Εν μέσω δημοσιονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης στη Γαλλία, η φορολόγηση των πολύ πλούσιων για πιο δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση
«Τι θα κάνουν; Θα φύγουν!», είχε πει αφοριστικά σε πρόσφατη συνέντευξη -ενόσω ήταν ακόμη πρωθυπουργός- ο Φρανσουά Μπαϊρού, απορρίπτοντας κατηγορηματικά την ιδέα επιβολής φόρου στους υπερπλούσιους στη Γαλλία.
Πρόκειται για μια από τις βασικές προτάσεις της αριστερής αντιπολίτευσης για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης.
«Έχουν πληθώρα χωρών όπου μπορούν να βρουν φορολογικό καταφύγιο στην ίδια την Ευρώπη, όπως το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και η Ολλανδία», επέμεινε ο Μπαϊρού ακόμη στο πρωθυπουργικό «κύκνειο άσμα» του ενώπιον της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, στις 8 Σεπτεμβρίου.
Αδυνατώντας να περάσει έναν προϋπολογισμό σκληρής λιτότητας, με σφόδρα αντιλαϊκά μέτρα, ακολούθησε τη μοίρα του προκατόχου του, Μισέλ Μπαρνιέ -αν και ο κεντρώος Μπαϊρού, επίδοξος προεδρικός υποψήφιος το 2027, το έκανε σπεύδοντας προς την έξοδο, ζητώντας μάταια ψήφο εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας.
Την «καυτή πατάτα» έχει τώρα στα χέρια του ο μακρονικός -διορισμένος από το Ελιζέ- νέος πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί: πέμπτος επί της δεύτερης προεδρικής θητείας Μακρόν, τέταρτος μετά τις περσινές πρόωρες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία.
Ο 39χρονος πολιτικός «survivor» δεσμεύτηκε για «πιο δημιουργική» συνεργασία με την αντιπολίτευση. Όμως ο χρόνος τρέχει.
Το νέο σχέδιο προϋπολογισμού θα πρέπει να έχει κατατεθεί έως τα μέσα Οκτωβρίου, προς έγκριση από μια τριχοτομημένη Εθνοσυνέλευση, εν μέσω πτώσης της επενδυτικής εμπιστοσύνης και μιας κλιμακούμενης λαϊκής δυσαρέσκειας σε εθνικό επίπεδο.
Μοιραία, ζητήματα κοινωνικής και φορολογικής δικαιοσύνης βρίσκονται στο προσκήνιο.
Για άλλη μια φορά, ο λεγόμενος «φόρος Ζουκμάν» επιστρέφει στο τραπέζι.
Αφορά στην επιβολή φόρου 2% επί του προσωπικού πλούτου άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ.
Τυχόν εφαρμογή του θα επηρέαζε μόλις 1.800 ζάπλουτους φορολογούμενους, συνεισφέροντας ωστόσο δισεκατομμύρια ευρώ στα κρατικά ταμεία.
Παρ’ όλα αυτά, η ιδέα παραμένει στο «συρτάρι», ενόσω συνεχίζεται η μακρονική φορολογική «ασυλία» στις επιχειρηματικές ελίτ στη Γαλλία: πατρίδα ορισμένων από τα πλουσιότερα άτομα στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του διευθύνοντος συμβούλου της LVMH, Μπερνάρ Αρνό.

«Λεκορνί, έρχεται η σειρά σου», αναγράφεται στο πανό κατά τη διάρκεια των μεγάλων αντικυβερνητικών κινητοποιήσεων «Μπλοκάρουμε τα πάντα» στο Παρίσι, στις 10 Σεπτεμβρίου (REUTERS/Abdul Saboor)
Ένα κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα
Το μέτρο -που πήρε το όνομά του από τον Γκαμπριέλ Ζουκμάν, οικονομολόγο, καθηγητή στην Ecole Normale Supérieure και διευθυντή του Φορολογικού Παρατηρητηρίου της ΕΕ- είχε ψηφιστεί από την Εθνοσυνέλευση τον περασμένο Φεβρουάριο, με εισήγηση των Πρασίνων.
Απορρίφθηκε από την κεντροδεξιά πλειοψηφία στη Γερουσία τον Ιούνιο.
Το κρίσιμο τώρα ερώτημα είναι: Θα συμπεριληφθεί στον επόμενο κρατικό προϋπολογισμό ή όχι;
Οι Σοσιαλιστές και οι Οικολόγοι, με τους οποίους θα επιχειρήσει να ρίξει «γέφυρες» ο Λεκορνί, είναι ανένδοτοι στην εφαρμογή του.
Απειλούν ήδη με πρόταση μομφής κατά της υπό συγκρότηση κυβέρνησης Λεκορνί, εάν δεν υιοθετηθούν μέτρα για φορολογική δικαιοσύνη.
Το μακρονικό στρατόπεδο αντιτίθεται, αν και παραδέχεται ότι υπάρχει πρόβλημα και εξετάζει εναλλακτικές λύσεις.
Η δε λεπενική ακροδεξιά, που διευρύνει τις επαφές της με τη γαλλική επιχειρηματική ελίτ, ενόσω αλιεύει ψήφους από την εργατική τάξη, κρατά από αυτή τη δημόσια συζήτηση… αποστάσεις ασφαλείας.
Το κυβερνητικό αφήγημα κυμαίνεται από «αντισυνταγματικότητα» του μέτρου -όπως υπογράμμιζε εμφατικά ο Μπαϊρού- έως συνέπειες «επιβλαβείς για τους επενδυτές και για τους οικονομικούς μας πόρους», κατά δήλωση του υπουργού Οικονομικών, Ερίκ Λομπάρντ.
Διανθίζεται με απειλές κροίσων, όπως του Μπερνάρ Αρνό, για φυγή από τη χώρα.
Στο μεσοδιάστημα, τυχόν εφαρμογή του μέτρου έχει προκαλέσει οιονεί «εμφύλιο» μεταξύ οικονομολόγων για πιθανά οφέλη και ζημίες.
Αλλά η οριακή δημοσιονομική και κοινωνική κατάσταση στη Γαλλία δεν αφήνει πολλά περιθώρια για θεωρητικές συζητήσεις.
Υπάρχει ήδη μεγάλη λαϊκή οργή για τη διεύρυνση των ανισοτήτων και την ανισοβαρή κατανομή των φορολογικών βαρών, ενόσω οι πολίτες καλούνται να κάνουν νέες θυσίες για να αποφευχθεί ο «θανάσιμος κίνδυνος» του χρέους.
Αυτά, ενώ από το κυβερνητικό μέτωπο προκρίνονται οι δραστικές περικοπές δαπανών για το κοινωνικό κράτος, χωρίς να θίγονται οι «τσέπες» των πλουσίων, τα υπέρογκα -ένεκα πληθωρισμού- κέρδη των επιχειρήσεων ή οι πακτωλοί χρημάτων που δίνονται στην άμυνα, με επίκληση της «ρωσικής απειλής».

Από την πρώτη κιόλας θητεία του στο Ελιζέ, ο Εμανουέλ Μακρόν επικρίνεται ως ο «πρόεδρος των πλουσίων» (REUTERS/Benoit Tessier)
Μακρόν, ο «πρόεδρος των πλουσίων»
Στις δύο προεδρικές θητείες του, ο Εμανουέλ Μακρόν βαδίζει σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ πολιτικών υπέρ των επιχειρήσεων και αντιμετώπισης της δημόσιας δυσαρέσκειας για την ανισότητα.
Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2017, έχει μειώσει τους συντελεστές φορολογίας εταιρειών, έχει αναμορφώσει την εργατική νομοθεσία και το συνταξιοδοτικό και -ίσως το πιο αμφιλεγόμενο- έχει αλλάξει τον φόρο περιουσίας στη Γαλλία, αφήνοντας εντός «κάδρου» τα ακίνητα και εκτός ευρύτερες επενδύσεις.
Ενώ εισήγαγε ενιαίο φόρο 30% επί του εισοδήματος από κεφάλαιο, άφησε τον ανώτατο συντελεστή φόρου εισοδήματος στο 45%.
Το αποτέλεσμα είναι ο συνδυασμός των δύο μέτρων να έχει μειώσει δραστικά τους φόρους για τους πιο πλούσιους, συνδυαστικά με… «δημιουργική» λογιστική και νόμιμη φοροαποφυγή (π.χ. μέσω εταιρειών συμμετοχών).
Κατά την μακρονική ηγεσία, ήταν ένα δέλεαρ για ενθάρρυνση των επενδύσεων στην οικονομία, αντί να αναζητήσουν φορολογικούς παραδείσους ή να μετεγκατασταθούν στο εξωτερικό.
Πόσο όμως λειτούργησε αυτό; Και πόσο εύλογοι είναι οι φόβοι ότι μπορεί να αντιδράσουν σε έναν ειδικό φόρο επί του πλούτου με φυγή από τη Γαλλία.
Κυβερνητική αξιολόγηση των μέτρων το 2023 διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε σημαντική μετατόπιση των επενδύσεων από τα ακίνητα.
Η δε τελευταία έκθεση του Conseil d’analyse économique (CSE) -μιας ανεξάρτητης δεξαμενής σκέψης, που συμβουλεύει τον πρωθυπουργό- δεν συμμερίζεται τους φόβους για μαζική φυγή δισεκατομμυριούχων, σε περίπτωση που κληθούν να πληρώσουν αυτό που πολλοί χαρακτηρίζουν ως «δίκαιο μερίδιό» τους.
Αντιθέτως, χαρακτηρίζει «πιο ριζωμένα» στη Γαλλία τα ζάπλουτα νοικοκυριά, σε σχέση με τον μέσο φορολογούμενο, υπογραμμίζοντας τους ισχυρούς δεσμούς τους με επιχειρήσεις, ακίνητα και οικογενειακά δίκτυα στη χώρα.
Ακόμη και στο σενάριο «ανώτατου ορίου» φορολογικής «εξορίας», εκτιμούν οι συντάκτες της έκθεσης, προβλέπεται πτώση «το πολύ 0,03% στον κύκλο εργασιών, 0,05% στη συνολική προστιθέμενη αξία για τη γαλλική οικονομία και 0,04% στη συνολική απασχόληση».

Στιγμιότυπο από τις κινητοποιήσεις της 10ης Σεπτεμβρίου στο Στρασβούργο, με σύνθημα στο πανό «Κάτω ο Μακρόν και η μπουρζουαζία» (REUTERS/Yves Herman)
«Μπρα ντε φερ» πολιτικών και οικονομολόγων
Οι υποστηρικτές του «φόρου Ζουκμάν» εκτιμούν ότι, σε περίπτωση επιβολής του, θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα μεταξύ 15 και 25 δισεκατομμυρίων ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό.
Με προ ημερών κοινό άρθρο τους στην εφημερίδα Le Monde, επτά διακεκριμένοι οικονομολόγοι το αμφισβητούν.
«Θα μπορούσε να μειώσει το έλλειμμα κατά 5 δισεκατομμύρια ευρώ, όχι κατά 20 δισεκατομμύρια ευρώ», υπολογίζουν, επισημαίνοντας μια σειρά εμποδίων στην εφαρμογή του μέτρου, συμπεριλαμβανομένων νομικών.
Όμως δεν πρόκειται απλά για έναν ακόμη γενικό φόρο, τονίζουν ειδικοί.
Μιλούν για διόρθωση μιας φορολογικής στρέβλωσης, που επιτρέπει στους πλουσιότερους Γάλλους να πληρώνουν, αναλογικά, λιγότερους φόρους από τον μέσο πολίτη.
Η μοναδική διορθωτικού χαρακτήρα κίνηση που επιχειρήθηκε πρόσφατα από κυβερνητικής πλευράς στη Γαλλία ήταν πέρυσι τον Οκτώβριο, πλην όμως προβλέποντας μόνο προσωρινή αύξηση φόρου για οικογενειακά εισοδήματα 500.000 ευρώ και άνω ή ατομικά από 250.000 ευρώ.
Ούτε αυτό ωστόσο εφαρμόστηκε ποτέ, ένεκα της κατάρρευσης της τότε κυβέρνησης Μπαρνιέ.
Από τον περασμένο Ιούλιο εν τω μεταξύ, μια άλλη ομάδα επτά οικονομολόγων, εν προκειμένω βραβευμένων με Νόμπελ -μεταξύ αυτών οι Τζόζεφ Στίγκλιτς και Πολ Κρούγκμαν- προειδοποιούσαν τη Γαλλία να αλλάξει ρότα, προτρέποντας στην υιοθέτηση φόρου για τους υπερπλούσιους.
«Εν μέσω δημοσιονομικού εκτροχιασμού και έκρηξης του ακραίου πλούτου, η θέσπιση ενός ελάχιστου φόρου επί της περιουσίας των δισεκατομμυριούχων θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα», υπογράμμιζαν σε κοινό άρθρο επίσης στην εφημερίδα Le Monde.
Αντί αυτού, ανέφεραν, «οι υπερπλούσιοι ευημερούν ιδιαίτερα στη Γαλλία. Ενώ οι ανά τον κόσμο δισεκατομμυριούχοι κατέχουν περιουσιακά στοιχεία που ισοδυναμούν με το 14% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, στη Γαλλία κατέχουν σχεδόν το 30% του εγχώριου ΑΕΠ».
Τώρα, παρατηρεί ο ίδιος ο Γκαμπριέλ Ζουκμάν, «θα είναι πολύ δύσκολο να ζητηθεί από το γαλλικό λαό να κάνει θυσίες, όσο οι δισεκατομμυριούχοι πληρώνουν τόσο λίγους φόρους».