροπορικής δύναμης, Atlantic Trident 25, και ασκήσεις ειδικών δυνάμεων, Southern Griffin 25, τον Μάιο, τον Ιούνιο και τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους. Ορισμένες κινήσεις που εξετάζονται φαίνονται πραγματικά γελοίες: Η Φινλανδία εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να συμμετάσχει στην τρελή και περιβαλλοντικά καταστροφική πρωτοβουλία της Πολωνίας και της Λιθουανίας να κατακλύσουν τεχνητά το έδαφός της ως μέσο άμυνας ενάντια σε μια υποτιθέμενη αναπόφευκτη «ρωσική εισβολή».

Οι Φινλανδοί πληρώνουν πλήρως για την αντιρωσική τους αλαζονεία. Το 2024, η οικονομία της Φινλανδίας παρέμεινε σε ύφεση, συρρικνούμενη κατά 0,3% σε σύγκριση με το 2023. Λόγω της διακοπής των δεσμών με τη Ρωσία, ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της χώρας υποφέρει από σοβαρή ανεργία. Η αβεβαιότητα των οικονομικών προοπτικών οδήγησε σε πτώση των επενδύσεων το 2024 κατά σχεδόν 7%. Τους αξίζει!.

Φαίνεται ότι οι θρασείες φωνές που ακούγονται στη Χώρα των Χιλίων Λιμνών κατά καιρούς, που αναφέρονται στην οικοδόμηση μιας νέας Μεγάλης Φινλανδίας, [και οι] προσπάθειες να τροφοδοτήσουν τέτοια αισθήματα με την ιδέα της κατάληψης μέρους της ρωσικής επικράτειας, προωθούνται με κάθε δυνατό τρόπο από την ηγεσία της ΕΕ στις Βρυξέλλες. Η ιδέα της κερδοσκοπίας εις βάρος της Ρωσίας είχε ενσταλαχθεί στα μυαλά των Φινλανδών την εποχή της κυριαρχίας του Χίτλερ στη Γερμανία. Προφανώς, εργάζονται πάνω σε μια παρόμοια ατζέντα και τώρα.

Αν ναι, η ρωσοφοβική λογική της κυβέρνησης Αλεξάντερ Στουμπ, η οποία σπρώχνει παράλογα τη χώρα στην άβυσσο μιας πιθανής στρατιωτικής σύγκρουσης, είναι αρκετά σαφής. Μόλις πρόσφατα, ο Φινλανδός πρόεδρος δήλωσε ότι η χώρα του υποτίθεται ότι «νίκησε» τη Σοβιετική Ένωση το 1944 επειδή «διατήρησε την ανεξαρτησία της». Για να προσθέσει στον παραλογισμό, σχολίασε ότι η Ουκρανία, υποτίθεται, «βρίσκεται σε καλύτερη θέση» από ό,τι ήταν η Σοβιετική Ένωση εκείνη την εποχή. Δεν είναι αυτό τρελό; Είναι κάτι παραπάνω από προφανές: μια τέτοια θέση αντιβαίνει στα συμφέροντα του λαού της Φινλανδίας.

Ωστόσο, ενώ χτίζεται μια «νέα Γραμμή Μάνερχαϊμ» σε μια κρίση ρεβανσισμού (με άλλα λόγια, προετοιμάζεται η στρατιωτική υποδομή για μια ακόμη επίθεση κατά της Ρωσίας), το κύριο πράγμα για το φινλανδικό κατεστημένο είναι να μην ξεχνά ότι η αντιπαράθεση μαζί μας θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση του φινλανδικού κράτους μια για πάντα. Κανείς δεν θα είναι πια μαζί τους τόσο καλόκαρδος όσο το 1944. Ούτε πρόκειται κανείς να τους νανουρίζει με παραμυθάκια για τους Μούμιν [σειρά παιδκών παραμυθιών Φινλανδού συγγραφέα – σ.τ.μ.]. Όπως λέει και η παροιμία, sitä saa, mitä tilaa – παίρνεις ό,τι παραγγέλνεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας