Στο ημερολόγιο γράψαμε κυκλών και καταιγίς…

967

 «Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα με το μικρό σου δάχτυλο, που τα βλέπεις στον ωκεανό και δεν καταδέχονται να ξεκουραστούν στο κατάρτι. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ’καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια…»

(Νίκος Καββαδίας, «Βάρδια»*)

Επιδιώκουμε να προσεγγίσουμε ορισμένες πλευρές από τη «Βάρδια» του Νίκου Καββαδία (που έφυγε από τη ζωή στις 10 Φεβρουαρίου 1975), ένα ξεχωριστό έργο του που κυκλοφόρησε το 1954 απ’ τις εκδόσεις «Α. Καραβιάς» και επανακυκλοφόρησε το 1976 απ’ τις εκδόσεις «Κέδρος»[1]. Το 1969 δημοσιεύθηκε στα γαλλικά, σε μετάφραση του Guy (Michel) Saunier, από τον οίκο «Stock»[2]. Στις μέρες μας κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Άγρα».

Κοινή διαπίστωση είναι ότι η «Βάρδια» δεν ανήκει σε κάποιο λογοτεχνικό είδος[3]. Αν, τελικά, έχει σημασία η ειδολογική κατάταξη, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το «χαρακτηρισμό πεζογράφημα», τον οποίο «προτιμούν οι γραμματολόγοι»[4]. Βέβαια, μένοντας στο χαρακτηρισμό αυτό αφαιρούμε πάρα πολλές πλευρές του έργου. Ίσως η άποψη του Guy (Michel) Saunier πως η «Βάρδια» «ανήκει ταυτόχρονα σε διάφορα λογοτεχνικά είδη: μυθιστόρημα, φανταστική αυτοβιογραφία, ποίηση[5]  να είναι η πιο σωστή.

«Ξεφεύγοντας» από την «ανάγκη» ειδολογικής κατάταξης της «Βάρδιας» έχουμε τη δυνατότητα να περάσουμε σε άλλα ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως η σχέση του έργου με τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία. Ο Guy (Michel) Saunier  θεωρεί ότι η «Βάρδια» έχει κεντρική θέση στο σύνολο του έργου του Καββαδία και εκτιμά ότι «αποτελεί την κατάληξη, την κατακλείδα του προγενέστερου έργου, που την προετοιμάζει από κείμενο σε κείμενο, από συλλογή σε συλλογή»[6].

Την ίδια άποψη έχει και ο Δ. Καλοκύρης,  διατυπώνοντας το παρακάτω ερώτημα – συμπέρασμα: «Μήπως όλο το ποιητικό του έργο είναι, τελικά, ένα ποίημα εν προόδω και η «Βάρδια» (σχηματικά) ο υπομνηματισμός του»;[7]

Ποια είναι, όμως, η σύνδεση του τίτλου του βιβλίου με το περιεχόμενο του έργου; Η λέξη «βάρδια» «δεν είναι απλώς ένας χρονικός προσδιορισμός. Είναι ένα στίγμα χρονοτοπικό. Είναι ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, στο κατάστρωμα ενός εμπορικού, πρώην πολεμικού πλοίου, του «Πυθέα». Εκεί συγκεντρώνονται τα μέλη του πληρώματος για να συζητήσουν μεταξύ τους, να μονολογήσουν, να πραγματοποιήσουν τα ταξίδια τους»[8].

Τα ταξίδια των ναυτικών, όμως, «δε γίνονται εκεί που πλέει ο “Πυθέας”, αλλά στους χώρους της μνήμης, της φαντασίωσης, της παραίσθησης και του ονείρου»[9]. Το ταξίδι «είναι μόνο το πρόσχημα για την αναμόχλευση συνειδήσεων. άλλωστε, από τον τίτλο ακόμη απομακρυνόμαστε από τις νόρμες της ταξιδιωτικής αφήγησης»[10]. Σε πολλά σημεία, μάλιστα, «περιγράφεται, με χίλιες αφορμές, και σχολιάζεται η ζωή, η ανθρώπινη μοίρα των ναυτικών, με την απαίσια τροφή, την έλλειψη νερού, τον εγκλωβισμό, την απομόνωση, τη σχεδόν ανέφικτη επικοινωνία με αλληλογραφία, τις βαριές μανούβρες, το συνεχή κίνδυνο»[11].

