Η ύφεση χτυπάει την πόρτα της παγκόσμιας οικονομίας το 2023, καθώς η αύξηση του κόστους χρήματος που αποσκοπεί στην τιθάσευση των υψηλών πληθωριστικών πιέσεων προκαλεί συρρίκνωση των οικονομίων. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της έρευνας του Κέντρου Οικονομικών και Επιχειρηματικών Ερευνών (CEBR), το οποίο αντλεί τα βασικά του δεδομένα από τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές του ΔΝΤ και χρησιμοποιεί ένα εσωτερικό μοντέλο για την πρόβλεψη της ανάπτυξης, του πληθωρισμού και των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Διπλασιασμός του παγκόσμιου ΑΕΠ μέχρι το 2037
Οι προβλέψεις της έκθεσης, τις οποίες δημοσίευσε το Bloomberg, είναι πιο απαισιόδοξες από αυτές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο προειδοποίησε τον Οκτώβριο ότι περισσότερο από το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας θα συρρικνωθεί και ότι υπάρχουν 25% πιθανότητες το παγκόσμιο ΑΕΠ να αυξηθεί κατά λιγότερο από 2% το 2023, μέγεθος που το ορίζει ως παγκόσμια ύφεση.
Ακόμα κι έτσι, μέχρι το 2037, το παγκόσμιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν θα έχει διπλασιαστεί, καθώς οι αναπτυσσόμενες οικονομίες θα γίνουν πλουσιότερες. Η μεταβαλλόμενη ισορροπία δυνάμεων θα οδηγήσει την περιοχή της Ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού να αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής έως το 2037, ενώ το μερίδιο της Ευρώπης θα συρρικνωθεί σε λιγότερο από το ένα πέμπτο.
Η παγκόσμια οικονομία ξεπέρασε τα 100 τρισεκατομμύρια δολάρια για πρώτη φορά το 2022 αλλά η ανάπτυξη της δεν θα συνεχιστεί το 2023, καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες συνεχίζουν τις προσπάθειες για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, σημειώνει η βρετανική συμβουλευτική εταιρεία.«Είναι πιθανό η παγκόσμια οικονομία να αντιμετωπίσει ύφεση το επόμενο έτος» επισημαίνει ο διευθυντής και επικεφαλής του τμήματος προβλέψεων του CEBR, Κέι Ντάνιελ Νεουφολντ, «λόγω της αύξησης των επιτοκίων ως απάντηση στον υψηλότερο πληθωρισμό»,
Σημαντική επίσης είναι η διαπίστωση ότι «η μάχη κατά του πληθωρισμού δεν έχει κερδηθεί ακόμη. Αναμένουμε ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες θα επιμείνουν στα όπλα τους το 2023 παρά το οικονομικό κόστος»
Θα αργήσει να πάρει η Κίνα τα σκήπτρα της μεγαλύτερης οικονομίας στον πλανήτη
Η Κίνα θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου το 2036, δηλαδή έξι χρόνια αργότερα από ό,τι αναμενόταν. Αυτό αντανακλά την πολιτική μηδενικού Covid της Κίνας και τις αυξανόμενες εμπορικές εντάσεις με τη Δύση, οι οποίες επιβράδυναν την ανάπτυξή της.
Το CEBR ανέμενε αρχικά τη μετάβαση το 2028, την οποία ανέβαλε για το 2030 στον περσινό πίνακα κατάταξης. Τώρα πιστεύει ότι το σημείο μετάβασης δεν θα συμβεί πριν από το 2036 και μπορεί να έρθει ακόμη αργότερα, εάν το Πεκίνο προσπαθήσει να πάρει τον έλεγχο της Ταϊβάν και αντιμετωπίσει αντίποινα εμπορικών κυρώσεων.
«Οι συνέπειες ενός οικονομικού πολέμου μεταξύ της Κίνας και της Δύσης θα ήταν πολλές φορές πιο σοβαρές από αυτές που είδαμε μετά την επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Θα υπήρχε σχεδόν σίγουρα μια αρκετά απότομη παγκόσμια ύφεση και μια αναζωπύρωση του πληθωρισμού» επισημαίνεται στην έκθεση του CEBR.
«Αλλά η ζημιά για την Κίνα θα ήταν πολύ μεγαλύτερη και αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να τορπιλίσει κάθε προσπάθεια να ηγηθεί της παγκόσμιας οικονομίας».
Οι υπόλοιπες προβλέψεις
Συνεχίζοντας τις μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις της η έκθεση αναφέρει ότι το 2035 η Ινδία θα γίνει η τρίτη οικονομία των 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο μέχρι το 2032.
Το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει η έκτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και η Γαλλία η έβδομη, τα επόμενα 15 χρόνια, αλλά η Βρετανία δεν πρόκειται πλέον να αναπτυχθεί ταχύτερα από τις ευρωπαϊκές ομόλογες χώρες, λόγω «της απουσίας πολιτικών προσανατολισμένων στην ανάπτυξη και της έλλειψης σαφούς οράματος για τον ρόλο της εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Οι αναδυόμενες οικονομίες που διαθέτουν φυσικούς πόρους θα λάβουν «σημαντική ώθηση», καθώς τα ορυκτά καύσιμα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η παγκόσμια οικονομία απέχει πολύ από το επίπεδο των 80.000 δολαρίων κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο οποίο οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αποσυνδέονται από την ανάπτυξη, πράγμα που σημαίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω πολιτικές παρεμβάσεις για να επιτευχθεί ο στόχος του περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε μόλις 1,5 βαθμό πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.