Του Κώστα Ράπτη
Ποιος είναι ο περισσότερο ευνοημένος από τις δραματικές εξελίξεις στη Συρία; Κατά τον Ντόναλντ Τραμπ αναμφίβολα η Τουρκία. Κατά τον Βλαντίμιρ Πούτιν, το Ισραήλ. Κατά τον Ταγίπ Ερντογάν, ο ίδιος ο συριακός λαός, ο οποίος θα πρέπει να αφεθεί απερίσπαστος να αποφασίσει για το μέλλον του.
Ωστόσο, η “επόμενη μέρα” της πτώσης του Μπασάρ αλ Άσαντ μόνο αναπάντητα ερωτήματα περιλαμβάνει, με τη Συρία να έχει περιέλθει αντικειμενικά σε κατάσταση κατακερματισμού και περιορισμένης κυριαρχίας.
Ήδη ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες απηύθυνε έκκληση για τερματισμό των ισραηλινών επιχειρήσεων στη συριακή επικράτεια και για σεβασμό της ζώνης ανακωχής στα Υψώματα του Γκολάν, προκειμένου να δοθεί μία ευκαιρία στην “αχτίδα ελπίδας” που προέκυψε, όπως εκτιμά, για τον συριακό λαό.
Αλλά το ενδιαφέρον έχει κατεξοχήν μετατοπισθεί τα τελευταία 24ωρα στην τύχη της αυτονομημένης κουρδικής περιοχής στα βορειοανατολικά της Συρίας.
Πηγές του τουρκικού υπουργείου Άμυνας τόνισαν ότι η Άγκυρα θα συνεχίσει να προετοιμάζεται στρατιωτικά μέχρι να καταθέσει τα όπλα η κουρδική πολιτοφυλακή στη Συρία, την οποία χαρακτηρίζει “τρομοκρατική οργάνωση”, και μέχρι να εγκαταλείψουν τα μέλη του ΡΚΚ το συριακό έδαφος, ενώ παράλληλα αρνήθηκε ότι έχει συμφωνηθεί κατάπαυση του πυρός μεταξύ της Τουρκίας και των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, όπως ανέφερε νωρίτερα ανακοίνωση του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η τοποθέτηση αυτή του τουρκικού υπουργείου Άμυνας δεν αποκλείει ωστόσο το ενδεχόμενο να συμφωνήθηκε η προσωρινή κατάπαυση του πυρός στην περιοχή του Μανμπίτζ, από τον ελεγχόμενο από την Τουρκία Συριακό Εθνικό Στρατό, που διεξάγει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων, μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ.
Αντιφατικές κινήσεις
Το κουρδικό στοιχείο επιχειρεί ταυτόχρονα να εμφανισθεί αποφασιστικό και να πραγματοποιήσει ανοίγματα προς τους νέους κυρίαρχους της Δαμασκού και τους Τούρκους προστάτες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η διαδήλωση της Πέμπτης στην πόλη Καμισλί της βορειοανατολικής Συρίας, όπου χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, για να εκφράσουν τη στήριξή τους στις κουρδικές δυνάμεις, ενώ ταυτοχρόνως κρατούσαν τη σημαία της συριακής ανεξαρτησίας με τα τρία αστέρια, σύμβολο της εξέγερσης του 2011, το οποίο υιοθέτησαν οι νέες αρχές της Δαμασκού.
Περισσότερο σημαίνουσα θα πρέπει να θεωρηθεί η δήλωση προς το πρακτορείο Reuters του Μαζλούμ Άμπντι, ηγέτη των υπό κουρδική ηγεσία Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), ότι Κούρδοι μαχητές που έχουν έρθει στη Συρία από όλη τη Μέση Ανατολή θα εγκαταλείψουν τη χώρα, όπως απαιτεί η Άγκυρα, αν επιτευχθεί συμφωνία εκεχειρίας. Είναι η πρώτη φορά που ο Άμπντι επιβεβαιώνει ότι μη Σύροι Κούρδοι μαχητές, συμπεριλαμβανομένων μελών του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), πήγαν στη Συρία για να στηρίξουν τις δυνάμεις των εκεί ομοεθνών τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο ίδιος υποστήριξε πάντως ότι ενώ μαχητές του PKK είναι παρόντες στη Συρία, οι SDF δεν έχουν οργανωτικούς δεσμούς μαζί τους.
Την Τρίτη, ο Αμπντί είχε προτείνει τη δημιουργία “αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης” στο Κομπάνι, την εμβληματική πόλη στην οποία η κουρδική αντίσταση ανέκοψε την προέλαση του Ισλαμικού Κράτους το 2014, και τώρα απειλείται με τουρκική επέμβαση. Στα περίχωρα του Κομπάνι τουρκικό drone δολοφόνησε με στοχευμένο πλήγμα δύο Κούρδους δημοσιογράφους που κάλυπταν τις επιθέσεις εναντίον του φράγματος της περιοχής.
Από πλευράς των νέων κυρίαρχων της Δαμασκού ο στρατιωτικός διοικητής της οργάνωσης HTS, Μουρχάφ Αμπού Κάσρα, δήλωσε ότι οι Κούρδοι είναι “συστατικά του συριακού λαού” και δεν θα επιτραπούν “ομοσπονδιακές οντότητες” εντός της Συρίας.
Απειλές κυρώσεων
Όπως και αν έχει, η χώρα του Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης τόσο με τις ΗΠΑ, οι οποίες στηρίζουν στρατιωτικά την κουρδοκρατούμενη περιοχή της Συρίας, όσο και κυρίως με το Ισραήλ. Οι Αμερικανοί γερουσιαστές Κρις Βαν Χόλεν και Λίντσεϊ Γκράχαμ δήλωσαν ότι προτίθενται να καταθέσουν νομοσχέδιο που θα προβλέπει κυρώσεις εάν η Τουρκία δεν αποδεχτεί τους όρους για μια διαρκή κατάπαυση του πυρός και τη δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης.
Αλλά η Ουάσινγκτον δεν περιορίζεται σε αυτό. Το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ αποκάλυψε ότι έχει αναπτύξει 2.000 Αμερικανούς στρατιώτες στην κουρδοκρατούμενη ανατολική Συρία, έναντι 900 που ισχυριζόταν μέχρι σήμερα, διευκρινίζοντας ότι ο αριθμός των στρατευμάτων είχε αυξηθεί προσωρινά, προκειμένου να ενισχυθεί ο αντιτζιχαντιστικός συνασπισμός.
Πόλεμος ανακοινώσεων
Την ίδια στιγμή, Τουρκία και Ισραήλ έχουν ήδη επιδοθεί σε πόλεμο ανακοινώσεων. Τη Δευτέρα το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών καταδίκασε τις ενέργειες των ισραηλινών δυνάμεων στα Υψώματα του Γκολάν και ζήτησε από τη διεθνή κοινότητα “να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και να διασφαλίσει τον τερματισμό των παράνομων ενεργειών της κυβέρνησης Νετανιάχου”.
Την επομένη, ήταν η σειρά του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών να υπενθυμίσει ότι με αλλεπάλληλες στρατιωτικές επεμβάσεις το 2016, το 2018 και το 2019 η Τουρκία έχει φθάσει να κατέχει άμεσα το 15% της συριακής επικράτειας, εισάγοντας στα εν λόγω εδάφη το νόμισμά της, ενώ βομβαρδίζει συχνά υποδομές στη βορειοανατολική αυτόνομη περιοχή της Συρίας και υποστηρίζει τις τζιχαντιστικές δυνάμεις που επιχειρούν κατά των Κούρδων.
Προφανώς, γινόμαστε μάρτυρες της σύγκρουσης δύο διαφορετικών σχεδίων για το μέλλον της Συρίας: ενός τουρκικού για τη μετατροπή της σε νεο-οθωμανικό προτεκτοράτο με διαφύλαξη της ενότητάς της και ενός ισραηλινού για την καταβύθισή της στο χάος και τη διαίρεση.
Επόμενο μέτωπο η Λιβύη;
Ο επικεφαλής της αναγνωρισμένης από τον ΟΗΕ κυβέρνησης εθνικής ενότητας της Λιβύης, η οποία εδρεύει στην Τρίπολη, εξέφρασε την Πέμπτη την ανησυχία του πως η χώρα του προορίζεται να μετατραπεί σε “αρένα ξεκαθαρίσματος διεθνών συγκρούσεων” μετά τις εξελίξεις στη Συρία.
“Κανένας άνθρωπος με έστω ένα γραμμάριο πατριωτισμού δεν θα αποδεχόταν μια ξένη δύναμη να έρθει να επιβάλει την ηγεμονία και την εξουσία της στη χώρα και τον λαό της”, τόνισε σε συνέντευξη Τύπου ο Αμπντελχαμίντ Ντμπάιμπα, πρώτος Λίβυος που σχολίασε τις πληροφορίες για μεταφορά των ρωσικών δυνάμεων και όπλων από τη Συρία στο ανατολικό τμήμα της Λιβύης που ελέγχει ο στρατάρχης Χαλίφα Χάφταρ.
Ο υπουργός Άμυνας της Ιταλίας, Γκουίντο Κροζέτο, δήλωσε την Τρίτη στην εφημερίδα La Repubblica ότι η Μόσχα “μεταφέρει πόρους από τη συριακή βάση της στην Ταρτούς” προς αυτή την κατεύθυνση.
Μεταξύ του Απριλίου του 2019 και του Ιουνίου του 2020, ο στρατάρχης Χαφτάρ, με την υποστήριξη ξένων χωρών που είχαν συμμαχήσει μαζί του, ιδίως της Ρωσίας και της Αιγύπτου, εξαπέλυσε επίθεση ευρείας κλίμακας για να κυριεύσει την Τρίπολη, την οποία σταμάτησαν δυνάμεις πιστές στην προσωρινή κυβέρνηση με την υποστήριξη της Τουρκίας. Η Μόσχα φέρεται να διατηρεί έκτοτε στενή σχέση με τον στρατάρχη Χαφτάρ.