Ο Καββαδίας, γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου, «δεν κρύβει τίποτα από τις εμπειρίες του ναυτεργάτη, τονίζοντας τις άσχημες πλευρές αυτής της ζωής»[12]. «Κατορθώνει», σημειώνει ο Τίμος Μαλάνος, «μέσα τόσο σε λίγες σχετικώς σελίδες, να δώσει αμέτρητα σκίτσα – περισσότερο ή λιγότερο φιξαρισμένα, ανάλογα με την ιδιοτροπία της μνήμης – απ’ τη σκληρή πραγματικότητα των πλοίων και ιδίως από τον κόσμο των πολύπειρων και βασανισμένων ανθρώπων τους»[13].

 

Ο λόγος και η αφήγηση στη «Βάρδια»

 

«Κορμός» της «Βάρδιας» είναι ο λόγος. Λόγος μόνο ναυτικός; Όχι, παρά το γεγονός ότι το λεξιλόγιο είναι γεμάτο απ’ τη ναυτική ορολογία. Ο λόγος της «Βάρδιας» είναι «λιτός, προφορικός με κοφτερή γλώσσα που φθάνει πολλές φορές (κυρίως στους ολοζώντανους διαλόγους) τα όρια της αθυροστομίας», είναι μια επιτυχημένη  «σύζευξη του αφηγηματικού και του λυρικού λόγου»[14].

Είναι η «Βάρδια» αυτοβιογραφική; Σίγουρα υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά θα αδικούσαμε το έργο, εάν το διαβάζαμε σαν μια αυτοβιογραφία. Ο Τίμος Μαλάνος σημειώνει σχετικά: «Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι το μυθιστόρημα του αποτελείται περισσότερο από προσωπικές ιστορίες, και ότι λίγο απέχει από ένα αυτοβιογραφικό ημερολόγιο. Αλλά θα το αδικούσαμε. Η οξύτατη παρατηρητικότητα του συγγραφέα φανερό είναι πως έχει τόσο στενά συνεργαστεί με τη μνήμη του, ώστε αυτά που προσφέρει στις σελίδες του, παρ’ όλο τον υποκειμενισμό τους, να παρουσιάζουν συνάμα μια γενικότερη αξία. Την αξία μιας υποβλητικής απόδοσης κλιμάτων ανθρώπινων ψυχικών τοπίων»[15].

Με μια πρώτη ματιά η «Βάρδια» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «βιωματική αφήγηση», σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει στον όρο ο Γ. Αραγής[16], δηλαδή «εκείνη την αφήγηση η οποία διαθέτει βιωματικό έρμα»[17].

Πάντως, παρόλο που ο όρος ταιριάζει στην περίπτωση του βιβλίου του Καββαδία, υπάρχει και η εξής ένσταση: Ποια αφήγηση, τελικά, δεν έχει «βιωματικό έρμα»; Εξαρτάται, βέβαια, και απ’ το φιλοσοφικό και ιδεολογικό «βάρος» και την ερμηνεία που δίνεται στη λέξη «έρμα»… Άλλη συζήτηση αυτή…

 

 Και η βάρδια αρχίζει πάλι…

 

Ας τελειώσουμε αυτό το μικρό αφιέρωμα με τις τελευταίες λέξεις της «Βάρδιας»: « Η πλώρη του «Πυθέα» ξάνοιξε αριστερά. Απόξω νετάρανε τους κάβους από τις δέστρες, δύο γυναίκες με φορέματα βραδινά. Όταν τελειώσανε, σηκώσανε τα μαντήλια και χαιρετήσανε»[18] …

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον «Ημεροδρόμο» το 2015,
με αφορμή τα 40 χρόνια από την απώλεια του Νίκου Καββαδία

*Νίκος Καββαδίας, Βάρδια, Εκδόσεις Άγρα, 2008, σ. 99.

ΠΗΓΗ ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας