Γράφει ο Athanase Koutsis,
Στις 7 Δεκεμβρίου 2022, ο Πέδρο Καστίγιο, πρόεδρος του Περού, καθαιρέθηκε από το Κογκρέσο. Οι βουλευτές τον κατηγόρησαν για απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον τους και για την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη χώρα. Δηλώνοντας ότι ο αρχηγός του κράτους ήταν ένοχος για «το αδίκημα της εξέγερσης», το Κογκρέσο διέταξε την κράτησή του, με αίτημα της εισαγγελίας προς το Συνταγματικό Δικαστήριο για επιβολή δεκαοκτάμηνης προσωρινής κράτησης εις βάρος του, το οποίο και επικυρώθηκε από το τελευταίο.
Παρότι το προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1948) επικαλείται «ως έσχατο καταφύγιο (…) την εξέγερση κατά της τυραννίας και της καταπίεσης», το άρθρο 346 του Ποινικού Κώδικα της Δημοκρατίας του Περού καταδικάζει την εξέγερση με «ποινή εκπατρισμού, με κατώτατο όριο τα δέκα έτη και ανώτατο όριο τα είκοσι έτη». Η εξουσία επιδιώκει προφανώς να καταδικάσει κάθε μορφής ανταρσία ως απειλή για τη δημόσια τάξη. Για τα κοινωνικά κινήματα όμως, η εξέγερση μπορεί να συνιστά ένα μέσο για την οικοδόμηση του νέου κόσμου στον οποίο αποβλέπουν. Τι συμβαίνει όμως όταν είναι η ίδια η εξουσία που εξεγείρεται;
Στις 11 Απριλίου 2021, προς γενική έκπληξη, ένας άγνωστος κερδίζει τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στο Περού, έχοντας λάβει το 18,92% των ψήφων. Πρόκειται για τον Πέδρο Καστίγιο, ιθαγενικής καταγωγής, προερχόμενο από μία από τις φτωχότερες πόλεις της χώρας, υποψήφιο του Ελεύθερου Περού (Perú Libre, PL), ενός πολιτικού κόμματος που ιδρύθηκε από τον Βλαδιμίρ Σερόν και περιγράφει την πολιτική γραμμή του ως μαρξιστική-λενινιστική-μαριατεγκιστική –από το όνομα του Περουβιανού διανοούμενου Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι (1894-1930)1.
Η νίκη αυτή αποτέλεσε ένα ηχηρό χαστούκι στην πολιτική ελίτ της Λίμα (συχνά ρατσιστικής, πάντα νεοφιλελεύθερης), συνηθισμένης να κυβερνά τη χώρα δίχως να χρειάζεται να ανησυχεί για τον αγροτικό κόσμο και πάντα έτοιμης να συνδέσει οποιοδήποτε αριστερό πρόγραμμα με τις αθέμιτες πρακτικές των ανταρτών του Φωτεινού Μονοπατιού. Πολύ γρήγορα, η περουβιανή αστική τάξη κινητοποίησε τους μοχλούς της κυριαρχίας της επί της κοινωνίας προκειμένου να αποτρέψει την απειλή του Καστίγιο, του «χωριάτη κομμουνιστή» που διεκδικούσε τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης και μιλούσε για κοινωνικό μετασχηματισμό.
Όπως πολύ συχνά συμβαίνει, όλα ξεκίνησαν από τα μέσα ενημέρωσης, κυρίως από τις δύο σημαντικότερες καθημερινές εφημερίδες της χώρας, την «El Comercio» και τη «La República». Ο όμιλος Comercio ανήκει στην οικογένεια Μιρό Κεσάδα, μία από τις πλουσιότερες του Περού, η οποία ελέγχει περίπου το 80% των έντυπων μέσων ενημέρωσης της χώρας2, ενώ ταυτόχρονα κατέχει επιχειρήσεις στους τομείς του τουρισμού, των εξορύξεων, των ακινήτων και των τραπεζών. Ο όμιλος επωφελήθηκε από τη δικτατορία του Αλμπέρτο Φουχιμόρι, που ήταν πρόεδρος από το 1990 έως το 2000. Το 2011, δύο δημοσιογράφοι που είχαν εργαστεί στην «El Comercio», η Πατρίσια Μοντέρο και ο Χοσέ Χάρα, διευκρίνισαν ότι απολύθηκαν «επειδή αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τη γραμμή στήριξης της υποψηφιότητας της Κέικο Φουχιμόρι [κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2011] και να επιτεθούν στον τότε πρόεδρο Ογιάντα Ουμάλα»3. Η «La República», δεύτερη σε αναγνωσιμότητα εφημερίδα της χώρας, διευθύνεται από τον γιο του ιδρυτή της Γουστάβο Μόχμε Γιόνα (που απεβίωσε το 2000), έναν επιχειρηματία προσκείμενο σε ένα άλλο κομμάτι της νεοφιλελεύθερης ελίτ, συσπειρωμένου γύρω από το κόμμα Λαϊκή Δράση (Acción Popular).
Από κοινού, τα δύο έντυπα εξαπέλυσαν μια εκστρατεία απαξίωσης του προέδρου Καστίγιο. Πρώτα, καθιστώντας τον αόρατο όσο ήταν υποψήφιος. Στη συνέχεια, με ευθείες επιθέσεις μετά τη νίκη του στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών (6 Ιουνίου 2021) και την ανάληψη των καθηκόντων του (28 Ιουλίου 2021). Το Λατινοαμερικανικό Στρατηγικό Κέντρο Γεωπολιτικής (CELAG) ανέλυσε τα πρωτοσέλιδα των «El Comercio» και «La República» από την 1η Ιανουαρίου έως την 30ή Νοεμβρίου 20224: κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονταν στα δύο έντυπα ήταν «αρνητικές» για τον Καστίγιο στο 79% και το 78% των περιπτώσεων αντίστοιχα. Ο όρος «αρνητικές» μάλλον ωραιοποιεί την πραγματικότητα: «Ο Πέδρο Καστίγιο είναι εχθρός της ελευθερίας της έκφρασης και του Τύπου» («La República», 31 Οκτωβρίου 2022), «Η Δικαιοσύνη διεξάγει έρευνες σε συμβούλους του Καστίγιο ως υπόπτους για οργανωμένο έγκλημα» («La República», 11 Μαρτίου 2022), «Ο πρόεδρος και επτά μέλη της οικογένειάς του έχουν αποκομίσει οφέλη από επιχειρηματίες» («El Comercio», 12 Ιουλίου 2022). Καμία από τις αποδιδόμενες κατηγορίες δεν αποδείχθηκε.
Οι ευρείες εξουσίες του Κογκρέσου
Ο Καστίγιο κέρδισε τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών με διαφορά μόλις 45.000 ψήφων (ποσοστό 50,13%) έναντι της Κέικο Φουχιμόρι, κόρης του πρώην προέδρου (ποσοστό 49,87%). Πριν ακόμη το πέρας της διαδικασίας καταμέτρησης από την αρμόδια εκλογική αρχή (Junta Nacional Electoral, JNE) ενόσω όμως διαφαινόταν η νίκη του Ελεύθερου Περού (PL), το στρατόπεδο της Φουχιμόρι καταγγέλλει «εκλογική απάτη» και απαιτεί την επανακαταμέτρηση των ψήφων και την ακύρωση 200.000 ψηφοδελτίων, κρίνοντάς τα «παράτυπα». Ωστόσο, η λαϊκή κινητοποίηση υπέρ του Καστίγιο μετριάζει, για λίγο, τον ζήλο της συντηρητικής ελίτ. Οι οπαδοί της Φουχιμόρι εγκαταλείπουν τις προσπάθειές τους, αλλά η πρόθεσή τους παραμένει σαφής: o Καστίγιο ίσως γίνει νομότυπα πρόεδρος, δεν σκοπεύουν όμως να αναγνωρίσουν τη νομιμοποίησή του. Πράγματι, ένας χαρακτηρισμός αρχίζει να συνοδεύει τον νέο επικεφαλής του κράτους: εκείνος του «αυτοανακυρηχθέντος προέδρου».
Η συντηρητική προσπάθεια βραχυκυκλώματος εκδηλώθηκε επίσης στους κόλπους του στρατού. Στις 17 Ιουνίου 2022, ο Φρανσίσκο Σαγάστι, μεταβατικός πρόεδρος της χώρας μετά την παραίτηση του Μανουέλ Μερίνο στις 15 Νοεμβρίου 2020, κατάγγειλε την επιστολή μιας ομάδας απόστρατων στρατιωτικών, με την οποία ζητούσαν από τις ένοπλες δυνάμεις «να μην αναγνωρίσουν τη νίκη του Πέδρο Καστίγιο στην προεδρία»5. Ακόμα και οι –συνήθως σιωπηλές– ένοπλες δυνάμεις έστειλαν ένα μήνυμα στον συνδικαλιστή εκπαιδευτικό: σε έχουμε στο στόχαστρό μας.
Μία από τις προεκλογικές υποσχέσεις του ΕΠ ήταν η εκκίνηση της συντακτικής διαδικασίας για την αλλαγή του Συντάγματος –ιδιαίτερα απαξιωμένου, καθώς κληρονομήθηκε από τον Φουχιμόρι. Τα πράγματα δεν προμηνύονταν εύκολα. Το Ελεύθερο Περού διέθετε μονάχα 37 από τις 130 έδρες σε ένα κατακερματισμένο Κογκρέσο, στο οποίο εκπροσωπούνταν δέκα πολιτικά κόμματα, ανάμεσά τους και η Λαϊκή Δύναμη (Fuerza Popular), το κόμμα των φουχιμοριστών, με 24 έδρες. Το Κογκρέσο διαθέτει ευρείες εξουσίες στο Περού και η ικανότητά του να παρεμποδίζει τις ενέργειες της κυβέρνησης εξηγεί σε μεγάλο μέρος την πολιτική κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα εδώ και αρκετά χρόνια. Μέσα σε έξι χρόνια, το προεδρικό μέγαρο γνώρισε έξι διαφορετικούς ενοίκους, τρεις εκ των οποίων καθαιρέθηκαν από το Κοινοβούλιο αφότου κηρύχθηκαν σε κατάσταση «μόνιμης ηθικής ακαταλληλότητας» σύμφωνα με το άρθρο 113 του ισχύοντος Συντάγματος. Σε μια χώρα όπου ο θεσμός του προέδρου έχει απαξιωθεί εξαιτίας των σκανδάλων διαφθοράς που συνδέονται με την υπόθεση Οντεμπρέχτ (πέντε πρώην πρόεδροι είναι ύποπτοι –και κάποιοι φυλακίστηκαν)6, η αδυναμία της κοινοβουλευτικής ομάδας του Ελεύθερο Περού στο Κογκρέσο προανήγγειλε τις επερχόμενες προτάσεις μομφής.
Η πρώτη έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του 2021. Ο Καστίγιο βρίσκεται στην εξουσία μόλις τέσσερις μήνες. Είκοσι εννέα βουλευτές καταθέτουν πρόταση μομφής για την αποπομπή του, με βάση υπόνοιες για παράνομη χρηματοδότηση του ΕΠ και για αθέμιτη άσκηση επιρροής με στόχο την προώθηση συγκεκριμένων προσώπων εντός των ενόπλων δυνάμεων. Η πρόταση λαμβάνει μονάχα σαράντα έξι ψήφους υπέρ από τις απαιτούμενες ογδόντα επτά. Τέσσερις μήνες αργότερα, υποβάλλεται μια νέα πρόταση μομφής και καταψηφίζεται και πάλι, αν και αυτή τη φορά έλαβε πενήντα πέντε ψήφους υπέρ. Το Κογκρέσο πετυχαίνει επίσης να παρεμποδίσει τον πρόεδρο Καστίγιο να συμμετάσχει στη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας του Ειρηνικού, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 25 Νοεμβρίου 2022, παρουσία των αρχηγών των κρατών της Κολομβίας, της Χιλής, του Μεξικού και του Περού. Το πρόσχημα; Ο πρόεδρος δεν πρέπει να εγκαταλείψει τη χώρα, ώστε να είναι σε θέση να απαντά στις ερωτήσεις της Δικαιοσύνης στο πλαίσιο των υπό εξέλιξη ερευνών για διαφθορά. Σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον Περουβιανό ομόλογό του, ο πρόεδρος του Μεξικού Αντρές Μανουέλ Λόπεζ Ομπραδόρ τελικά αποφασίζει να αναβάλει τη συνάντηση.
Ούτε το Περού κατάφερε να ξεφύγει από το κύμα του «νομικού πολέμου», γνωστού ως lawfare (σ.σ.: εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης για την πρόκληση βλάβης ή την απονομιμοποίηση ενός πολιτικού αντιπάλου) που σαρώνει εδώ και αρκετά χρόνια τις προοδευτικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής7. Μέσα σε λιγότερο από ένα έτος, η Δικαιοσύνη εκκίνησε έξι έρευνες κατά του Καστίγιο, κατηγορώντας τον κυρίως για «διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης εντός της κυβέρνησής του»8. Η προσπάθεια ήταν μάταιη, αφού το Σύνταγμα παρέχει ασυλία στον πρόεδρο: ο στόχος ήταν λοιπόν να αμαυρωθεί η εικόνα του, μεταξύ άλλων με επιθέσεις εναντίον μελών της οικογένειάς του. Ορισμένα από τα ανίψια του κατηγορήθηκαν ότι επωφελήθηκαν από δημόσια έργα υποδομών μέσω του υπουργείου Μεταφορών, η κουνιάδα του ότι επωφελήθηκε από συμβάσεις του υπουργείου Στέγασης, ο ίδιος ο Καστίγιο ότι προήγαγε στρατιωτικούς και αστυνομικούς έναντι μεγάλων χρηματικών ποσών κ.λπ. Καμία από τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν δεν πέρασε το προκαταρκτικό στάδιο έρευνας.
Σε αυτές τις επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης μέσω των μέσων ενημέρωσης, του στρατού, του νομοθετικού σώματος και της Δικαιοσύνης, ο Καστίγιο απάντησε με πληθώρα πολιτικών λαθών. Στους δεκαέξι μήνες της προεδρίας του, διόρισε 78 υπουργούς για να καλύψει τα 19 υπουργικά χαρτοφυλάκια… Δέκα ημέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ζήτησε από τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του να παραιτηθεί: ο Έκτορ Μπεχάρ, παλαιός γκεβαριστής αντάρτης, επικρίθηκε από τον Τύπο επειδή είχε υπονοήσει πως το περουβιανό κράτος είχε πραγματοποιήσει τρομοκρατικές ενέργειες με την υποστήριξη της CIA στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο πλαίσιο της μάχης της εναντίον των προοδευτικών κινημάτων –κάτι που δεν μοιάζει διόλου απίθανο. Τέσσερις μήνες αργότερα, έπαυσε τον πρωθυπουργό Γουίδο Βεγίδο και άνοιξε την πόρτα της κυβέρνησής του σε πολιτικές προσωπικότητες της Δεξιάς.
Σιγά-σιγά, ένας πρόεδρος εκλεγμένος από έναν λαό απηυδισμένο από τη δυσλειτουργία των απαξιωμένων θεσμών, ο οποίος ξεκίνησε με όραμα τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανέλαβε ως αποστολή του να κατευνάσει έναν αντίπαλο που, ωστόσο, δεν είχε άλλο στόχο από την καθαίρεσή του. Η στάση αυτή οδήγησε τον Καστίγιο σε ρήξη με το Ελεύθερο Περού, τον Ιούνιο του 2022. Ο πρόεδρος θα μπορούσε να προσπαθήσει να κινητοποιήσει τους υποστηρικτές του, έτσι ώστε να οδηγήσει τις μηχανορραφίες των αντιπάλων του σε αποτυχία. Προτίμησε όμως να υποκύψει στις πιέσεις ενός Κογκρέσου που δολοπλοκούσε ασταμάτητα, απονομιμοποιώντας τον κάθε φορά και λίγο περισσότερο στα μάτια των λαϊκών τάξεων.
«Δίχως την παραμικρή απόδειξη»
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, είχε γίνει φανερό ότι ο Καστίγιο έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην παραίτηση και στην εξέγερση –με τη δεύτερη επιλογή να ενέχει τον κίνδυνο να προσφέρει απλόχερα στους αντιπάλους του το κατάλληλο πρόσχημα για να του καταλογίσουν πραξικόπημα. Αντιμέτωπος με μια τρίτη πρόταση μομφής από το Κογκρέσο, την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022, και ενώ η αντιπολίτευση ανέμενε να ψηφιστεί από 67 βουλευτές, ένας κουρασμένος και τρεμάμενος Πέδρο Καστίγιο επέλεξε επιτέλους να μιλήσει στην τηλεόραση για να καταγγείλει το πραξικόπημα διαρκείας που αντιμετωπίζει από τη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων του.
Η πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης αγνόησαν το πρώτο και σημαντικότερο κομμάτι της ομιλίας του. Σε αυτό, ο Καστίγιο εξηγούσε ότι «η πλειοψηφία του Κογκρέσου, η οποία υπερασπίζεται τα συμφέροντα των μεγάλων μονοπωλίων και ολιγοπωλίων, έκανε τα πάντα στην προσπάθειά της να καταστρέψει τον θεσμό του προέδρου». Και πρόσθετε: «Το Κογκρέσο ανέτρεψε την ισορροπία των εξουσιών και το κράτος δικαίου προκειμένου να εγκαθιδρύσει μια δικτατορία του Κογκρέσου με την έγκριση και υποστήριξη του Συνταγματικού Δικαστηρίου». Αυτό επιχειρήθηκε μέσω των πολλαπλών προτάσεων μομφής, αλλά και το μποϊκοτάρισμα «περισσότερων από εβδομήντα νομοσχεδίων εθνικού συμφέροντος που αποσκοπούσαν στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού». Και συνέχιζε, καρφώνοντας το βλέμμα του στην κάμερα: «Δίχως την παραμικρή απόδειξη, το Κογκρέσο καταλογίζει στον πρόεδρο εγκλήματα πολύ συχνά βασισμένα στους ισχυρισμούς ενός Τύπου μισθοφορικού, διεφθαρμένου και κυνικού, που δυσφημίζει και συκοφαντεί χωρίς κανέναν έλεγχο». Έχοντας σκιαγραφήσει μια ζοφερή αλλά ακριβή εικόνα της περουβιανής δημοκρατίας, ο Καστίγιο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να αποκατασταθεί η λαϊκή κυριαρχία, λάμβανε «την απόφαση να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να αποκαταστήσει το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία, διαλύοντας προσωρινά το Κογκρέσο και προκηρύσσοντας εκλογές για Συντακτική Συνέλευση εντός των επομένων εννέα μηνών».
Για την αντιπολίτευση, ο πρόεδρος μόλις είχε επιχειρήσει ένα autogolpe («αυτο-πραξικόπημα»): πραξικόπημα του νόμιμου προέδρου της χώρας προκειμένου να παραμείνει παρανόμως στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, ίσως για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο άνθρωπος που οι αντίπαλοί του είχαν στην ουσία καταφέρει να εμποδίσουν να γίνει πρόεδρος, ενσάρκωσε τις προσδοκίες του λαού που τον εξέλεξε και διακήρυξε το δικαίωμα για εξέγερση ενάντια σε ένα άδικο κοινωνικό και θεσμικό σύστημα. Κλειδωμένος σε μια φυλακή του Περού, εκείνος που ποτέ δεν είχε καλέσει το λαό σε κινητοποίηση, απολαμβάνει μετά τη σύλληψή του ένα τεράστιο κύμα λαϊκής υποστήριξης. Στις 14 Δεκεμβρίου 2022, η σημερινή πρόεδρος και πρώην αντιπρόεδρος Ντίνα Μπολουάρτε κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, επέβαλε στρατιωτικό νόμο στις αγροτικές επαρχίες της χώρας και εξαπέλυσε βίαιη αστυνομική καταστολή. Στις 21 Δεκεμβρίου 2022, δώδεκα αρχηγοί κρατών της Λατινικής Αμερικής ζήτησαν την αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξης στο Περού. Μεταξύ άλλων, το Μεξικό, η Βενεζουέλα, η Κολομβία, η Κούβα, η Νικαράγουα, η Βολιβία, η Αργεντινή. Όχι όμως η Χιλή. Σε μειονεκτική θέση στη χώρα του, παρά την ανάληψη των καθηκόντων του την 1η Ιανουαρίου 2023, ο εκλεγμένος πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα Ντα Σίλβα μοιάζει επίσης επιφυλακτικός. Στην παρούσα συγκυρία, τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμα για τους συντηρητικούς του Περού.
* Ο Aníbal Garzón είναι κοινωνιολόγος.