Το ενεργειακό σοκ για την Ευρώπη είναι ακόμη εδώ-Φέρνει βαθιά ύφεση-αποβιομηχάνιση

915

Η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης δεν έχει τελειώσει, παρά την μεγάλη μείωση στις τιμές του φυσικού αερίου επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές στον αντίποδα της αισιοδοξίας που έχει μεταδίδεται στις Βρυξέλλες.
Η περίφημη απεξάρτηση από τα ρωσικά ενεργειακά προϊόντα δεν γίνεται στη απαιτούμενη ταχύτητα προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια ταχεία επιδείνωση των καιρικών συνθηκών είτε ένα άλλο σοκ στην προσφορά, λόγω π.χ. δυσκολιών στην αλυσίδα μεταφοράς είτε γεωπολιιτκών εντάσεων, ενώ το οικονομικό κόστος της είναι επαχθές καθώς
(α) Δημιουργεί μια δημοσιονομική «νάρκη» καθώς οι προϋπολογισμοί επιβαρύνονται με τεράστιες ενισχύσεις προκειμένου να κρατήσουν στην ζωή νοικοκυριά και επιχειρήσεις για να ανατιμετωπίσουν ένα μέτωπο τεράστιας κοινωνικής δυσαρέσκειας,
(β) Το ακριβό φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ (οι ενεργειακές εταιρείες των οποίων καταγράφουν αστρονομικά κέρδη είτε από το Κατάρ δεν προδιαγράφει σε καμία περίπτωση πτώση των ενεργειακών τιμών στο μέλλον πιέζοντας ανοδικά το κόστος παραγωγής.
Αυτό με τη σειρά του έχει συνέπεια οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να συνθλίβονται όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα τους μεταξύ των αμερικανικών και των κινεζικών επιχειρήσεων που επωφελούνται από τα φθηνά ρωσικά ενεργειακά προϊόντα μέσω των διμερών συμφωνιών που έχει πραγματοποιήσει με τη Ρωσία.

Μην παρασύρεσθε από την πτώση των τιμών του φυσικού αερίου

Οι τιμές του φυσικού αερίου είναι ακόμη υψηλότερες κατά 220-230%
«Το ενεργειακό σοκ στην Ευρώπη παραμένει σημαντικό και συνεχίζεται», αναφέρει η ανάλυσή του, με το ινστιτούτο να επιμένει στην πρόβλεψή του για ύφεση στην Ευρωζώνη το 2023.
Πραγματικά, σημειώνει η ανάλυση, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν μειωθεί κατά 75% από τα υψηλά του Αυγούστου του 2022, είτε κοιτάζει κανείς την spot αγορά, είτε τα προθεσμιακά συμβόλαια.
Όμως, το IIF τονίζει πως είναι παραπλανητικό να βγάζει κάποιος συμπέρασμα κανείς αυτά τα στοιχεία: Πρώτον γιατί ακόμα και μετά από την τελευταία πτώση, οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου παραμένουν κατά 220-230% υψηλότερες σε σχέση με τον προ-covid μέσο όρο τους, επομένως το σοκ στους όρους του εμπορίου  (κόστος εισαγωγών/αξία εισαγωγων) παραμένει πολύ μεγάλο για την Ευρώπη.
«Η τεράστια εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου το περασμένο καλοκαίρι έχει προκαλέσει μία στρέβλωση στην αντίληψη της αγοράς, με αποτέλεσμα η πρόσφατη πτώση τους να μοιάζει σαν η Ευρώπη να επέστρεψε στην κανονικότηταΔεν είναι έτσι», τονίζουν οι αναλυτές του ινστιτούτου.
Δεύτερον, μέρος της πτώσης των τιμών αντανακλά μεγάλες αλλαγές στην διάθρωση της ζήτησης, με την βιομηχανική παραγωγή σε κλάδους έντασης ενέργειας να βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από το προ-πολεμικά επίπεδα.
Ένα παράδειγμα, σύμφωνα με το IIF, είναι οι κλάδοι χημικών και φαρμάκων της Γερμανίας, όπου η παραγωγή είναι κατά 15% χαμηλότερη από τα προ-κρίσης επίπεδα.
Αυτή η μείωση της παραγωγής, που σύμφωνα με το ινστιτούτο είναι μόνιμη, συνέβαλε στο να πέσουν οι τιμές του φυσικού αερίου έπειτα από το περσινό ράλι, έστω και εάν η ανάκαμψη της παραγωγής στους κλάδους αυτοκινήτων και ημιαγωγών βοήθησε να αποφύγει η Γερμανία την ύφεση το 2022.
Στιγμιότυπο_οθόνης_2023-01-29_181346.png
Ερχεται νέα αυξηση των τιμών 

Στο ίδιο κλίμα μελέτη της Allianz που δημοσιεύτηκε στις 24 Ιανουαρίου 2023 επισημαίνει ότι οι πρόσφατες μειώσεις στις τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου δημιούργησαν ελπίδες ότι τα χειρότερα της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη είναι πλέον πίσω μας.
Αλλά αυτές οι ελπίδες είναι φορύδες…
Σε αντίθεση με ένα σοκ στην προσφορά πετρελαίου, ένα σοκ στην προσφορά φυσικού αερίου (και ηλεκτρικής ενέργειας) δεν εισάγεται με μεγάλη ταχύτητα στην πραγματική οικονομία, επειδή οι λογαριασμοί των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας βασίζονται, ως επί το πλείστον, σε συμβάσεις σταθερής τιμής ή/και ελεγχόμενες από το κράτος, αντί να εν μέρει αναπροσαρμόζεται στις τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Επιπλέον, οι τιμές του φυσικού αερίου κινήθηκαν χαμηλότερα τις τελευταίες εβδομάδες λόγω ενός ασυνήθιστα ήπιου χειμώνα, αλλά αναμένουμε ότι οι τιμές θα αυξηθούν ενόψει του χειμώνα του 2023 καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει αυξανόμενο ανταγωνισμό για προμήθεια ενέργειας από την Κίνα.

Οι αυξήσεις των επιτοκίων και η επερχόμενη ύφεση

Συνεπώς, το IIF συμπεραίνει ότι το σοκ που πλήττει την Ευρώπη  δεν έχει τελειώσει.
Και αυτό έχει σημαντικές προεκτάσεις για τις πολιτικές και τις αγορές.
Η μείωση της παραγωγής στους τομείς έντασης ενέργειας οδηγεί το ινστιτούτο να επιμείνει στην πρόβλεψή του για ύφεση στην Ευρωζώνη το 2023, κάτι που όπως σημειώνει, κάνει δύσκολο να δικαιολογηθούν οι αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Οι ελπίδες για απορρόφηση του σοκ είναι φρούδες…

Στο ίδιο κλίμα μελέτη της Allianz που δημοσιεύτηκε στις 24 Ιανουαρίου 2023 επισημαίνει ότι οι πρόσφατες μειώσεις στις τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου δημιούργησαν ελπίδες ότι τα χειρότερα της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη είναι πλέον πίσω μας.
Σε αντίθεση με ένα σοκ στην προσφορά πετρελαίου, ένα σοκ στην προσφορά φυσικού αερίου (και ηλεκτρικής ενέργειας) δεν εισάγεται με μεγάλη ταχύτητα στην πραγματική οικονομία, επειδή οι λογαριασμοί των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας βασίζονται, ως επί το πλείστον, σε συμβάσεις σταθερής τιμής ή/και ελεγχόμενες από το κράτος, αντί να εν μέρει αναπροσαρμόζεται στις τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Επιπλέον, οι τιμές του φυσικού αερίου κινήθηκαν χαμηλότερα τις τελευταίες εβδομάδες λόγω ενός ασυνήθιστα ήπιου χειμώνα, αλλά αναμένουμε ότι οι τιμές θα αυξηθούν ενόψει του χειμώνα του 2023 καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει αυξανόμενο ανταγωνισμό για προμήθεια ενέργειας από την Κίνα η οποία αναμένεται να πατήσει γκάζι στην πραγωγή διψώντας για ενεργειακά προϊόντα.
Στιγμιότυπο_οθόνης_2023-01-29_181317.png
Το (υψηλό) ενεργειακό κόστος για τις εταιρείες είναι μπροστά

Την ίδια ώρα, σε σημείωμά της η Allianz επισημαίνει ότι το μεγάλο σοκ στις τιμές της ενέργειας είναι ακόμη μπροστά για τις ευρωπαϊκές εταιρείες.
Το 2022, οι αυξήσεις των εταιρικών λογαριασμών κοινής ωφέλειας περιορίστηκαν, χάρη στις κρατικές παρεμβάσεις και τη μακροχρόνια μετάβαση από τις τιμές χονδρικής ενέργειας στα λιανικά συμβόλαια, τα οποία ως επί το πλείστον δεν είναι πλήρως αναπροσαρμοσμένα.
Ωστόσο, αναμένουμε να επιταχυνθούν οι τιμές των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας το 2023 καθώς εχουμε περισσότερα συμβόλαια, με τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας να αναμένεται να αυξηθούν κατι λιγότερο από +40% στη Γερμανία, σε σύγκριση με το 2021, έναντι +90% στην Ιταλία και την Ισπανία.
Στιγμιότυπο_οθόνης_2023-01-29_181429.png
Ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τις ΗΠΑ

Το παιχνίδι σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα των τιμών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σε σχέση με αυτή των ΗΠΑ φαίνεται να αλλάζει .
Η κατανάλωση ενέργειας αποτελεί γενικά περίπου το 1-1,5% της παραγωγής στον μεταποιητικό τομέα.
Η ανταγωνιστικότητα των τιμών είναι πολύ πιο ευαίσθητη στις αλλαγές στο κόστος εργασίας και στη συναλλαγματική ισοτιμία, σημειώνει αλλά σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογισθεί μια αύξηση του κόστους όλων των συντελεστών παραγωγής το οποίο θα βαρύνει την κατανάλωση όπως επί παραδείγματι το μεταφορικό κόστος.
Στιγμιότυπο_οθόνης_2023-01-29_181458.png
Απώλεια μεριδίου αγοράς και επενδύσεων

Διαπιστώνεται από την Allianz ότι το χάσμα ισχύος-τιμής που έχει ανοίξει μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης θα οδηγούσε σε μέτριες απώλειες στην απασχόληση και την παραγωγή στη μεταποίηση, αν και η Ισπανία εμφανίζεται πιο αδύναμη.
Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι η Ευρώπη έχει αρχίσει να χάνει μερίδιο αγοράς έναντι άλλων εταίρων.
Οι εξαγωγείς που χάνουν εμφανώς μερίδιο αγοράς στις εισαγωγές της ΕΕ15 βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά στην Ευρώπη (σε αγροδιατροφικά προϊόντα, μηχανήματα και ηλεκτρικό εξοπλισμό, μέταλλα και μεταφορές) – αλλά όχι προς όφελος των ΗΠΑ. Αντίθετα, οι χώρες που επωφελούνται βρίσκονται στην Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική (και λίγες στην Ευρώπη).
Ο κύριος άμεσος δίαυλος της ενεργειακής κρίσης είναι μέσω των επιπτώσεών της στην κερδοφορία και τις επενδύσεις των επιχειρήσεων.
Διαπιστώνουμε ότι το τρέχον ενεργειακό σοκ θα περιορίσει την εταιρική κερδοφορία.

Αυτό θα αντιπροσώπευε 40 δισ. ευρώ σε επενδυτικές «ζημίες» στη Γαλλία και 25 δισ. στρελίνες στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στιγμιότυπο_οθόνης_2023-01-29_181317_1.png
Συμπέρασμα: Η άφρων πολιτική της «απεξάρτησης» από τα φθηνά και σταθερά σε προσφορά ρωσικά ενεργειακά προϊόντα που διαμόρφωσαν διαχρονικά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Γερμανίας (και όχι μόνο), θα οδηγήσει σε μακροπρόθεσμη παρακμή την ευρωπαϊκή οικονομία και κοινωνία.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας