Από το χωράφι στο ράφι: Πώς διαμορφώνεται η τιμή φρούτων και λαχανικών στα σούπερ μάρκετ

45

Κατά τη διαδρομή των οπωροκηπευτικών προϊόντων από το χωράφι στο ράφι του σούπερ μάρκετ, σε ό,τι αφορά τους εμπλεκόμενους στην εφοδιαστική αλυσίδα, η τιμή του παραγωγού αποτελεί το μεγαλύτερο κόστος, τα logistics και το εργασιακό κόστος είναι με διαφορά τα υψηλότερα στην αλυσίδα της αξίας, ενώ οι συνολικοί φόροι αντιπροσωπεύουν περίπου το 1/4 της τιμής. 

Στη χώρα μας το μερίδιο της αγοράς των σούπερ μάρκετ, όσον αφορά συνολικά στα φρούτα και τα λαχανικά είναι της τάξεως του 25%-30% καθώς το μεγαλύτερο μέρος τους, σε ποσοστό 46%-54%, τα αγοράζουν οι καταναλωτές από τις λαϊκές αγορές. Σε ποσοστό 12% οι αγορές τους προέρχονται από τα μανάβικα και κατά 6%-9% από υπαίθριους πωλητές, δηλαδή κατευθείαν από τον παραγωγό. Σε σχέση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, η εικόνα είναι διαφορετική, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνες με τη μεγαλύτερη συμμετοχή των λαϊκών αγορών στο σύνολο των πωλήσεων.

Τα κόστη από το χωράφι στο ράφι

Ξεκινώντας από τον παραγωγό, συνεχίζοντας στον χονδρέμπορο και ακολούθως στον λιανέμπορο, στην ανάλυση κόστους, από τη στιγμή της παραγωγής του προϊόντος και έως τον τελικό καταναλωτή, η έρευνα διαπιστώνει για τα οπωροκηπευτικά στην Ελλάδα:

  • Το 12% της τιμής αποτελεί ο ΦΠΑ
  • Το 24% ο λιανέμπορος
  • Το 21% ο χονδρέμπορος
  • το 43% ο παραγωγός

«Το ποσοστό του παραγωγού στο 43% είναι πολύ λογικό καθώς περιλαμβάνει πολλά κόστη, όπως ενέργεια, μισθολογικό κτλ και με σημαντικά προβλήματα τα τελευταία χρόνια. Έρχεται στη συνέχεια ο χονδρέμπορος, όπου ανάλογα με το προϊόν έχει διαφορετική συμμετοχή στην τελική τιμή. Από τη στιγμή που το παραλαμβάνει ο λιανέμπορος έρχεται το επιπλέον κόστος του 24%,το οποίο αποτελεί περίπου και το μεικτό περιθώριο κέρδους. Πάνω σε αυτό μπαίνει και το ΦΠΑ» εξηγεί ο κ. Κιοσές.

Το παραπάνω ποσοστά, τα οποία αφορούν στο σύνολο των βασικών φρούτων και λαχανικών, διαφοροποιούνται ανά κατηγορία προϊόντος. Για παράδειγμα, το κόστος του χονδρέμπορου στα πορτοκάλια φτάνει το 32% ενώ στην πατάτα αντίστοιχα στο 14%, στην οποία αντίθετα, το κόστος του παραγωγού ανέρχεται στο 47%.

Σε ό,τι αφορά το πώς κάθε τύπος κόστους, συμμετέχει στη διαμόρφωση της τελικής τιμής, για το σύνολο των εμπλεκομένων, με βάση την ανάλυση, προκύπτει ότι:

  • το 22% αποτελούν τα καύσιμα και μεταφορές,
  • το 18% το εργατικό κόστος,
  • το 14% η ενέργεια,
  • το 12% οι πρώτες ύλες
  • το 11% είναι τα κέρδη των όλων των εμπλεκομένων (παραγωγός, λιανέμπορος κτλ),
  • το 9% είναι η φύρα
  • 2% τα λοιπά κόστη και
  • 12% το ΦΠΑ.

Ωστόσο «σε όλα τα κόστη ένα μεγάλο ποσοστό πάει στο Κράτος, όπως για παράδειγμα είναι εργοδοτικές εισφορές στο μισθολογικό κόστος, ή οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, στο μεταφορικό κόστος» εξήγησε ο κ. Κιοσές.

«Όταν κάνουμε συζήτηση σχετικά με το πώς μπορούμε να έχουμε πιο οικονομικά προϊόντα, ή θα πάμε σε καθέναν από τους εμπλεκόμενους ή θα πάμε στον κάθε τύπο κόστους προκειμένου να δούμε τι μπορεί να γίνει» σημειώνει ο κ. Κιοσές. Σε ό,τι αφορά για παράδειγμα το εργατικό κόστος, όπου εμπλέκονται πολλοί και διαφορετικών ειδικοτήτων εργαζόμενοι σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα, εξηγεί, πως λόγω της δυσκολίας που υπάρχει στην εύρεση προσωπικού και εργατικών χεριών είναι δύσκολο να μειωθεί το κόστος. Έτσι, όπως διαπιστώνει, «καθεμία από αυτές τις κατηγορίες έχει πολύ συγκεκριμένα και περιορισμένα περιθώρια μείωσης τιμής».

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας